από τη Χριστίνα Καπράλου.
-Έλα εδώ
-Μείνε εκει
-Όχι όχι έλα εδώ γρήγορα….
-Είπα μείνε εκεί που είσαι
- Ωχου αφήστε με πια με ζαλίσατε… εγώ θα πάω στο ….αλλού έτσι για να μάθετε να μου λέτε τα δικά σας θέλω.
- Θέριεψε και αγρίεψε η Μαρουσώ και τα μάτια της πέταγαν σπίθες και φωτιές.
- Το δικό της θέλω δεν ήταν ούτε το εδώ ούτε το εκεί ήταν το αλλού…
- Ένα θέλω αλλιώτικο έτσι ίσα να μην πηγαίνει με τα δικά τους νερά, έτσι ίσα για να μην βάλει νερό στο κρασί της.
Εδώ…. Εκεί… λοιπόν σκέφτηκε η Μαρουσώ. Εγώ, οι άλλοι και το αλλού μου…
Μαρουσώ σύνελθε πάλι αλλου είσαι της έλεγαν χρόνια τώρα. Μαρουσώ που ταξιδεύει το μυαλό σου??? Πάλι αλλού είσαι μωρέ αλλοπαρμένη της έλεγε η μάνα της.
Το εδώ, πολύ κοντά, άπλωνε το χερι και το έφτανε η Μαρουσώ.. το εκεί το πλησίαζε με μια δρασκελιά. Όχι δεν την αφορούσαν οι κοντινές αποστάσεις. Κρατήστε τα αυτά δικά σας, σας τα χαρίζω έλεγε και ξανάλεγε με σφιγμένα δόντια η Μαρουσώ.
Και ταξίδευε όλο ταξίδευε στην χώρα της την μαγική στην χώρα του αλλού της.
Έκλεινε τα μάτια της όταν το φεγγαρόφωτο έμπαινε σαν κλέφτης στο δωμάτιο και ταξίδευε, όλο ταξίδευε η Μαρουσώ.
Μαγικά παλάτια στο μυαλό της με θησαυρούς αμύθητους. Μαγικά παλάτια με αξίες και αρχές και ρόδα και μύρο και βασιλικό και δυόσμο και ανθούς και αγάπη και πάθος και έρωτα.
Έκλεινε τα μάτια η Μαρούσι και ταξίδευε στο άγνωστο παρέα με ξωτικά και νεράιδες.
Ταξίδια στο κοντινό εδώ των άλλων…. στο ψεύτικο εκεί των πολλών … και στο δικό της κατά δικό της ολόδικό της αλλού.
Απόψε το φεγγάρι μια μπάλα από ασήμι η Μαρουσώ το κοίταζε από την ανοιχτή κουρτίνα και….. Το σκοτάδι του δωμάτιου έγινε φώς και η νύχτα έγινε γλυκό ξημέρωμα και το φεγγάρι εκεί, ακόμη εκεί, μια μπάλα από ασήμι. Επιτέλους το αλλού της έγινε οικείο και κοντινό…. Επιτέλους το αλλού της απέκτησε χρώμα, σχήμα, ήχο, γεύση και αφή.
Έλυσε τα μαλλιά της η Μαρουσώ εκεί μπροστά στην ανοιχτή κουρτίνα, οι μακριές μπούκλες της τρελές και ανένταχτες σαν κι εκείνη έπνιξαν τους ώμους, την πλάτη και το στήθος της. Μια μπούκλα, η πιο σκουρόχρωμη και η πιο τρελή από όλες τις αδερφάδες της ήρθε και έπεσε μπροστά στο κούτελό της έκλεισε το αριστερό μάτι και σαν μύγα ενοχλητική κουνιόταν πότε από εδώ πότε από εκεί.
Η Μαρουσώ εκνευρισμένη με την ατίθαση μπουκλα της είπε με φωνή τσιριχτή «εεεεε φύγε από εδώ» και με την άκρη των δαχτύλων της την παραμέρισε…
Η σκουρόχρωμη τρελή μπούκλα χοροπήδησε πάλι μπρός στο αριστερό της μάτι….
«Εεεε πήγαινε από εκεί» είπε εκνευρισμένη η Μαρουσώ, γιατί ήθελε να βλέπει την ασημένια μπάλα του φεγγαριού ολόκληρη.
Κοίταγε μαγεμένη η Μαρουσώ το φεγγάρι ώρες ολόκληρες και η τρελή και ανένταχτη μπούκλα της πότε εδώ, πότε εκεί και πάντα αλλού… ασυμβίβαστη με το εδώ και το εκεί της Μαρουσώς είχε δικό της Θεό, είχε την δική της τοποθεσία…. Ένα αλλού σαν εκείνο της αλλοπαρμένης Μαρουσώς.
«Ε κυρά…. Εγώ δεν είμαι ούτε για εδώ ούτε για εκεί, αυτές οι δύο λέξεις μακριά από μένα… Εγώ είμαι για το αλλού είμαι ίδια με σένα κυρά και μην μου θυμώνεις» είπε η μπούκλα ζαλισμένη από την βίαιη αντιμετώπιση που της έκανε η Μαρουσώ.
«Έτσι ε?» είπε η Μαρουσώ και μέσα στην τρέλα της και το πάθος της να βλέπει την ασημένια μπάλα ολόκληρη άνοιξε το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου.
Το ψαλίδι άστραψε εκεί μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο στο χέρι της Μαρουσώς έγινε απειλή και φόβος και εχθρός και δολοφόνος.
«Ούτε εδώ ούτε εκεί ε?» είπε εξαγριωμένη η Μαρουσώ και…. χράπ!
Η σκουρόχρωμη ανένταχτη μπούκλα έπεσε στο πάτωμα εκεί πάνω στο κόκκινο χαλί.
Σιωπή…. Απόλυτη σιωπή … κι ύστερα ένα πνιχτό κλάμα και ένα παράπονο…
Κυρά ε κυρά εσύ και το ψαλίδι σου… Αχ κυρά αλλοπαρμένη μου κυρά… Ούτε εδώ ούτε εκεί… Αλλού Κυρά αυτή είναι η θέση μου μακριά από τα όμοια που είναι ανόμοια τελικά…. Σε σένα μοιάζω κυρά σε σένα την αφέντρα μου… Αλλού κυρά, αλλοπαρμένη μου κυρά.
Η Μαρουσώ βγήκε με μιας από το ταξίδι της πέρα από την ανοιχτή κουρτίνα.
Κοίταξε την μπούκλα της που κλαψούριζε πάνω στο κόκκινο χαλί και ζήλεψε….
Ένα χέρι το δικό της ολόλευκο χέρι άνοιξε το παράθυρο με κινήσεις ανατολίτισσας χορεύτριας… Το φεγγάρι ήρθε πιο κοντά, ούτε τζάμι ούτε κουρτίνα. Άπλωσε το χέρι της η Μαρουσώ να το φτάσει….. τέντωσε το λιγνό της κορμί έξω από το παράθυρο και άπλωνε το χέρι όλο άπλωνε το χέρι της να φτάσει το φεγγάρι.
Η πτώση της στο χώμα ήταν αργή σαν ανάποδο πέταγμα.
Η Μαρουσώ τρύπωσε εκεί στον ασημένιο καθρέφτη που σχημάτιζε το φεγγάρι στο χώμα…. Μια μεγάλη ολοστρόγγυλη κορνίζα και η Μαρουσώ κύριο θέμα του πίνακα…. Η Μαρουσώ ούτε εδώ, ούτε εκεί πια…. Η Μαρουσώ έφτασε επιτέλους στο αλλού της στο δικό της αλλού στον τόπο του πόθου της, της επιθυμίας της, της τρέλας της.
Η Μαρουσώ με ένα χαμόγελο στα ροδαλά της χείλη κείτονταν στον δικό της πίνακα με την ολοστρόγγυλη κορνιζα….ΗΗη