Η συνάντηση με την Λέσλι ήταν κάθαρση για τη ψυχή της. Ένιωσε ξαφνικά πολύ  ανάλαφρη σαν να είχε αποτινάξει από μέσα της ασήκωτα βάρη πόνου και οδύνης. Τα μηνίγγια της έκαιγαν και τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα. Η όψη της ήταν ελεεινή και αν την έβλεπε κάποιος στο δρόμο θα νόμιζε πως ήταν καμία περιθωριακή αλλά δεν της καιγόταν καρφί. Μέγιστη σημασία γι’αυτήν  ήταν πως άρχισε επιτέλους να εκφράζεται και σιγά σιγά να απελευθερώνεται. Ό,τι δεν κατάφερε τόσα χρόνια η ψυχίατρος της με τα δύο μεταπτυχιακά, τη διδακτορική διατριβή, τις εκατοντάδες δημοσιεύσεις και την παχυλή αμοιβή, το κατόρθωσε μέσα σε μία ώρα η απλοική φίλη της μαμάς της που δεν είχε κατορθώσει να τελειώσει ούτε το λύκειο.

Τόσα χρόνια ψυχοθεραπείας, δεν είχε κλάψει ποτέ τόσο πολύ πάνω στο ντιβάνι της Σάρον. Τελευταία μάλιστα δεν έκλαιγε ποτέ, σαν να είχαν στεγνώσει πια τα μάτια της από τα δάκρυα. Δεν έκλαψε ούτε όταν έχασε το αγαπημένο της λαμπραντόρ από καρκίνο στο έντερο. Η γιατρός της είχε αρχίσει να ανησυχεί ιδιαίτερα και της αύξησε τη δόση των χαπιών. Εκείνη υπάκουε πάντα στις εντολές τις αγόγγυστα και δεν προέβαλε ποτέ καμία απολύτως αντίρρηση. Ήταν μια πειθήνια μαριονέτα που εκτελούσε μηχανικά ο,τι δήποτε της υπαγόρευαν. Ο μοναδικός τομέας της ζωής της που πήγαινε καλά και δεν την είχε προδώσει ποτέ ήταν ο επαγγελματικός. Λάτρευε τη δουλειά της και διοχέτευε εκεί όλη την ενέργεια που δεν διέθετε σε άλλους τομείς που για τη ζωή της ήταν ανύπαρκτοι.

Πολλές φορές ένιωθε μετέωρη, αναποφάσιστη, δυστυχισμένη. Γνώριζε καλά πως τίποτα το στέρεο δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε μια προσωπικότητα με χάσματα. Έτσι έβλεπε τον εαυτό της. Σαν μια προσωπικότητα γεμάτη με ρωγμές, χάσματα και ανοικτές πληγές. Άραγε θα μπορούσαν να κλείσουν ποτέ; Γέλασε πικρά. Μα τι βλακώδεις ερωτήσεις έκανε στον εαυτό της;  Αφού ήξερε καλά πως δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Απλώς κοροίδευε τον εαυτό της και ο εαυτός της εκείνη. Ήταν μια περίπτωση με ημερομηνία λήξεως.

Απέρριψε για άλλη μια φορά την κλήση του Τζέημς που την καλούσε επίμονα. Η έβδομη φορά μέσα στη μέρα που την έπαιρνε τηλέφωνο. Φαίνεται πως η απόρριψη ήταν μια λέξη άγνωστη που δεν υπήρχε καν στο λεξικό του. Ο υπέρτατος ναρκισσισμός και η ματαιοδοξία του ήταν σύννεφα που του έκρυβαν τους ορίζοντες. Έκανε μεγάλο λάθος να τον αναλάβει τελικά, έστω κι αν θεωρούνταν ο πρώτος αριθμός του λαχείου στον χώρο της συγγραφής. Μάλλον ασυγχώρητο ήταν το γεγονός πως κοιμήθηκε μαζί του μπλέκοντας σε ένα ασύνδετο κουβάρι τα επαγγελματικά με τα προσωπικά της. Η γοητεία του δεν της προκαλούσε πλέον καμία απολύτως αίσθηση. Την απωθούσαν οι άντρες που άλλοτε την σαγήνευαν και ήταν αποσπασματικοί, ευμετάβλητοι, μάλλον ασυνάρτητοι, σημαδεμένοι από ένα είδος μοιραίας γοητείας. Ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει μαζί τους χωρίς επιφυλάξεις. Λαχταρούσε να γνωρίσει τον τύπο του συντρόφου των ονείρων της από τότε που ήταν δεκαπέντε ετών, ο άντρας στον οποίο θα έβρισκε όλες τις καυτές ελπίδες να ενσαρκώνονται ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Ένας άντρας με τον οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί τα πάντα μαζί του.

Κάποτε γελούσε τρανταχτά με τον ίδιο της τον εαυτό για την μόνιμη αφέλεια της να φοράει τεράστια ροζ γυαλιά και να παρακολουθεί μέσα από αυτά τους ευσεβείς της πόθους. Γνώριζε πως όλες οι επιθυμίες της άνηκαν αυστηρά στη σφαίρα του φαντασιακού και δεν έτρεφε καθόλου ψευδαισθήσεις. Η μοίρα κάποιων ανθρώπων ήταν αυστηρά προδιαγεγραμμένη και προκαθορισμένη να μείνουν για πάντα μόνοι. Το είχε δεχτεί στωικά και είχε συνηθίσει να ζει με αυτό το δεδομένο. Άλλωστε και μόνο η σκέψη πως θα μπορούσε να έχει την ίδια τύχη της μητέρας της με τον πατέρα της ήταν κάτι περισσότερο από αρκετή για να της προκαλέσει απανωτά ηλεκτροσόκ και να την ωθεί  στο να απορρίπτει ασυζητητί κάθε πιθανότητα μόνιμης δέσμευσης.

Στα εικοσιεννέα της χρόνια, μια μόλις ανάσα πριν από τα τριάντα, δεν είχε ποτέ δημιουργήσει μια μόνιμη σχέση. Βέβαια οι φρενήρεις ρυθμοί της Νέας Υόρκης απέτρεπαν κάθε είδους ανθρώπινη επαφή, πόσω μάλλον μια ερωτική σχέση με προδιαγραφές μονιμότητας. Το είδος των σχέσεων που ευδοκιμούσαν στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ ήταν μόνο οι επιφανειακές και οι καθαρά επιδερμικές που δεν εμπεριείχαν κανενός είδους συναισθηματικής εμπλοκής.

Στην αρχή δεν την πείραζε. Είχε μάθει να ζει μέσα στην μοναξιά της. Την είχε συνηθίσει. Τις περισσότερες ώρες της μέρας της τις είχε αφιερώσει στη δουλειά της. Οι όποιες κοινωνικές επαφές είχε ήταν πάλι μέσω της δουλειά της. Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν οικείος για εκείνην. Τον γνώριζε και την γνώριζε.

Όμως τώρα δεν της ήταν αρκετός. Εδώ και καιρό άρχισε να αισθάνεται σαν ένα ξένο, άψυχο σώμα μέσα σε αυτή την πόλη. Σαν μια μαριονέτα που εκτελούσε μηχανικά τις βασικές της λειτουργίες και διεκπεραίωνε τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις με άρτιο τρόπο αλλά με παντελή έλλειψη πάθους. Τίποτα πια δεν την ικανοποιούσε. Ούτε καν η δουλειά της που άλλοτε λάτρευε και ζούσε γι’αυτήν. Την διεκπεραίωνε ανόρεχτα, επαναληπτικά και βαριεστημένα. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεφορτωθεί όλους εκείνους τους αλαζονικούς και βαρετούς διανοούμενους που είχαν την εντύπωση ότι ήταν η μετενσάρκωση του Ντοστογιέφσκι ή του Τζόυς στην χειρότερη των περιπτώσεων. Της ήταν πλέον αδύνατο και αβάσταχτο να ανέχεται τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες τους, καθώς και όλες τις πιέσεις που της ασκούσαν για τους τρόπους που θα έπρεπε να προβληθούν. Το να γράφει κάποιος ενδιαφέρουσες ιστορίες δεν προυπέθετε απαραιτήτως και καλό χαρακτήρα. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν κενόδοξοι αλαζόνες που ευελπιστούσαν να καθιερωθούν ως εστέτ μέσω της γραφής τους. Πολλές φορές σκεφτόταν πως θα ήταν πολύ χρήσιμο αν είχε γνώσεις γραφολογίας επειδή θα την γλίτωνε από πολλούς μελλοντικούς μπελάδες. Τα διαπιστευτήρια τα οποία ζητούνταν να υποβάλουν οι συγγραφείς που ευελπιστούσαν να επιλεγούν από κάποιο ατζέντη, έπρεπε να είναι γραμμένα με τον πιο ελκυστικό τρόπο που θα μπορούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του. Ο ατζέντης επέλεγε αν θα συνεργαζόταν ή όχι με κάποιον συγγραφέα ανάλογα με την πρωτοτυπία και την ποιότητα της γραφής του. Σε κανένα εγχειρίδιο όμως δεν αναγράφονταν υποδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο ο ατζέντης θα μπορούσε να αναγνωρίσει το πραγματικό ποιόν του συγγραφέα που θα επέλεγε να συνεργαστεί. Αν υπήρχε στην αγορά τέτοιο εγχειρίδιο σίγουρα εκείνη θα ήταν η πρώτη που θα είχε σπεύσει να το αγοράσει. Σίγουρα θα την γλίτωνε από πολλές δυσάρεστες και αμφιλεγόμενες συνεργασίες.

Αποφάσισε να κλείσει το κινητό της για να μην την ξανακαλέσει ο Τζέημς. Της ήταν ανυπόφορο ακόμα και να βλέπει το όνομα του πάνω στην οθόνη του κινητού της κάθε φορά που την καλούσε. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να μείνει εντελώς μόνη μαζί με τις σκέψεις της. Την ενοχλούσε ακόμα και η φωνή της τηλεόρασης.

Το κουδούνι που άρχισε να χτυπά επίμονα την έβγαλε βίαια από τις σκέψεις της. Μα ποιός ήταν δυνατόν να την επισκεφθεί τέτοια ώρα; Προς στιγμή πέρασε από το μυαλό της η σκέψη να μην ανοίξει αλλά μετά σκέφθηκε πως κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον γελοίο επειδή τα φώτα του σπιτιού ήταν όλα αναμμένα λόγω της κακής της συνήθειας να έχει την αίσθηση πως το φως ήταν ένα είδος συντροφιάς. Οποιοσδήποτε που θα περνούσε στο δρόμο έξω από το σπίτι της, θα μπορούσε να δει ευκρινώς τη φιγούρα της μέσα στο σαλόνι.

Κατευθύνθηκε συνοφρυωμένη με αργό βήμα προς την πόρτα. Δεν είχε καμία διάθεση να ξεκινήσει κανενός είδους συζήτηση με κάποια αργόσχολη και περίεργη γειτόνισα.

Όταν άνοιξε την πόρτα, ένιωσε το αίμα στις φλέβες της να παγώνει. Είχε παραμείνει ακινητοποιημένη στη θέση της να παρακολουθεί αμίλητη τον άντρα απέναντι της.

Ο πατέρας της. Πόσα χρόνια είχε να τον δει; Είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που τον είδε. Τα σημάδια του χρόνου είχαν κάνει έντονα την εμφάνιση τους στο πρόσωπο και στο σώμα του. Ο ανελέητος χρόνος που όλα τα αλλάζει στο διάβα του, άλλαξε και τον πατέρα της.

Το άλλοτε στητό, ρωμαλέο παράστημα του είχε αντικατασταθεί από ένα κυρτό και κάπως υπέρβαρο κορμί και το πρόσωπό του έμοιαζε σαν να είχε χαρακωθεί από βαθιές, κάθετες αυλακιές. Μόνο τα μάτια του είχαν παραμείνει τα ίδια. Εκείνα τα υγρά, γαλάζια μάτια που έμοιαζαν με φουρτουνιασμένο ωκεανό και ήταν ακριβώς ίδια με τα δικά της. Πόσες τρικυμίες μπορούσαν να χωρέσουν μέσα σ’ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια;

«Μπορώ να περάσω; Έμαθα πως ήρθες και δεν άντεχα να μην σε δω.»

Η φωνή του ήταν σπασμένη, γεμάτη  συγκίνηση και καταπιεσμένα συναισθήματα που πάλευαν για να μην βγουν στο φως.

Εκείνη έκανε ασυναίσθητα βήματα προς τα πίσω. Ήταν αδύνατο να μιλήσει. Η φωνή της πνιγόταν μέσα στους αλλεπάλληλους κόμπους στο λαιμό της. Ήθελε να ουρλιάξει, να κλάψει, να χτυπηθεί, να εξωτερικεύσει όλη εκείνη την οργισμένη θάλασσα της σκοτωμένης παιδικής αθωότητας, να μάθει τις απαντήσεις σε όλα τα βασανιστικά γιατί που δεν ρώτησε ποτέ.

Εκείνος την κοιτούσε με αχόρταγη προσμονή και βλέμμα γεμάτο θλίψη αλλά και με μια κρυφή ελπίδα να καραδοκεί.

Του έδειξε με τα μάτια τον πράσινο βελούδινο καναπέ. Κάθησε στην δεξιά πλευρά, στην αγαπημένη του θέση. Αλήθεια, πόσα χρόνια είχαν περάσει; Θολές φιγούρες άρχισαν να μεταπηδούν από το βάθος ενός χρόνου που παρέμενε μια μακρινή και ξένη ανάμνηση. Ο αδυσώπητος και αμείλικτος χρόνος που θερίζει πρόσωπα και καταστάσεις στο διάβα του.

Κοιτάχτηκαν για μερικά λεπτά αμήχανοι και αμίλητοι, σαν δύο ξένοι που γνωρίζονταν για πρώτη φορά. Εκείνος αποφάσισε να σπάσει πρώτος τη σιωπή του.

«Έχεις αλλάξει πολύ. Αν σε έβλεπα τυχαία στο δρόμο, δύσκολα θα σε αναγνώριζα».

«Δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Εσύ δεν μπορούσες να με αναγνωρίσεις ούτε την εποχή που ζούσες καθημερινά μαζί μου.»

Ο τόνος της φωνής της ήταν κοφτός, γεμάτος ειρωνία και υπέρμετρη πίκρα.

«Σε παρακαλώ. Δεν ήρθα εδώ για να τσακωθούμε. Ήρθα για να σε δω. Να ‘ξερες πόσο πολύ μου έχεις λείψει. Τόσα χρόνια δεν πήρες ποτέ ένα τηλέφωνο, δεν έστειλες καν ένα γράμμα. Κόντευα να τρελαθώ.»

«Κόντεψες αλλά δεν τρελάθηκες. Απεναντίας, τρελάθηκαν άλλοι στη θέση σου. Δεν βρίσκει μόνο αυτός που δεν θέλει να βρει. Εκείνος που δεν μπήκε καν στον κόπο να ψάξει. Εσύ με είχες χάσει πολύ πριν φύγω μακριά σου αλλά ούτε καν μπήκες στον κόπο να το προσέξεις. Αλήθεια, γιατί ήρθες; Πώς έμαθες ότι βρίσκομαι εδώ;»

«Δεν έπαψα στιγμή να σε σκέφτομαι. Ήθελα να έρθω να σε βρω αλλά δεν είχα καμία ένδειξη για το που βρίσκεσαι. Έβαλα διάφορους γνωστούς μου να ψάξουν αλλά δεν μπορούσαν να σε εντοπίσουν πουθενά. Σαν να μην ήθελες να σε βρουν. Γύρισες την πλάτη σε όλους και απλά εξαφανίστηκες. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ υπέφερα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν κοιμάμαι πια τα βράδια. Ο ύπνος μου είναι διαταραγμένος και γεμάτος εφιάλτες. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Η μητέρα σου να με κοιτάει αμίλητη με βλέμμα που πετάει φωτιές. Σαν να με κατηγορεί που έφυγες. Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και φοβισμένος. Προσπαθώ να ξανακοιμηθώ και εκείνη εμφανίζεται ξανά μπροστά μου.»

«Μην αναφέρεις τη μητέρα μου ποτέ ξανά. Δεν είσαι καν άξιος να προφέρεις το όνομά της. Είναι ιεροσυλία για τη μνήμη της. Νομίζεις πως θα σε συγχωρέσω ποτέ για τον τρόπο που της φέρθηκες ή μήπως περιμένεις να σε λυπηθώ για το μελόδραμα που μόλις μου αράδιασες; Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες αγαπητέ μου. Κι εσύ απ’ό,τι φαίνεται θα τις θερίζεις για το υπόλοιπο της ζωής σου. Όμως, δεν  απάντησες στην ερώτηση μου. Πώς ήξερες πως εγώ βρίσκομαι εδώ;»

«Σε παρακαλώ πολύ να ηρεμήσεις. Είσαι πολύ ταραγμένη. Δεν ήρθα εδώ με εχθρικές διαθέσεις. Το αντίθετο. Ήρθα για να βρω την κόρη μου ξανά. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να έπαψα να περνάω έξω από το σπίτι. Πολλές φορές ερχόμουν και πότιζα τα λουλούδια, περιποιόμουν τα φυτά, κούρευα το γρασίδι. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να διατηρηθεί το σπίτι μας στην ίδια κατάσταση που ήταν τότε, όταν ήμασταν όλοι μαζί μια οικογένεια και ζούσαμε εδώ. Το απόγευμα που ήρθες και κατέβηκες από το ταξί ήμουν στην απέναντι γωνία. Είχα έρθει για να ποτίσω τα λουλούδια αλλά όταν σε είδα σάστισα. Στην αρχή μου πήρε μερικά λεπτά να καταλάβω ότι ήσουν εσύ, η κόρη μου. Όλα ήταν διαφορετικά πάνω σου. Τα μαλλιά σου, το ντύσιμο, ο αέρας, ο τρόπος που περπατούσες και κοιτούσες γύρω σου. Ίσα που πρόλαβα να κρυφτώ για να μην με δεις. Ήθελα σαν τρελός να τρέξω κοντά σου και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου αλλά φοβόμουν την αντίδραση σου. Είχα δίκιο όπως φαίνεται. Δεν σου ρίχνω καμία ευθύνη ούτε πιστεύω πως έχεις άδικο. Αν έσφαλε κάποιος, αυτός ήμουν εγώ. Τώρα που αναγνωρίζω τα λάθη μου, είμαι εντελώς μόνος, μακριά από τις δύο γυναίκες που αγάπησα όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου.»

Τα μάτια της ήταν θολά από τα δάκρυα που ασυγκράτητα άρχισαν να κυλάνε πάνω στα μάγουλά της. Ό,τι δεν κατάφεραν οχτώ χρόνια ψυχοθεραπείας, το κατόρθωσε μία ολιγόλεπτη συνάντηση με το παρελθόν της. Τα συναισθήματα της ήταν ένα συνονθύλευμα αντιθέσεων. Το μικρό κορίτσι που ζούσε ακόμα μέσα της ένιωθε την παρόρμηση να χωθεί μέσα στην αγκαλιά του και να μην βγει ποτέ. Η οργισμένη γυναίκα όμως την συγκρατούσε και της απαριθμούσε ένα ένα τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε ποτέ να τον συγχωρέσει. Ποιά από τις δυό τους θα νικούσε;

Εκείνος σαν να μάντεψε την πάλη που γινόταν μέσα της, την πλησίασε και ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο της.

Η Νταιάνα αναπήδησε απότομα σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Μην με αγγίζεις. Μην τολμήσεις να με αγγίξεις ποτέ. Είσαι ένα ψεύτης, ένα τιποτένιο ανθρωπάκι που κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για μένα. Αν είχες ενδιαφερθεί θα κινούσες γη και ουρανό να με βρεις. Αυτό κάνουν οι πραγματικοί γονείς για τα παιδιά τους. Είναι άξιοι να φτάσουν ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου γι’αυτά. Για σένα ήμουν απλώς ένα αξεσουάρ που έτυχε να μπω στη ζωή σου από σύμπτωση. Ποτέ σου δεν αγάπησες ούτε μένα ούτε τη μαμά. Ήσουν απαίσιος απέναντι της, ένα τέρας. Νομίζεις πως δεν γνώριζα τι συνέβαινε; Πόσες φορές αφουγκράστηκα την απελπισία και τη μοναξιά της; Πόσες φορές κατάπινε αγόγγυστα τις προσβολές σου και τις εξωφρενικές υποδείξεις σου; Εκείνη ποτέ δεν μιλούσε. Μόνο καθόταν και κοιτούσε με νεκρό βλέμμα στο κενό μέχρι που δεν άντεξε κι έφυγε από τη ζωή. Εσύ την σκότωσες, είσαι ένα τέρας. Σε μισώ. Φύγε από το σπίτι και να μην σε ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Για μένα είσαι νεκρός, δεν υπάρχεις πια. Είμαι ορφανή κι από τους δύο γονείς μου. Αυτό λέω σε όποιον με ρωτάει αν θες να μάθεις. Τόσο πολύ σε σιχαίνομαι. Ακόμα βρίσκεσαι εδώ; Φύγε. Πήγαινε στην καινούρια σου γυναίκα, αυτήν με την οποία αντικατέστησες τη μαμά. Άραγε φέρεσαι και σε αυτήν τόσο απαίσια ή μόνο η μαμά μου είχε αυτό το προνόμιο; Με αυτήν απατούσες τη μαμά τόσα χρόνια και γι’αυτό την βασάνιζες; Επειδή δεν μπορούσες να ζήσεις τον έρωτα σου με μια πόρνη της σειράς; Τα ξέρω όλα. Σε μπαρ δούλευε η λεγάμενη σου, εκεί γνωριστήκατε όταν πήγαινες και μπεκρόπινες. Εύχομαι να σε βασανίσει το ίδιο όπως βασάνισες εσύ εμάς. Έξω. Βγες αμέσως έξω αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία να σε μαζέψει. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ.»

Η φωνή της αντηχούσε στα αυτιά της σαν τη φωνή μιας άλλης. Αποκλείεται η δική της να είχε τόση ένταση και να ήταν τόσο στριγγή σαν της κακιάς μάγισσας του παραμυθιού. Τα χέρια της έτρεμαν κι αισθανόταν το κεφάλι της έτοιμο να αποκοπεί από το σώμα της εξαιτίας των απανωτών χτύπων που βροντούσαν σαν γροθιές.

Ο πατέρας της την κοιτούσε αποσβολωμένος. Της φάνηκε πως το κάτω του χείλος είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει επικίνδυνα. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο σαν να είχε συγκεντρωθεί όλο το αίμα στο κεφάλι και έψαχνε απεγνωσμένα διέξοδο για να εκτοξευτεί.

«Φεύγω. Κάποτε θα μάθεις. Κάποτε θα καταλάβεις. Εύχομαι μόνο να μην είναι αργά για μένα, για σένα, για όλους μας.», ψέλλισε μία μία τις λέξεις αργόσυρτα και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.

Δεν είχε καν τον κουράγιο να τον κοιτάξει την ώρα που έφευγε. Στο μυαλό της είχε συγκρατήσει μόνο τις τελευταίες του σιβυλλικές φράσεις. Το βλέμμα του και γενικά ολόκληρη η εικόνα του παρέπεμπαν σε άνθρωπο καταπονεμένο και καταφρονεμένο που δεν είχε καν το κουράγιο να διεκδικήσει την ελευθερία του λόγου του. Έμοιαζε σαν να είχε παραιτηθεί εντελώς από την ενεργό δράση και από ο,τιδήποτε δήλωνε ζωή. Είχε απομείνει καρικατούρα του παλιού εαυτού του. Ακόμα και τώρα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει αν το ταπεινωμένο κι εξαθλιωμένο ανθρωπάκι που πριν από λίγα λεπτά στεκόταν απέναντί της, ήταν όντως ο πατέρας της. Εκείνος ο ρωμαλέος, κυνικός και αλαζονικός άντρας που δεν έχανε ευκαιρία να προβεί σε επίδειξη ισχύος και να χλευάσει ή να ειρωνευτεί οποιονδήποτε προέβαλε αντίσταση στις υποδείξεις του.

Το βλέμμα του ήταν θολό, κενό χωρίς ίχνος από την παλιά του σπινθηροβόλα λάμψη. Κι αυτά τα λόγια που της είπε φεύγοντας; Τι εννοούσε όταν της έλεγε πως κάποτε θα μάθει και θα καταλάβει; Τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να μάθει μετά από τόσα χρόνια απομάκρυνσης μεταξύ τους;

Ένα εσωτερικό βουητό στο κεφάλι της την ανάγκασε να διακόψει απότομα τις σκέψεις της. Τώρα μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ένας ασθενής της Σάρον ο οποίος είχε πάντοτε ραντεβού πριν από εκείνην τον πρώτο χρόνο που ξεκίνησε τις συνεδρίες, όταν της έλεγε «Πονάει το μυαλό μου. Πονάει φριχτά. Είναι αφόρητος ο πόνος. Τον έχεις νιώσει ποτέ;»

Εκείνη κουνούσε πάντοτε αρνητικά το κεφάλι επειδή ποτέ δεν ένιωσε να πονάει το μυαλό της παρά μόνο η ψυχή της. Σήμερα όμως, ω ναι, πόσο πολύ τον καταλάβαινε. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από την ένταση. Σαν να είχε εισβάλει μέσα του σμήνος ζιζανίων και έκαναν κατάληψη κατά μήκος του εγκεφάλου της.

Δεν έπρεπε να έρθει πίσω σε αυτή την καταραμένη πόλη που στο μυαλό και στην ψυχή της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόνο και τον θάνατο. Τίποτα δεν την συνέδεε μαζί της. Ούτε αναμνήσεις ούτε οικογένεια ούτε φίλοι. Μια ζωή γεμάτη με προδοσία, πόνο και απογοητεύσεις βίωσε μόνο. Θα έφευγε και δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Έδινε όρκο. Απόψε κιόλας θα μάζευε τα πράγματα της. Ανέβηκε γρήγορα την ξύλινη σκάλα για να πάει στο παλιό παιδικό της δωμάτιο.

Ένιωσε ξαφνικά τα βλέφαρα της να σφαλίζουν από την κούραση. Είχε μια πολύ έντονη μέρα όλο συγκινήσεις, αδύνατο να αντέξει χωρίς να καταρρεύσει. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν, ένιωσε τα μέλη της να παραλύουν από την εξάντληση. Ξαφνικά ένιωσε το βάρος όλου του κόσμου να συσσωρεύεται σε κάθε πιθαμή του σώματος της.

 Ακούμπησε στο μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια όταν άκουσε τη φωνή της να την καλεί. Εκείνη τη γλυκιά, κρυστάλλινη φωνή της που κάθε φράση της ακουγόταν σαν τραγούδι.

«Έχεις πολύ θυμό μέσα σου Νταιάνα. Δεν σε αναγνωρίζω πια. Δεν έχεις καμία διαφορά με αυτό που κατηγορείς. Αν φύγεις δεν θα μάθεις ποτέ. Ποτέ δεν θα βρεις την ηρεμία που τόσο λαχταράς..»

«Μαμά, πώς βρέθηκες εδώ; Πού ήσουν τόσο καιρό;»

«Δίπλα σου αλλά εσύ ποτέ δεν ήσουν έτοιμη να με δεις. Σήμερα με ανάγκασες να σου μιλήσω επειδή αν συνεχίσεις θα χάσεις τα λογικά σου όπως κινδύνευσα να τα χάσω κι εγώ. Μην κάνεις τα ίδια λάθη με μένα παιδί μου. Μόνο ζήσε. Αγάπησε και ζήσε.»

Άνοιξε τα μάτια της και το παρελθόν αναβίωσε ολοζώντανο μπροστά της. Εκείνη ήταν η ίδια όπως τότε με τα ξανθά μπουκλένια μαλλιά ριγμένα στους ώμους σαν βροχή. Τα μάτια της, εκείνα τα ζαφειρένια αμυγδαλωτά, υγρά μάτια την κοιτούσαν με απέραντη αγάπη όπως τότε που ήταν παιδί. Μήπως ήταν ακόμα; Θέε μου,  να μπορούσε να πάει πάλι πίσω έστω και για μια στιγμή.

Άπλωσε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει αλλά  εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Φύσηξε σαν αέρας και χάθηκε μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Το κρεβάτι ξαφνικά άρχισε να στριφογυρίζει μανιασμένα. Ίλιγγος

«Πού είσαι μαμά; Μαμά σε χρειάζομαι. Έλα πίως. Δεν αντέχω άλλο μαμάαα.»

Ξύπνησε από το ουρλιαχτό της καταιδρωμένη και η καρδιά της να παλλόταν ακανόνιστα. Μόλις είχε δει το πιο ζωντανό όνειρο της ζωής της.

Άρχισε να κατεβαίνει σαν υστερική τη σκάλα και να την ψάχνει. Γιατί ξύπνησε; Γιατί τα όνειρα διαρκούν πάντα τόσο λίγο;