Από την Ισμήνη Χαρίλα
Πριν από περίπου έναν χρόνο η ανακοίνωση της κλωνοποίησης δυο πρωτευόντων θηλαστικών από την Κινεζική Ακαδημία Επιστημών έθεσε εκ νέου το ερώτημα για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η εφαρμογή της συγκεκριμένης διαδικασίας στο ανθρώπινο είδος.
Ο ίδιος προβληματισμός τίθεται και στο δυστοπικό μυθιστόρημα «Μη μ’ αφήσεις ποτέ» του Νομπελίστα λογοτέχνη Καζούο Ισιγκούρο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση της Αργυρούς Μαντόγλου.
Στο εν λόγω πόνημα ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία τριών παιδιών, της Κάθι, της Ρουθ και του Τόμι, που μεγαλώνουν αρχικά σ’ ένα απομονωμένο ίδρυμα της αγγλικής υπαίθρου και στη συνέχεια μεταφέρονται σε άλλους επιλεγμένους χώρους από εκείνους που έχουν την ευθύνη της επίβλεψής τους. Το κεντρικό πρόσωπο λοιπόν του κειμένου είναι η Κάθι, η οποία αναλαμβάνει τον ρόλο της αφηγήτριας και εξιστορεί τα βασικά σημεία που όρισαν την ανάπτυξη της ίδιας και των συντρόφων της.
Η ύπαρξη αυτών των παιδιών ευαρεστεί και ταυτόχρονα τρομοκρατεί τον περίγυρό τους. Οι άνθρωποι «δεν τους μισούν, ούτε και εύχονται το κακό τους, αλλά τρέμουν στη σκέψη τους και μόνο – τρέμουν για τον τρόπο που ήρθαν στον κόσμο αλλά και για τον λόγο – και τρέμουν στην ιδέα πως το χέρι τους θα πιάσει το δικό τους».
Αβίαστα και μεθοδικά, ο Ισιγκούρο σχηματίζει ένα ψηφιδωτό, όπου η αναφορά σε λεπτομέρειες της καθημερινότητας των πρωταγωνιστών αποτυπώνει στο έπακρο τη βαρύτητα του ρόλου που τους έχει ανατεθεί, ενώ η ασημαντότητα ποικίλων εικόνων σταθμίζει τη σπουδαιότητα των βιωμάτων τους.
Άτομα που δίχως φυσικά να ερωτηθούν, δημιουργήθηκαν και μεγάλωσαν με μια καθορισμένη αποστολή που τους στερεί την ελευθερία βούλησης και τους περιορίζει σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό μιας κοινωνίας που είναι έτοιμη να τους απορρίψει, παρόλο που βασίζεται σ’ εκείνους για την επιβίωσή της.
Το έργο προκαλεί τον αναγνώστη να απαντήσει σε περίπλοκα ερωτήματα και ιδίως σε ηθικά διλήμματα που προκύπτουν από τις πράξεις της ίδιας της ανθρωπότητας και κυρίως του επιστημονικού χώρου. Πώς διαχωρίζεται το σωστό και το λάθος στον τομέα της επιστήμης και της προόδου; Εάν η πρώτη βασίζεται στη λογική και την έρευνα, που οδηγεί στην τεκμηρίωση των υποθέσεων, έχει τελικά το δικαίωμα να αντιστέκεται στο συναίσθημα;
Η Κάθι, η Ρούθ και ο Τόμι με τη στάση τους καταθέτουν τη δική τους οπτική και μολονότι παρατηρείται μια συγκρατημένη συναισθηματική προσέγγιση, εντούτοις υπάρχει η αίσθηση μιας ολοκληρωμένης παλέτας ψυχικών αποχρώσεων.
Η δε επεξήγηση του τίτλου του αφηγήματος, η οποία είναι διαφορετική για την Κάθι και τη Μαντάμ – που είναι μια από τους εκπροσώπους του ιδρύματος – συνοψίζει την αντίθεση ανάμεσα σε μια ουτοπική ευχή και τη δυστοπική πραγματικότητα.
Θέλω – πρέπει – μπορώ – εγώ – οι άλλοι – χρέος – επιθυμία. Πόσο εύκολο είναι για κάποιον να επιλέξει και ποιο είναι το μερίδιο ευθύνης του, όταν συναινεί ή αντιτίθεται σε βήματα που μεταλλάσσουν τη μορφή του κόσμου; Τι συμβαίνει όταν αντικρούεται η ηθική που θα οδηγήσει στη στασιμότητα με την πρόοδο που όμως ενδέχεται να φέρει επιλήψιμα ψήγματα; Οι απαντήσεις σαφώς απαιτούν σχολαστική και διευρυμένη σκέψη αφού η νοητή γραμμή ανάμεσα στο ορθό και το σφάλμα δεν διαχωρίζεται ουσιαστικά στη θεωρία, αλλά στην πράξη που μορφοποιεί το αποτέλεσμα.