από την Μάρθα Πατλάκουτζα
«Να είσαι καλός με τα όνειρά σου» του έγραψε. «Μην τ’ αφήσεις να περιμένουν ως αργά».
Και κάπως έτσι ένα όνειρο γίνηκε ο καβαλιέρος και ζήτησε από την επιθυμία να λικνιστούν στη μαγεία.
«Τα όνειρα που αργούν να τα φοβάσαι», επέμεινε εκείνη αλλά ο άντρας είχε εγκαταλείψει τη στιγμή.
Και οι σκέψεις της γίναν κύματα.
Βλέπεις τη θάλασσα μια ήρεμη και μια φουρτουνιασμένη, αλλά ποτέ δε σου μαρτυρά την αιτία. Πολλοί την αγαπούν. Τους αφήνει να πιστεύουν πως την έχουν. Έχει μάθει να ξεγλιστρά από τις πιο σκοτεινές φυλακές. Διαλύεται και σκορπά. Ταξιδεύει αδιάκοπα. Τα όρια είναι για όσους τα έχουν ανάγκη.
Όταν είναι στα καλά της όλα αποκτούν μια γλυκιά νηνεμία. Ωστόσο, αρκεί μια υποψία του ουρανού για να τη μετατρέψει σε θεριό. Αφρίζει, χτυπιέται και κρατά τους πάντες μακριά της. Μόνη της βρίσκει την άκρη, το επόμενο ταξίδι, τον προορισμό του ονείρου της… τον άπιαστο πόθο.
Και το όνειρο συνεχίζει να λικνίζεται μπροστά της.
Να χορέψει μαζί του; Να γίνει ένα κύμα απαλό σαν χάδι;
Άργησες νύχτα κι απόψε.