από τη Rosa Negra.

Κάθισε στη συνηθισμένη θέση της στο προαύλιο και άναψε τσιγάρο. Κάθε μέρα οι ίδιες κινήσεις εδώ και δύο χρόνια. Για πόσο ακόμα θα άντεχε; Δυο χρόνια και εκείνος δεν είχε έρθει ούτε μια φορά, δεν είχε απαντήσει ποτέ στα γράμματά της. τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Την είχε ξεχάσει; Δε μπορούσε να το πιστέψει. Ο άντρας που λάτρευε και που εξαιτίας του μπήκε φυλακή γιατί είχε πάρει όλα τα χρέη του πάνω της. Εκείνος που μαζί του ονειρεύτηκε μετά από πολύ καιρό, την πρόδωσε. Κι όμως τον αγαπούσε ακόμα. Θα έκανε τα πάντα για εκείνον.

«Δε μπορεί να έχω πέσει τόσο έξω» σκεφτόταν.

«Θα γυρίσει το ξέρω ότι θα γυρίσει».

Γι αυτόν υπέμενε τα πάντα. Τις προσβολές από τις άλλες κρατούμενες, τις βρισιές, τα σπρωξίματα και μερικές φορές το ξύλο. Έτσι είναι η φυλακή. Σκληρή.  Οι κλίκες κυριαρχούν, τα ναρκωτικά πηγαινοέρχονται, άνθρωποι σκοτώνονται μπροστά σου και εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι ότι δεν είδες αν θες να συνεχίσεις να είσαι ζωντανός.

Όλοι στη φυλακή την κορόιδευαν που έγραφε κάθε μέρα γράμματα, είχαν γίνει στοίβες πια, χωρίς παραλήπτη.   

Οι απειλές είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητας της. Ξεχασμένες κρατούμενοι από θεό και ανθρώπους, γυναίκες βίαιες, πονεμένες, σκληρές που δεν είχαν με τι να ασχοληθούν και έψαχναν εναγωνίως το επόμενο θύμα τους, να το κοροϊδέψουν, να γελάσουν μαζί τους και έτσι να ξορκίσουν τους δικούς τους δαίμονες. Και εκείνη τα υπέμενε όλα. «Τους δικούς μου δαίμονες πότε θα τους ξορκίσω;» σκεφτόταν και τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια της για ώρες.

Εκείνη τη μέρα έβρεχε από το πρωί. Πιστή στις συνήθειες της η Άννα βγήκε στο προαύλιο για το καθιερωμένο τσιγάρο. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε να φωνάζουν το όνομά της στο μικρόφωνο. Πήγε μέσα και είδε την αδερφή της.

Είχαν να μιλήσουν κοντά ένα χρόνο, από τότε που η Θάλεια της είπε να τον ξεχάσει οριστικά, γιατί της είχε καταστρέψει τη ζωή. Δεν της το συγχώρησε ποτέ. Η αδερφή της το ίδιο της το αίμα, αντί να καταλάβει τι περνάει πόσο διαλυμένη είναι και να τη βοηθήσει να μαζέψει τα κομμάτια της, της μιλούσε με ¨ύφος¨ και της έλεγε τι; Να ξεχάσει τον άνθρωπο που λάτρευε και που εξαιτίας του ήταν φυλακή. Καλύτερα μόνη της.

«Είσαι καλά;» της είπε η Θάλεια. «αυτά τα σημάδια τι…..», την έκοψε.

«Γιατί ήρθες Θάλεια;» της είπε και με την άκρη του ματιού της είδε δυο κρατούμενες που καθοντούσαν λίγο πιο κάτω να μιλάνε μεταξύ του και να την κοιτάνε. ¨Πάλι μπελάδες θα έχω¨ σκέφτηκε.

«έμαθα κάτι», ψέλλισε και νομίζω έχεις δικαίωμα να το ξέρεις. Για να ξέρεις για ποιο κάθαρμα χαράμισες τη ζωή σου.»

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε, ενώ η καρδιά της άρχισε ήδη να ανεβάζει παλμούς.

¨Ο Θάνος παντρεύεται¨ τα λόγια ακούστηκαν σα πυροβολισμοί στα αυτιά της. όχι δε μπορεί να είναι αλήθεια. Έφυγε τρέχοντας από το επισκεπτήριο ακούγοντας τη φωνή της αδελφής της να τη φωνάζει.

Μπήκε στο κελί της και όλη την υπόλοιπη μέρα έκλαιγε με λυγμούς. Ούτε για φαγητό δε πήγε.  ¨Ο Θάνος παντρεύεται¨, οι λέξεις τριγυρνούσαν στο κεφάλι της ξανα και ξανά μη μπορώντας να πιστέψει για ακόμα μι φορά το μέγεθος της προδοσίας από τον άντρα που για χάρη του είχε κάνει και υποστεί τα πάντα: ανασφάλεια, ειρωνεία, ντροπή, ζήλια….. για πόσο ακόμα θα άντεχε;

Κάποια στιγμή που βγήκε στο διάδρομο είδε τον εφιάλτη της να ζωντανευει για ακόμα μια φορά. Περικυκλωμένη, μόνη, φοβισμένη, άκουγε τις γυναίκες να; Λένε το όνομα της ρυθμικά και να γελάνε.

«Τι έγινε κοριτσάκι; Σε παράτησε το αμόρε σου;» 

«Τζάμπα περίμενες τόσο καιρό;»

«Χα χα χα χα κοίτα ρε μια τύπισσα που θέλει και έρωτες!»

Ένιωσε να ζαλίζεται, ένιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι. Όλα τα συναισθήματα -ξεχασμένα εδώ και καιρό – εμφανιστήκαν ξαφνικά μπροστά της κι την έπνιξαν, θυμός, απελπισία, εγωισμός, μοιρολατρία, ζήλια…..

Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε το μαχαίρι στο χέρι της. ούτε που κατάλαβε πως το μαχαίρι βρέθηκε στη πλάτη της συγκρατούμενης της, την ώρα που εκείνη έφευγε κι έλεγε  για άλλη μια φορά στη διπλανή της, «Χα χα χα χα κοίτα ρε μια τύπισσα που θέλει και έρωτες!» . Η Άννα ήταν εκτός ελέγχου. Δεν ήθελε να τη σκοτώσει ήθελε απλά να τη κάνει να σταματήσει να μιλάει δεν άντεχε να ακούει άλλο να τη φωνή της που μόνο ειρωνεία, φθόνο και κακία έβγαζε. ¨Σκάσε!!¨ της ΄φωναζε και με τις μα;χαιριές που της έδινε ένιωθε ότι επαιρνε εκδίκηση για ότι άσχημο είχε περάσει. Για το φόβο δυο χρόνια τώρα, για τις προσβολές, για τη κακία, το φθόνο, αλλά και για εκείνον που τη ξέχασε τόσο γρήγορα. Για την ντροπή, για την εξαθλίωση, για την αγάπη που από τη μια στιγμή στην άλλη μετατραπηκε σε μίσος…..

Δεκαπέντε μαχαιριές μέτρησε ο ιατροδικαστής. Όταν τη  ρώτησαν γιατί το έκανε εκείνη απάντησε: «Μιλούσε πολύ………»