από την Μάρθα Πατλάκουτζα.

Ασπρόμαυρη η φωτογραφία, ασπρόμαυρες οι αναμνήσεις από κάποια Χριστούγεννα που μοιάζουν σαν υπήρξαν μια ζωή πριν.

Δύο μικρά κοριτσάκια, ένα ξανθό κι ένα μελαχρινό την κοιτούν πλάι σε ένα κακάσχημο φτωχικό χριστουγεννιάτικο δέντρο από πλαστικό. Μάτια υγρά, θλιμμένα. Ξεθωριασμένη η αιτία της λύπης. Σκαλίζει στο σεντούκι της μνήμης της. Ναι, θυμήθηκε, πλησίαζαν Χριστούγεννα και τα χρήματα ήσαν και πάλι λειψά. Η μάνα τα έβλεπε όλα μαύρα και ο πατέρας τα έβλεπε όλα διάφανα, ασήμαντα.

Οι γονείς ποτέ τους δεν είχαν ταιριάξει στην αντιμετώπιση της ζωής. Η μποέμικη ψυχή του άντρα είχε βρει αποκούμπι στη ρεαλιστική πυγμή εκείνου της μικρόσωμης γυναίκας.

Η πόρτα βάρεσε και η μάνα για μια ακόμα φορά πήρε τους δρόμους. Με το περπάτημα ξεθύμανε κάθε φορά την οργή της.

Τα κουρτσούδια ζάρωσαν τρομαγμένα στο ντιβάνι της κουζίνας. Έκανε κρύο. Η σόμπα σβηστή. Οικονομία, έλεγαν όταν το αδειανό ταμείο εμπόδιζε την αγορά ενός μπετονιού πετρελαίου.

Ο πατέρας αναστέναξε. Τι σημασία είχαν τα λεφτά;

Έψαξε στη ντουλάπα. Ξετρύπωσε μια ρώσικη φωτογραφική μηχανή. Την είχε αγοράσει κρυφά στη μαύρη αγορά. Στα χρόνια ήταν η μόνη αγορά που ανθούσε.

«Ελάτε!», φώναξε στα κορίτσια του. «Πάμε να σας βγάλω μια φωτογραφία».

Εκείνα αλληλοκοιτάχτηκαν και σταμάτησαν να μυξοκλαίνε. Τον ακολούθησαν πιασμένα χέρι χέρι. Ο πατέρας τα έκανε νόημα να πλησιάσουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

«Σταθείτε εκεί. Άντε χαμογελάστε μου», τα ορμήνεψε.

Αλλά το χαμόγελο είχε κρυφτεί για τα καλά.

Μόνο μια ζωή μετά κατάλαβαν πως έπρεπε να του είχαν χαμογελάσει.

Τα χρήματα έρχονται και φεύγουν, το ίδιο και οι άνθρωποι. Το χαμόγελο είναι η μόνη αποσκευή που κουβαλάς μέσα σου.

 

Καλά Χριστούγεννα, χαμογελαστά Χριστούγεννα!!!!!