«Θα φτάσω, γύρω στις 6 το απόγευμα. Θα έρθεις να με πάρεις από ΚΤΕΛ Κηφισού;», έλεγε το μήνυμα στο κινητό.
Μα φυσικά και θα πήγαινα!
Πλησιάζει η ώρα και γύρω στις 5:30 ξεκίνησα για ΚΤΕΛ. Καλύτερα να φτάσω νωρίτερα και να είμαι ήσυχος, παρά να πέσω σε κίνηση, να αργήσω και μετά ποιος ακούει τον εξάψαλμο..
Άφιξη στα ΚΤΕΛ Κηφισού. Στην προ κρίσης Ελλάδα, στην προ κρίσης Αθήνα, όπου η μέση ελληνική οικογένεια διέθετε, δύο με τρία αυτοκίνητα, γιατί ήταν πολύ βαρύ να μετακινηθούν με συγκοινωνίες, η κίνηση στους δρόμους, ήταν αντίστοιχη με τον αριθμό των αυτοκινήτων. Απλά, τραγική..
Το ψάξιμο για μία θέση στάθμευσης, απέβη άκαρπο. Έξω από τα ΚΤΕΛ, μια σειρά αυτοκινήτων, που έμοιαζε ατελείωτη, είχε διπλό, ακόμα και τριπλό, παρκάρει, με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν σε φρενήρης ρυθμούς..
«Να το κάνω και εγώ αυτό;», σκέφτηκε το μικρό διαολάκι εντός μου.
«Όχι, μην το κάνεις. Μια χαρά νόμιμος και νομότυπος είσαι μέχρι τώρα. Μην υποκύπτεις στη συμπεριφορά της πλειοψηφίας», ούρλιαξε το μικρό και μέχρι τότε, κυρίαρχο κα μάλλον ρομαντικό αγγελάκι εντός μου..
Οι γύρες, προς αναζήτηση «νόμιμης» θέσης στάθμευσης, συνεχίστηκαν. Μάταια όμως..
Όλα τα αυτοκίνητα που ήταν παράνομα σταθμευμένα, με τα αλάρμ σε πλήρη λειτουργία, ήταν άδεια από οδηγούς. Προφανώς είχαν πάει μέσα στα ΚΤΕΛ, για καμιά φραπεδούμπα και έτσι, γράφοντας το νόμο και τους οδηγούς που είχαν εγκλωβίσει με το διπλοπαρκάρισμα τους, μεταξύ αφαλού και γονάτων.
Με τα πολλά και αποδεχόμενος την ήττα μου, στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, δίπλα σε ένα άλλο, που είχε παρκάρει νόμιμα. Βγήκα από το αμάξι, αλλά ούτε σκέψη, για να το αφήσω. Απλά, στάθηκα δίπλα του..
«Σε πόση ώρα περίπου λες να φτάσετε;»
«έχουμε κολλήσει στην κίνηση. Ίσως σε κάνα 20λεπτο», ήρθε η απάντηση..
Στην είσοδο των ΚΤΕΛ, ένας πιτσιρικάς αστυφύλακας, με τη σφυρίχτρα του σε πλήρη δράση, έτρεχε πάνω, κάτω, διώχνοντας τον ένα παπάρα ελληναρά μετά τον άλλο, που ήθελε ντε και καλά, να αφήσει το αμάξι του «για πέντε λεπτά μωρέ!», σχεδόν μπροστά στην είσοδο!
Ο Μπατσούλης, με χαρακτηριστική υπομονή και επαγγελματισμό, που δεν τον ανέμενες από άτομο τόσο νεαρής ηλικίας, εξηγούσε ξανά κα ξανά, πως «αυτό που ζητάτε, δε γίνεται», αντιμετωπίζοντας τον ένα μετά τον άλλο οδηγό και την στα όρια του προσβλητικού, συμπεριφορά του.
Μία κάποια ντροπή, άρχισε αν με τσιγκλάει..
Ντροπή για το βλαμμένο πλήθος, του οποίου, είτε μου αρέσει, είτε όχι, είμαι και εγώ μέρος του..
Ντροπή για το νέο παιδί, που καταπίνει συνεχείς προσβολές, προσπαθώντας να εξηγήσει αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα!
Τέλος, μία κάποια ντροπή και ενοχή, για το δικό μου αυτοκίνητο, το οποίο, αν και ήταν αρκετά πιο πέρα, ήταν και αυτό διπλοπαρκάρισμένο, άσχετα αν ο ιδιοκτήτης του στέκονταν, σχεδόν δίπλα του, για να αναλάβει άμεσα δράση, αν χρειαστεί..
Στεκόμουν εκεί και παρακολουθούσα το τσίρκο, των «έλαμωρεπεντελεπτάκηδων», να πηγαινοέρχεται και τις επαναλαμβανόμενες εξηγήσεις και νουθεσίες που έδινε ο πιτσιρικάς αστυφύλακας, ο οποίος ήταν εμφανώς καταπονημένος. Ποιος ξέρει από τι ώρα είναι εκεί. «Χαρά στην υπομονή του», σκέφτηκα..
Μέχρι εκείνη τη στιγμή!..
Για μία στιγμή, που ο νεαρός αστυφύλακας, έδιωξε άλλο ένα αμάξι που πήγε να χωθεί, γύρισε και με κοίταξε!..
Με κοίταξε με ένα χαρακτηριστικά κουρασμένο βλέμμα, που δε συμβάδιζε με το νεαρό της ηλικίας του και ξεστόμισε μία φράση!..
«Φίλε, η Ελλάδα είναι η χώρα της πατέντας!», είπε και γύρισε πάλι για να διώξει άλλο ένα αμάξι..
Μία τεράστια αλήθεια, για μία χώρα και μια κοινωνία που έχει μάθει να ζει και να λειτουργεί, στο «περίπου»..
Μία χώρα, στην οποία ο νόμιμος είναι αυτός που τρώει τη μεγαλύτερη ταλαιπωρία.
Μία χώρα που προηγούνται και κερδίζουν αυτοί που πάνε από την παράνομη στροφή, που περνάν με κόκκινο, που παρκάρουν παράνομα, με αποτέλεσμα αυτοί που ακολουθούν τη νόμιμη οδό, να θεωρούνται (και να είναι!) εκ του αποτελέσματος, μαλάκες!
Εκείνος ο πιστιρικάς μπατσούλης, έχει από τώρα καταλάβει που ζει!
Τελικά δεν τον λυπάμαι. Μικρός είναι και αντέχει λίγη ταλαιπώρια. Άλλωστε, απ’ότι φαίνεται, έχει καταλάβει τη γίνεται στην κοινωνία που ζει..
Θα πάει μπροστά αυτός..