από τη Χριστίνα Καπράλου.
Εκεί στα βάθη της Ανατολής η Ζαφείρα ξαπλωμένη στις χρυσοκέντητες μαξιλάρες στον οντά της πέρναγε τις μέρες της και τις νύχτες της μετρώντας τις χάντρες από το κολιέ της.
Το κολιέ δώρο του κύρη και αφέντη της τη μέρα που την έκανε γυναίκα του και πρώτη κυρία του χαρεμιού του.
Χάντρες γυαλιστερές, φανταχτερές, πολύτιμες για τους πολλούς – χαντρες μουντές και άχρωμες για εκείνη που της θύμιζαν τους πόνους της, τα ντέρτια της και τους καημούς της.
Κάθε φορά που ο αφέντης πήγαινε σε άλλον οντά να ταξιδέψει και σε άλλη αγκαλιά να αποκοιμηθεί, έλεγε στη Ζαφείρα: «Μέτρα τις χάντρες απο το κολιέ σου και πριν προλάβεις να τελειώσεις το μέτρημα θα έχω γυρίσει».
Και έτσι οι χάντρες του κολιέ απο πολύτιμες πέτρες μεταμορφώθηκαν σε συναισθήματα…
Μια για την ζήλια… Μια για την απόρριψη… Μια για την εγκατάλειψη… Μια για τη μοναξιά… Μια για τον φόβο… Και πολλές φτιαγμένες από δάκρυα που δεν προλάβαιναν να στεγνώσουν και κυλούσαν στο χρυσό κορδόνι του κολιέ και γινόντουσαν χάντρες του και αυτές… Και το κολιέ μεγάλωνε, μεγάλωνε και όλο μεγάλωνε και τυλιγόταν γύρω από τον λαιμό της και την έπνιγε και όλο την έπνιγε μαζί με τον κόμπο που ένιωθε μόνιμα στον λαιμό, που δεν την άφηνε να ανασάνει.
Εκείνες τις δύσκολες ώρες της ασφυξίας της η Ζαφείρα έτρεχε στο παράθυρο να πάρει βαθειά ανάσα, κόλαγε τη μουρίτσα της πάνω στο χνωτισμένο τζάμι, γινόταν ένα με τη βαριά κουρτίνα που της εκρυβε τον ήλιο και το φεγγάρι.
Όλα ηταν βαριά σε αυτό το δωμάτιο, βαριές οι κουρτίνες, βαριά τα χαλιά, βαριά τα λιγοστά έπλιπλα, βαρύ το κολιέ στον λαιμό της, βαρια η ψυχή της, βαρια η διαθεσή της και το κορμί της γινόταν κάθε μέρα και πιο βαρύ. Η σμιλευτη της μέση όλο και χόντραινε και τα καλοσχηματισμένα της στήθη έχαναν και αυτά την περηφάνια τους όπως και εκείνη.
Εκείνο το βράδυ – ένα ακόμη βράδυ αιχμαλωσίας, το φεγγάρι καρφωμένο σε εναν ξάστερο ουρανο έριχνε τις ακτίνες του ασημένιες σερπαντίνες πάνω στις κουρτινες του οντά… Το κολιέ είχε πια μεγαλώσει πολύ, γιατι πλάι στις πολύτιμες πέτρες είχαν πάρει θέση και τόσα μα τόσα πολλά δάκρυα γυαλιστερά και αυτά. Βαριά η ψυχούλα της Ζαφείρας απο τον πόνο της εγκατάλειψης, πάλι μόνη της θα αποκοιμιόταν, βαρύ και το κολιε στον λαιμό της, πόναγαν όλες αυτές οι χάντρες που είχαν όνομα, η κάθε μια το δικό της.
Κίτρινη για τη ζήλια, μωβ για την απόρριψη, πράσινη για την εγκατάλειψη, κόκκινη για τη μοναξιά, θαλασσιά για τον φόβο, Γιασμίν εκείνη από το πρώτο δάκρυ, Ανούκ για το δεύτερο, Αϊσέ για το τρίτο, Λεϊλά για το τέταρτο…
Είχε χάσει πια τον λογαριασμό η Ζαφείρα, ξέχναγε ονόματα, μπέρδευε ονόματα γυναικών με ονόματα συναισθημάτων και πνιγόταν και φοβόταν και πονούσε και καρτερούσε τη μέρα που θα κοβόταν το χρυσό κορδόνι του κολιέ και οι χάντρες θα χάνονταν και το βάρος από τον λαιμό της θα έφευγε και αυτό.
Μάταια εκανε προσπάθειες να κόψει με τα χέρια της το κορδόνι του κολιέ: «Όχι, δεν είσαι συντροφιά μου», έλεγε και ξανάελεγε… «δεν θέλω να μετρώ και να απαριθμώ, δεν θέλω να ονοματιζω χάντρες, δεν θέλω να περιμένω… Αλήθεια, τι περιμένω;»
Αυτή και το κολιέ της εκεί στο παραθύρι του οντά κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού… Εκεί πίσω απο την κουρτίνα τυλιγμένη σε μια ασημένια σερπαντίνα το πήρε αποφαση… Θα το κόψω το κολιέ, θα πετάξω τις χάντρες του πίσω μου και εγώ θα τραβήξω μπροστά. Θα κρατήσω μόνο τέσσερις χάντρες του και θα τις βάλω σε τέσσερα μικρά κουτάκια, που θα κρύψω καλά για να τα βρούν μόνο αυτοί που τα αξίζουν.
Η λαβή απο τον μικρό σουγιά που είχε κρυμμένο στον κόρφο της έλαμψε στη νύχτα… Τούτο δω δεν ήταν έγκλημα, ήταν κίνηση σωτηρίας και απόφαση ζωής.
ΤΣΑΚ! Το χρυσο κορδόνι κοπηκε στα δυο, η Γιασμίν, η Λεϊλά, η Ανούκ και η Αϊσέ ήταν οι πρώτες που κυλήθηκαν στο πάτωμα… «Ουστ!» είπε η Ζαφείρα… «μπρός, τραβάτε εκει που σας αξίζει» και τις κλώτσησε και εκείνες έσπασαν.
Την κίτρινη της ζήλιας τη φυτεψε σε μια γλάστρα και αυτή μαράθηκε, τη μωβ της απόρριψης τη θρυμμάτισε με το τακούνι της, την πράσινη της εγκατάλειψης την έριξε στη λεκάνη της τουαλέτας, την κόκκινη της μοναξιάς την έβαλε στην τσέπη της, αυτή δεν την πονούσε τόσο, θα σκεφτόταν τι θα την κάνει, τη θαλασιά του φόβου της κρέμασε ψηλά κάτω απο τον πολυέλαιο, της έριξε φως για να γίνει διάφανη και φωτεινή, γιατι όλοι μας φοβόμαστε το σκοτεινό και το άγνωστο.
Χαντρα χάντρα ξεδιάλεγε συναισθήματα, πόνους και καημούς η Ζαφείρα.
«Επ! Σε βρήκα», είπε στην πρώτη χάντρα που είχε το χρώμα της θάλασσας. «Εσύ είσαι η ΕΛΠΙΔΑ…» και την έβαλε στο πρώτο κουτάκι της.
Χαμογέλασε και ακούμπησε τα χείλη της σε μια άλλη που ειχε το χρώμα του γιασεμιού. «Εσένα σε είχα συντροφιά όλα τα χρόνια», της είπε. «Είσαι η ΥΠΟΜΟΝΗ…» Και την έβαλε στο δευτερο κουτάκι της.
«Επ επ, έλα εδώ εσύ τρελή και αλλοπαρμένη», είπε στην τρίτη που είχε το χρώμα του γλυκού κρασιού… «εσύ είσαι η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, εσύ που κράτησες ξύπνιο τον νου τα χρόνια της σκλαβιάς μου» και την έβαλε στο τρίτο κουτάκι της.
«Χα! Σε βρήκα και εσένα», είπε στην άλλη που είχε το χρώμα της μπιγκόνιας… «εσύ είσαι η ΑΓΑΠΗ που είχα τόσα χρόνια στην καρδιά για όλους και για όλα και κρατήθηκα ζωντανή. Εισαι εσύ που μου κράταγες την αγκαλιά ανοιχτή να χωρά μέσα της ακόμα και τα πάθη και τα λάθη των άλλων». Και την έβαλε στο τεταρτο κουτάκι.
Μετά θυμήθηκε εκεινη την άλλη που είχε τρυπώσει στην τσέπη της… Την κράτησε με σεβασμό στο χέρι της, τη χάιδεψε σαν κάτι αγαπημένο και της είπε: «Εσύ δεν χωράς σε κουτί παρά μόνο σε ψυχή, εσύ είσαι η ΜΟΝΑΞΙΑ απο προσωπική επιλογή και όχι απο επιβολή, εσύ είσαι που με κράτησες καθαρή και αμόλυντη τα χρόνια που πέρασαν».
Τίναξε το χέρι της στον αέρα για να σκορπιστεί η ΜΟΝΑΞΙΑ και να τρυπώσει στις ψυχές που έχουν τη δύναμη να την κρατήσουν.
Αυτά τα κουτάκια είναι τώρα δικά σου –ναι, σε σένα το λέω που διαβάζεις αυτές τις γραμμές.
Κράτα τα με σεβασμό και αγάπη και δώσε όνομα στο περιεχόμενό τους και κάντο κτήμα σου. Ασε την ψυχούλα σου ανοικτή να χωρέσει και ενα κομματάκι από εκείνη την άλλη πετρα που η ουσία της πλανιέται στον αέρα…
Καλή Ανά(σ)ταση στην ψυχούλα σου!