από την Άρια Σωκράτους.
Η σχέση μου με τους άντρες ήταν περίεργη, κάπως αλλοπρόσαλλη θα έλεγα. Η πρώτη φορά που έκανα έρωτα ήταν στα δεκαεννιά μου χρόνια. Ήμουν δευτεροετής στο κολλέγιο και σ’ένα πάρτι της αδελφότητας στην οποία ήμουν μέλος γνώρισα τον Τζέηκ, ένα εικοσιεπτάχρονο υπάλληλο σε εταιρία κινητής τηλεφωνίας. Ο Τζέηκ δεν ήταν ο τύπος του άντρα που μου άρεσε. Το αντίθετο θα έλεγα. Ήταν ψηλός, ξανθός με πράσινα μάτια και λίγο άχρωμος για τα δικά μου δεδομένα. Ήταν ο μεγάλος αδελφός ενός συμφοιτητή μου. Το φλερτ του μου φάνηκε γλοιώδες, ενοχλητικό. Προσπαθούσα διακαώς να τον αποφύγω. Στην αρχή της γνωριμίας μας κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Μετά όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τον έβλεπα να εμφανίζεται συνεχώς μπροστά μου. Στην καφετέρια, στο πανεπιστήμιο, ακόμα κι έξω από το σπίτι μου με την αφορμή πως τάχα έμενε κοντά ένας καλός του φίλος. Για να είμαι ειλικρινής με κολάκευσε πολύ το ενδιαφέρον του. Μέχρι τότε κανένας από τους συνομήλικους μου δεν με διεκδίκησε με τόση επιμονή και τόσο πάθος. Όμως, για να είμαι ακόμα πιο ειλικρινής, ποτέ δεν μου άρεσαν οι συνομήλικοι μου. Τους θεωρούσα ανώριμους, χαζά παιδιά που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα με οριζοντίωναν σ’ένα κρεβάτι και το βράδυ θα περιέγραφαν στους φίλους τους με κάθε λεπτομέρεια όλες τις ερωτογενείς μου ζώνες.
Ο Τζέηκ φαινόταν πολύ διαφορετικός, έμπειρος και χορτασμένος από γυναίκες. Την πρώτη φορά δέχτηκα να μπω στο αυτοκίνητο του για να με πάει στο πανεπιστήμιο, τη δεύτερη αποδέχτηκα την πρόσκληση του για καφέ και την τρίτη φορά την πρόσκληση για δείπνο στο σπίτι του. Έμενε με δύο συγκάτοικους του, τον Τζο και τον Μάρτιν, οι οποίοι εκείνο το βράδυ φρόντισαν να μας αφήσουν το πεδίο ελεύθερο. Θυμάμαι πως είχε μαγειρέψει κοτόπουλο με παρμεζάνα και τηγανητή πράσινη ντομάτα. Μπορούσα να πεθάνω για πράσινη τηγανιτή ντομάτα. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα. Το απόρθητο φρούριο είχε ήδη αρχίσει να κατεδαφίζεται. Ένας άντρας που μαγείρευε τόσο καλά κι εξεζητημένα και που γνώριζε πως ήταν η εποχή της πράσινης ντομάτας, άξιζε την προσοχή μου και με το παραπάνω.
Καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα πάνω στον δερμάτινο μαύρο καναπέ που υπήρχε στο δωμάτιο του. Προσπαθώ να ανακαλέσω τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες εκείνης της συνεύρεσης αλλά η μνήμη μου αρνείται να με βοηθήσει. Ίσως επειδή ο οξύς πόνος που ένιωσα να μου διαπερνά τα σωθικά είχε σβήσει κάθε γαργαλιστική και ίσως ευχάριστη λεπτομέρεια. Το μόνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι πως εκείνος ήταν πολύ γλυκός και τρυφερός μαζί μου, τόσο πολύ που με κρατούσε σφιχτά και με τα δυο του χέρια στην άκρη του καναπέ και μου φιλούσε τα μαλλιά.
Με ανησυχούσε κάτι ακόμα. Η πρώτη μου φορά δεν είχε αφήσει κανένα σημάδι, κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι μήπως γεννήθηκα χωρίς παρθενικό υμένα. Ποτέ δεν το συζήτησα με κανένα παρά μόνο με την Λώρα, την καλύτερη μου φίλη, η οποία γέλασε τόσο τρανταχτά όταν της εξέφρασα την απορία η οποία με βασάνιζε, που έπεσε κάτω από την κουνιστή πολυθρόνα της μαμάς μου.
Δέθηκα πολύ μαζί του. Τόσο που ένιωθα πως με κατέκλυζε ένα επίμονο στερητικό σύνδρομο τις ώρες που ήμασταν χώρια. Πολλές φορές προσπάθησα να σκεφτώ τι ήταν αυτό που με κρατούσε άρρηκτα δεμένη μαζί του και προσπαθούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου και τη ζωή μου πριν τον γνωρίσω, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να απεμπλακώ από τη γοητεία του.
Αδυνατούσα να συνειδητοποιήσω πως κατέληξα τρελά ερωτευμένη με κάποιον ο οποίος αρχικά μου ήταν παγερά αδιάφορος. Και πως ενώ στην αρχή ήταν τρελός από έρωτα για μένα, τώρα είχε μετατραπεί σε ένα αδιάφορο άντρα που εξαφανιζόταν με δικαιολογίες που στα αυτιά μου φάνταζαν τουλάχιστον γελοίες. Προσπαθούσε το μυαλό μου να συλλάβει πότε πρόλαβαν να αντιστραφούν οι όροι αλλά ένα συγκεχυμένο συνονθύλευμα σκέψεων μου θόλωνε τη μνήμη.
Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή ήταν τον εαυτό μου να στέλνει απελπισμένα μηνύματα σε εκείνον και να εκλιπαρεί για μια συνάντηση. Εγώ με την παροιμιώδη μου περηφάνια να παρακαλώ κάποιον άντρα ο οποίος στην αρχή μου ήταν αδιάφορος για μερικά ψήγματα προσοχής.
Το έλεγε σε κάποιο τόμο στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ο αγαπημένος μου Προυστ πως θα έπρεπε να διαλέξει κανείς ή να πάψει να υποφέρει ή να πάψει να αγαπά. Γιατί όπως στην αρχή τον διαμορφώνει η επιθυμία, ο έρωτας δεν συντηρείται αργότερα παρά μόνο από την οδυνηρή ανησυχία. Ο έρωτας στην οδυνηρή ανησυχία όπως και στην ευτυχισμένη επιθυμία είναι η απαίτηση ενός όλου, το οποίο δεν γεννιέται, δεν επιζεί παρά μόνο όταν παραμένει ένα κομμάτι να κατακτηθεί. Αγαπάμε μόνο ό,τι δεν κατέχουμε ολόκληρο. Κι εγώ τον Τζέηκ δεν τον είχα ολόκληρο. Για την ακρίβεια δεν είχα ούτε μισό κομμάτι από εκείνον αλλά εκείνη την εποχή ήμουν πολύ πεισματάρα και πολύ εμμονική μαζί του για να το παραδεχτώ.
Με έπαιζε σαν το μπαλάκι του γκολφ κι εγώ είχα αρπάξει με ευγνωμοσύνη τα ψίχουλα που μου πέταξε ως την υπέρτατη κίνηση ελεημοσύνης.
Μέχρι που μια μέρα αποφάσισα να κάνω το μεγάλο βήμα. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, ηλιόλουστη με αποπνικτική ζέστη. Είχε ήδη μπει ο Σεπτέμβριος. Μάζεψα όλα τα πράγματα μου από το μικρό διαμέρισμα που μοιραζόμουν με την φίλη μου τη Μέγκαν, της άφησα ένα απολογητικό γράμμα μαζί με 1400 δολάρια για το μερίδιο μου στο νοίκι τους επόμενους δύο μήνες και κατευθύνθηκα στο αεροδρόμιο της Wilmington με προορισμό τη Νέα Υόρκη.
Μετά από εκείνον οι εραστές μου δεν είχαν πρόσωπο. Όλοι τους μου ήταν παντελώς αδιάφοροι και τους χρησιμοποιούσα μόνο για να καλύψω τα κενά της ανασφάλειας που μου είχε δημιουργήσει ο Τζέηκ. Ομολογουμένως τα κατάφερνα εξαιρετικά καλά. Με είχαν όλοι τους ερωτευτεί και με μαθηματική ακρίβεια ήταν πανέτοιμοι να υλοποιήσουν οποιοδήποτε καπρίτσιο μου.
Στον κάθε ένα από αυτούς αναζητούσα εκείνον. Το χαμόγελό του, το σπινθηροβόλο βλέμμα του, τους χυδαίους μα και τόσο ερεθιστικούς υπαινιγμούς του, το ανελέητο παιχνίδι έρωτα και υποταγής. Όταν μοιραία δεν έβρισκα σε κάποιον από τους επίδοξους συντρόφους μου κανένα από τα στοιχεία του Τζέηκ που διακαώς αναζητούσα, εξοργιζόμουν, γινόμουν ανάλγητη, σκληρή και μια ωραία μέρα ξαφνικά τους παρατούσα χωρίς ποτέ να δώσω καμία εξήγηση. Ανέκαθεν έβρισκα τις εξηγήσεις δυστοπικές και άνευ ουσίας. Δεν όφειλα σε κανένα καμία εξήγηση παρά μόνο στον εαυτό μου και μερικές φορές ούτε και σε εκείνον.
«Ποτέ μην ζητάς συγγνώμη και μην δίνεις εξηγήσεις. Είναι σημάδι αδυναμίας.», μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή και η μητέρα μου τον κεραυνοβολούσε με δολοφονικά βλέμματα.
Όση παράφορη αδυναμία κι αν έτρεφα στον πατέρα μου, η μάνα μου ήταν ανέκαθεν ο φάρος της ζωής μου, το σταθερό σημείο αναφοράς μου.
Όταν εκείνη έχασε τη ζωή της με τον χειρότερο τρόπο, δηλαδή αυτοκτόνησε, ένιωσα να εκμηδενίζεται όλος ο κόσμος μου. Τίποτα και κανένας δεν είχε πια καμία σημασία. Ο πατέρας μου προσπάθησε μάταια να καλύψει το δυσαναπλήρωτο κενό της. Ήταν τόσο μάταιο. Ήμουν θυμωμένη μαζί του, εξοργισμένη και παράλληλα εξαρτημένη από την παρουσία του που τόσο απροκάλυπτα είχε στερήσει από εκείνη καθόλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής. Είμαι σίγουρη πως δεν την αγάπησε ποτέ και δεν τον συγχώρεσα γι’αυτό. Από μικρή τον θυμάμαι να την κοιτάζει επιτιμητικά, να διακόπτει τη ροή του λόγου της με ένα ανεπαίσθητο βλέμμα και να αντλεί απίστευτη ικανοποίηση από την καταρράκωση του ηθικού της και το υποχωρητικό της βλέμμα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί συναινούσε στην αποτρόπαια αυτή συμπεριφορά με την σιωπηλή της αποδοχή. Το χαμόγελο της ξεκινούσε πάντα από ένα μορφασμό πόνου. Τα μάτια της έκρυβαν μια βαθιά μελαγχολία, την οποία προσπαθούσε να κρύψει όταν έτρεχα στην αγκαλιά της. Όταν έφυγε από κοντά μου, τα χρώματα της ζωής μου ατόνησαν, ο ήλιος δεν μου φάνηκε ποτέ ξανά λαμπερός. Εγώ και ο πατέρας μου ήμασταν δύο ξένοι που απλώς έτυχε να συμβιώνουν στο ίδιο σπίτι. Η άλλοτε μεγάλη μου αγάπη για εκείνον είχε κάνει μια επιδεικτική στροφή στην αντίθετη κατεύθυνση. Μπροστά μου δεν είχα πια τον άνθρωπο που λάτρεψα όσο τίποτα στον κόσμο αλλά εκείνον που σκότωσε ό,τι καλύτερο κουβαλούσα μέσα στη ψυχή μου. Οι κουβέντες που ανταλλάζαμε μεταξύ μας ήταν οι απολύτως απαραίτητες. ‘Εφυγα για τη Νέα Υόρκη αμέσως μετά το θάνατό της αφήνοντας πίσω μου ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του, οι οποίοι ποτέ δεν έκλεισαν. Έχουν περάσει ήδη δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Γιατί όμως κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα αυτά; Στο κινητό μου χτυπά επίμονα ο ήχος της υπενθύμισης. Μα πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Σε μια ώρα είχα ραντεβού με τον Τζέημς Γουέπερ, τον ανερχόμενο γκόθικ συγγραφέα που ανέλαβα να προωθήσω στον οίκο τον οποίο εργάζομαι. Έπρεπε να βιαστώ να φύγω από το σπίτι. Το γραφείο μου βρισκόταν στην άλλη άκρη του Μανχάταν και αν ήθελα να προλάβω και να μην πέσω σε κίνηση, θα έπρεπε να είχα ήδη φύγει. Σήμερα θα τον γνώριζα για πρώτη φορά από κοντά και δεν θα μου άρεσε καθόλου να σχημάτιζε αρνητική εικόνα για την ατζέντη του.
Σηκώθηκα βιαστική και δεν πρόσεξα ότι είχα ρίξει τη Λώρα κάτω από τον καναπέ. Το επίμονο νιαούρισμα της μου το θύμισε αλλά δεν είχα καθόλου χρόνο για να ασχοληθώ με τα πληγωμένα αισθήματα της κακομαθημένης γάτας μου. Έκανα γρήγορα ένα μπάνιο και φόρεσα το αυστηρό μαύρο μου ταγιέρ με τις ψηλοτάκουνες γόβες. Θα έπαιρνα ταξί και έτσι δεν θα αναγκαζόμουν να φορέσω τα άχαρα αθλητικά μου παπούτσια και να κουβαλήσω τις γόβες μου σε μια πλαστική τσάντα όπως έκανε κάθε Νεουρκέζα που σέβεται τον εαυτό της.
Πήρα τηλέφωνο στο γραφείο και τους είπα πως σε λίγη ώρα θα βρισκόμουν εκεί. Το τηλέφωνο μου ξεκίνησε να χτυπάει ξανά. Ο τηλεφωνικός αριθμός του πατέρα μου προέβαλε με αυθάδεια στην οθόνη. Αγνόησα την επίμονη κλήση και κατευθύνθηκα με γρήγορο βήμα προς την πόρτα. Οι Ερινύες δεν είχαν πλέον θέση στη ζωή μου τη δεδομένη χρονική στιγμή.