από την Rosa Negra.
Αναμνήσεις… Απωθημένα…
Τα κουβαλάμε μέσα μας. Ζούμε με αυτά.
Ξεθωριασμένες εικόνες μιας προηγούμενης ζωής που μας άφησαν με ανοιχτές πληγές. Κλείνουν άραγε ποτέ αυτές οι πληγές ή είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε για πάντα μαζί τους;
Το παραμορφωμένο από τα κλάματα είδωλό της, της χαμογέλασε ειρωνικά μέσα από το καθρέφτη. ¨Για πόσο ακόμα πιστεύεις ότι μπορείς να συνεχίσεις έτσι;¨ τη ρώτησε.
Η Χριστίνα δεν απάντησε. Με μια απότομη κίνηση έριξε μια γροθιά στον καθρέφτη που της μιλούσε. Η μια γροθιά έγινε δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε… είκοσι, ώσπου η θέα του αίματος στο χέρι της που ήταν όλο πια μια πληγή την συνέφερε.
¨Για όσο γουστάρω¨ του απάντησε.
Έριξε μια ματιά γύρω της. Παντού θρύψαλα… ¨Όπως και η ζωή μου¨ μονολόγησε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Έτσι ήταν η ζωή της από τη στιγμή που χώρισε οριστικά με τον Μάνο, μετά από τέσσερα χρόνια σχέσης. Τέσσερα υπέροχα χρόνια που έφτασε μόνο μια στιγμή για να διαλυθούν. Ένα λάθος. Δικό της λάθος. Πόσο είχε μετανιώσει…. Πόσο είχε παρακαλέσει να μην διαλυθούν όλα για κάτι τελείως ανούσιο…
Τότε βέβαια δεν το έβλεπε. Οι αναμνήσεις την είχαν συνεπάρει. Το απωθημένο. Αυτό την έκανε να μη σκέφτεται καθαρά. Όσο το σκεφτόταν, έβλεπε πως δεν είχε δικαιολογία. Εκείνη έφταιγε, εκείνη τα διέλυσε όλα, εκείνη αφέθηκε να την παρασύρει ο πληγωμένος της εγωισμός. Ο Μάνος ήταν πάντα άψογος απέναντί της, περνούσαν τέλεια μαζί και είχαν αρχίσει δειλά δειλά να κάνουν σχέδια για το κοινό τους μέλλον. Τι και αν όλοι τους έλεγαν ότι ήταν πολύ μικροί και οι δυο για να προχωρήσουν σε δέσμευση ζωής;
Ήταν τόσο ερωτευμένοι που δεν άκουγαν κανέναν. Εκείνη μόλις είχε ξεκινήσει να δουλεύει ως αρχιτέκτονας, που ήταν όνειρο ζωής της και εκείνος θα έπαιρνε στα χέρια του την επιχείρηση του πατέρα του αφού θα τελείωνε με το μεταπτυχιακό του στην Αγγλία. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποχωριστούν για ένα χρόνο αλλά ήταν σίγουροι και οι δύο ότι το εμπόδιο αυτό που παρουσιαζόταν μπροστά τους, ήταν πολύ μικρό μπροστά σε αυτά που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον.
Έφτασε λοιπόν ο καιρός που ο Μάνος έπρεπε να φύγει. Ο πρώτος καιρός πέρασε με ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο και στο Skype που ήταν όμως πολύ ¨λίγο¨ για να καλύψει το κενό της απουσίας και αναπόφευκτα έφερε γκρίνια και καβγάδες. Ήταν εκείνη τo βράδυ που μετά από ένα μεγάλο καβγά που είχαν στο τηλέφωνο , η Χριστίνα αποφάσισε να δεχτεί τη πρόσκληση μιας συναδέλφου της από τη δουλειά για ένα ποτό σε ένα μαγαζί κοντά στο σπίτι της. Με το που έφτασε έξω από το μαγαζί το μετάνιωσε. Μέτα σκέφτηκε το Μάνο που δεν απάντησε στα μηνύματα της και αποφάσισε αυτή τη φορά να μην τον αφήσει να της χαλάσει τη διάθεση. Αρκετά είχε κλειστεί σπίτι. Κοίταξε για τελευταία φορά το κινητό της που παρέμενε σιωπηλό και προχώρησε αποφασιστικά προς την είσοδο. Είδε τη φίλη της να τη χαιρετάει από μακριά. Αμέσως ένιωσε καλύτερα. Πόσο καιρό είχε να βγει? Η παρέα αποδείχτηκε εξαιρετική και μετά από λίγη ώρα είχε χαλαρώσει με τη βοήθεια του ποτού και έπιασε τον εαυτό της να γελάει δυνατά και να συζητάει με μεγάλη άνεση με την υπόλοιπη παρέα.
Και τότε τον είδε. Ο πρώτος της έρωτας στεκόταν μπροστά της και της χαμογελούσε. Εκείνος που τη χώρισε χωρίς καμία εξήγηση, που εξαφανιζόταν για μέρες και μετά εμφανιζόταν σα να μη συμβαίνει τίποτα…. Εκείνος… που κάθε φορά ορκιζόταν στον εαυτό της ότι ήταν η τελευταία φορά που τον συγχωρούσε, αλλά έφτανε ένα του βλέμμα, ένα του άγγιγμα για να τα ξεχάσει όλα. Λες και της είχε κάνει μάγια. Μια στιγμή ευτυχίας μαζί του ήταν ικανή να υπερκαλύψει τις ατελείωτες στιγμές της μοναξιάς και του πόνου που της προκαλούσε.
Έμεινε σαστισμένη να τον κοιτάζει ενώ περνούσαν από μπροστά της σαν ταινία όλες οι στιγμές που είχαν ζήσει… και ήταν πολλές. Σα να τη διαπέρασε ξαφνικά ηλεκτρικό ρεύμα άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ο Άρης την ακολούθησε και την σταμάτησε.
¨Ούτε να μιλάμε δε μπορούμε πια;¨ της είπε.
¨Άρη, δεν έχω χρόνο¨ του απάντησε, ενώ μέσα της απορούσε που η φωνή της ακουγόταν τόσο σταθερή.
¨Ούτε για ένα ποτό;¨της χαμογέλασε. Αυτό το χαμόγελο…
¨Γεια σου Άρη¨ του είπε και πριν προλάβει να της απαντήσει άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της.
Τον είδε να τη περιμένει στην είσοδο. Τον είδε να τη κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα λατρείας. Η εικόνα του Μάνου ξαφνικά ξεθώριασε. Τα χρόνια που ήταν μαζί, τα όνειρα που είχαν κάνει, το πόσο ευτυχισμένη ένιωθε κοντά του, δεν ήταν αρκετά για να την εμποδίσουν…
Εγωισμός;
Απωθημένο; Ότι και αν ήταν, ήταν πιο δυνατό.
Το πρωί τους βρήκε μαζί στο σπίτι του Άρη, να την κρατάει αγκαλιά και με δάκρυα στα μάτια να της λέει λόγια αγάπης, λόγια που χρόνια πριν λαχταρούσε να ακούσει από εκείνον. Μόνο που τώρα… τώρα δεν της ήταν αρκετά… Όλα είχαν μπει στη θέση τους με έναν μαγικό τρόπο. Δε θα χάλαγε τη σχέση της για ένα απωθημένο. Η απόσταση με το Μάνο, οι ατελείωτες ώρες μοναξιάς, οι καβγάδες, τους είχαν αποξενώσει. Όμως όχι, δε θα το επέτρεπε. Με εκείνον ήθελε να είναι. Τώρα έβλεπε καθαρά.
Σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.
¨ Άρη… τελειώσαμε. Οριστικά!¨ του είπε και έφυγε πριν προλάβει να τη σταματήσει.
Βγαίνοντας από το σπίτι του έμεινε κοκαλωμένη μπροστά στον άντρα που καθόταν σκυθρωπός στο απέναντι πεζοδρόμιο και τη κοίταζε. Τα μάτια του ήταν ανέκφραστα, παγωμένα. Πάγωσε και εκείνη. Ο Μάνος… Ο Μάνος που πήρε το πρώτο αεροπλάνο και ήρθε να τη βρει γιατί δεν άντεχε να είναι μαλωμένοι. Ο Μάνος που την είδε να μπαίνει στο μπαράκι και μετά να βγαίνει τρέχοντας. Ο Μάνος που την είδε να μπαίνει στο σπίτι κάποιου άλλου άντρα… Το χαστούκι του το περίμενε. Δεν έκανε τίποτα. Της άξιζε.
Προσπάθησε να του εξηγήσει. Να του πει πως ήταν μόνο μια στιγμή, ένα απωθημένο, ένα λάθος. Μάταια. Πέρασαν οχτώ μήνες. Οχτώ μήνες που βυθίστηκε στη θλίψη, που ήταν συνεχώς κάτω από το σπίτι του να περιμένει να τον δει και να του εξηγήσει. Οχτώ μήνες που δε βγήκε από το σπίτι της και η μόνη της παρέα ήταν ένα μπουκάλι και οι αναμνήσεις της…
Δεν απάντησε ποτέ ξανά στις κλήσεις της, στα μηνύματα της, εκτός από εκείνη τη μέρα.
¨Έχεις πεθάνει για μένα¨ της είπε και της έκλεισε το τηλέφωνο.
Κοίταξε τα σκορπισμένα γυαλιά στο πάτωμα και για μια στιγμή νόμισε ότι ήταν και η καρδιά της εκεί. Ένιωσε ότι πνιγόταν. Μπήκε στο αυτοκίνητο και άρχισε να οδηγεί χωρίς προορισμό. Πονούσε. Μα πιο πολύ κατηγορούσε τον εαυτό της. Εκείνη η μόνη υπεύθυνη. Ήθελε να ξεφύγει από το πόνο, από το αδιέξοδο που είχε βρεθεί, από το πόνο που είχε προκαλέσει στον άνθρωπο που λάτρευε.
¨Έχεις πεθάνει για μένα¨ τα λόγια του αντήχησαν στα αυτιά της και τα μάτια της θόλωσαν από τα δάκρυα.
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει στη θεά του φορτηγού που ερχόταν κατά πάνω της. Ή δεν ήθελε;
Η πυροσβεστική που ήρθε λίγη ώρα μετά και προσπάθησε να την απεγκλωβίσει από το αυτοκίνητο που είχε γίνει μια μάζα από τη σύγκρουση, τη βρήκε να έχει αγκαλιάσει το τιμόνι. Στο χέρι της υπήρχε ένα σημείωμα που είχε μόνο μια λέξη: ¨ΣΥΓΓΝΩΜΗ….¨