Από την Ισμήνη Χαρίλα
«(…) Εκατοντάδες. Έρχονται, τα παρατάνε, συνεχίζουν και όλοι, απ’ τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, ονειρεύονται λίγη γη, ένα χωραφάκι. Κι ούτε ένας, διάολε, ουτ’ ένας δεν την αποκτά. Είναι σαν τον παράδεισο. (…) Κανένας δεν πάει ποτέ στον παράδεισο και κανείς δεν αποκτά τη δική του γη».
Το όνειρο για μια καλύτερη ζωή και η ελπίδα για ένα ανέφελο μέλλον ενώνουν την πορεία δυο ανδρών που τριγυρίζουν στην αμερικανική επαρχία του μεσοπολέμου, αναζητώντας εργασία και αποτελούν τους βασικούς πρωταγωνιστές στη νουβέλα «Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζων Στάϊνμπεκ που πρωτοεκδόθηκε το 1937 και κυκλοφορεί στα ελληνικά και από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.
Οι δυο αυτές μορφές παρόλο που είναι σωματικά και πνευματικά ανόμοιες, ενώνονται με τον δεσμό μιας ισχυρής φιλίας. Ο Τζωρτζ είναι «μικρόσωμος και σβέλτος και με ανήσυχα μάτια», ενώ ο Λένι «τεράστιος, με άμορφο πρόσωπο». Ο πρώτος αντιπροσωπεύει τη φωνή της λογικής, λαμβάνει τις αποφάσεις και έχει την ικανότητα της ορθής κρίσης και του συναισθηματικού ελέγχου. Σε αντιδιαστολή ο δεύτερος είναι ένα παιδί εγκλωβισμένο στο ογκώδες σώμα ενός ενήλικα. Διαθέτει τεράστια αποθέματα αγάπης, αλλά η νοητική του αδυναμία τον μπλέκει διαρκώς σε περιπέτειες, διότι η επιθυμία του για τρυφερότητα τρομάζει τους αποδέκτες της και ο φόβος τους προκαλεί τις δικές του σπασμωδικές αν και όχι κακόβουλες αντιδράσεις.
Ο Τζωρτζ είναι επομένως εκείνος που φροντίζει τον Λένι και επιλέγει να παραμένει κοντά του, παρόλο που αναγκάζεται διαρκώς να αντιμετωπίζει τις συνέπειες των λαθών του. Ο κοινός τους μακροπρόθεσμος σκοπός είναι η συγκέντρωση του απαιτούμενου ποσού για την αγορά του δικού τους αγροκτήματος και η ήρεμη καθημερινότητα. Η υλοποίηση του στόχου τους δεν είναι διόλου εύκολη, αλλά η συνάντησή τους με έναν ηλικιωμένο καθαριστή, κατά τη νέα τους πρόσληψη σ’ ένα αγρόκτημα, αναπτερώνει τις ελπίδες τους και τους φέρνει πολύ κοντά στην επίτευξή του, ως τη στιγμή όμως που ο Λένι υποκύπτει στο κάλεσμα του πειρασμού.
Σταδιακά οι ήρωες καθοδηγούνται από τα πάθη και τα λάθη τους σε καταστάσεις που επιζητούν αναγκαστικά την κάθαρση και τη λύτρωση και οι θύτες μεταλλάσσονται αυτοστιγμεί σε θύματα και αντιστρόφως, καθώς ο δρόμος προς τον παράδεισο ανοίγει τις πύλες της κολάσεως σε εκείνους που παρασύρονται από τη ματαιότητα της επίπλαστης πραγματικότητας.
Η τραγικότητα της κατάληξης αποτυπώνεται μέσω ενός συγκεκριμένου αφηγηματικού ρυθμού που δημιουργεί την εντύπωση μιας φυσικής πραγματικότητας και προσδίδεται στο κείμενο με την επιλογή της τριτοπρόσωπης γραφής, ενώ η πτώση της αυλαίας προοικονομείται από τη δολοφονία του γέρικου σκυλιού που είναι ο αιώνιος σύντροφος του ηλικιωμένου καθαριστή.
Ο Νομπελίστας συγγραφέας, δημιουργεί ένα έργο που έχει συμπεριληφθεί στα σημαντικότερα λογοτεχνήματα του εικοστού αιώνα, βασιζόμενος στα προσωπικά βιωματικά του κριτήρια από τη ζωή στα αγροκτήματα και αναπαριστά τους χώρους και τα πρόσωπα των εργατών δίχως περιττολογίες και υπερβολές, αναδεικνύοντας ουσιαστικά τις πτυχές της μοναχικής συνύπαρξης ανθρώπων που συμβιβάζονται με τον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης.