Από την Ισμήνη Χαρίλα

Κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στη Βενετία, ο Τζον και η Λόρα – δυο Άγγλοι πολίτες που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον θάνατο της μικρής τους κόρης από μηνιγγίτιδα – συναντούν δυο ηλικιωμένες αδελφές που αναστατώνουν την καθημερινότητά τους.

Οι γυναίκες αυτές είναι δίδυμες και η μία εξ’ αυτών, η οποία είναι τυφλή, ισχυρίζεται ότι έχει το ιδιαίτερο χάρισμα της ενόρασης και βλέπει το νεκρό κοριτσάκι κοντά στους γονείς του.

Παρόλο που η Λόρα αισθάνεται ανακούφιση από αυτήν την αποκάλυψη, ο Τζον αμφισβητεί τη γνησιότητα των λόγων των δυο αδελφών και θεωρεί ότι πρόκειται απλώς για μια απόπειρα εξαπάτησης. Αν και οι απόψεις διίστανται, το ζευγάρι αποφασίζει τελικά να συνεχίσει το ταξίδι του, δίχως να ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα. Ένα νέο απρόσμενο περιστατικό όμως ανατρέπει τα σχέδιά του και το οδηγεί σ’ ένα μέλλον εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε φανταστεί.

Αυτή είναι επομένως η πλοκή της νουβέλας «Μετά τα μεσάνυχτα» της Δάφνης Ντι Μωριέ, που εκδόθηκε το 1971 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μελάνι και σε μετάφραση της Γωγούς Αρβανίτη.

Στο πόνημα αυτό η συγγραφέας ισορροπεί ανάμεσα στη βαθμιαία κορύφωση του μυστηρίου και τη διαρκώς αυξανόμενη αγωνία για γεγονότα που ανατρέπονται και αδυνατούν να επεξηγηθούν με βάση τη λογική.

Επιπρόσθετα προχωρά και στην αντιστροφή των ρόλων και την εικόνα των βασικών προσώπων, αφού η αδυναμία και οι φόβοι της Λόρας λειτουργούν προστατευτικά για την ίδια κατευθύνοντάς τη σε ασφαλή μονοπάτια, ενώ το θάρρος και η τόλμη του Τζον τον μπλέκουν σε δυσάρεστες καταστάσεις.

Η επιλογή μικρής φόρμας αφήγησης διευκολύνει από τη μια πλευρά ταχύτερους ρυθμούς εξέλιξης των τεκταινομένων που υποβοηθούν τη δημιουργία σασπένς, αλλά από την άλλη απολήγει σ’ ένα απότομο φινάλε που αφήνει μεν ερωτηματικά τόσο ως προς τους λόγους κατάληξης όσο και στο εάν όλα οφείλονται στην τυχαιότητα ή στη συνειδητή επιλογή, αλλά εντείνει και την παράμετρο του τρόμου.

Παράλληλα η νυχτερινή περιπλάνηση των ηρώων στα στενά δρομάκια μιας ουσιαστικά υδάτινης πόλης με τα πολυάριθμα κανάλια και τις σκοτεινές και έρημες γέφυρες παραπέμπει σε μια κινηματογραφική απεικόνιση και στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι και το συγκεκριμένο έργο, όπως και άλλα της Ντι Μωριέ, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Νίκολας Ρεγκ, με πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και την Τζούλι Κρίστι.

Τριάντα τρία χρόνια λοιπόν μετά τη «Ρεβέκα» και έχοντας πλέον διπλάσια ηλικία και εμπειρία, η δημιουργός αντιμετωπίζει τα δεδομένα με την οπτική του ατόμου που προφανώς αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει πάντοτε το αίσιον τέλος και ότι η δικαιοσύνη, ακόμη και αν αποδοθεί, δεν έχει τη δύναμη ούτε να αντιστρέψει τον χρόνο, αλλά ούτε και να διορθώσει την καταστροφή που προηγήθηκε.