Πρώτη μέρα στο σχολείο, μετά τις διακοπές του Πάσχα.

Είναι η πρώτη ώρα, στην Τετάρτη Δημοτικού και ο μικρός Γιωργάκης, είναι ήδη τρομοκρατημένος. Ξέρει πως σε λίγο θα αρχίσει η διαδικασία που, από την Πρώτη Δημοτικού, τον φέρνει σε αμηχανία..

Ο Δάσκαλος, αυτή τη χρονιά, είναι διαφορετικός από αυτό που έχει συνηθίσει. Στις τρεις πρώτες τάξεις, ο μικρός, είχε την τύχη να έχει Δασκάλα την κυρία Βασιλική. Η κυρία Βασιλική, ήταν η εξαίρεση στον κανόνα του Σχολείου, που ήθελε η συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων, τότε στη δεκαετία του 1970, να είναι από χωριά. Η κυρία Βασιλική, ήταν Αθηναία. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, σε αστική οικογένεια, εξού και ο διαφορετικός “αέρας” που είχε, σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους της..

Την πρώτη χρονιά στο Σχολείο, ο μικρός, είχε έρθει σε δύσκολη θέση, όταν μετά τις πρώτες διακοπές, αυτές των Χριστουγέννων, η κυρία είχε ρωτήσει ένα, ένα τα παιδάκια, για το αν είχαν πάει πουθενά και αν ναι, που είχαν πάει, για τα Χριστούγεννα. Όλα τα παιδιά, είχαν πάει κάπου. Είχαν πάει στα χωριά τους..

Η απάντηση “στο χωριό μου κυρία”, ήταν σχεδόν πανομοιότυπη σε κάθε παιδί μέσα στην τάξη, εκείνη την πρώτη μέρα του Σχολείου, μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές της Πρώτης Δημοτικού! Ήταν εκείνη τη φορά που ο μικρός Γιωργάκης, είχε νιώσει διαφορετικός.
Τότε, όσο πλησίαζε η σειρά του που θα τον ρώταγε η κυρία, για το που πήγε, ο μικρός συνειδητοποιούσε πως, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, αυτός δεν είχε χωριό!

Φτάνοντας λοιπόν η σειρά του, ο μικρός είχε πει ένα σιγανό και αμήχανο “Αθήνα μείναμε κυρία. Δεν έχουμε χωριό”, για να εισπράξει το γέλιο των συμμαθητών του. Τότε, είχε έρθει η, λυτρωτική, απάντηση από την κυρία Βασιλική “δεν πειράζει παιδί μου. Ούτε εγώ έχω χωριό, Εδώ έμεινα και εγώ.”

Κάπως έτσι, οι τρεις πρώτες σχολικές χρονιές, όπου δασκάλα ήταν η κυρία Βασιλική, είχαν περάσει ανώδυνα…

..μέχρι που έφτασε η Τετάρτη Δημοτικού, με δάσκαλό τον κύριο Τάκη! Από χωριό ο κύριος Τάκης! Χαρακτηριστική περίπτωση, καταπιεσμένου χωριατόπαιδου, που έβρισκε ώς διέξοδο από τη μιζέρια του χωριού του, την επαγγελματική σταδιοδρομία του Δασκάλου. Η άλλη επιλογή, ήταν Ιατρός, η Νοσηλεύτρια, για τις επαρχιωτοπούλες. Τα πρότυπα στα χωριά εκείνα τα χρόνια και τα προηγούμενα, ήταν ο δάσκαλος και ο Γιατρός του χωριού..

Ο κύριος Τάκης μας λοιπόν, δυστυχώς, κουβαλούσε όλα τα στερεοτυπικά συμπλέγματα του στερημένου επαρχιώτη, ο οποίος, φυσικά, έχει μια κάποια απέχθεια για τους Πρωτευουσιάνους..

Ο μικρός Γιωργάκης, το είχε πάρει από την αρχή εκείνης της χρονιάς χαμπάρι πως ο κύριος Τάκης, δεν είναι κυρία Βασιλική. Τα χνώτα τους δεν ταιριάζουν.

Τα πρώτα δείγματα γραφής είχαν δοθεί, ήδη από την πρώτη μέρα. Τότε που είχε γίνει η γνωριμία με τους μαθητές και όταν έφτασε η σειρά του μικρού Γιωργάκη, στην ερώτηση “από που είναι οι γονείς σου”, η απάντηση ήταν “η μαμά μου από Αθήνα και ο μπαμπάς μου από Πειραιά”, Τότε ο μικρός είχε δει ολοκάθαρα το σκοτείνιασμα στο βλέμμα το Δασκάλου του. Τότε ήρθε η παρατήρηση “α, κατάλαβα! Πρωτευουσιάνοι είναι οι δικοί σου. Καλομαθημένοι. Δεν ξέρετε από στερήσεις.” Φυσικά τα υπόλοιπα παιδιά στην τάξη, υπακούοντας στον κανόνα πως τα παιδιά είναι σκληρά, φιλοδώρησαν την “πρωτευουσιάνο” συμμαθητή τους με απαξιωτικά βλέμματα, αντιγράφοντας το βλέμμα και τη συμπεριφορά του δασκάλου..

Κάπως έτσι εκείνος ο δάσκαλος, είχε βρει ένα θύμα, για να εκτονώσει τα συμπλέγματα που κουβάλαγε από τη γενέτειρα του.

Έτσι λοιπόν, εκείνες τις διακοπές του Πάσχα, στην Τετάρτη Δημοτικού, μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, ο μικρός άκουσε στην τηλεόραση, αυτό που του προκάλεσε άγχος!
“Οι Αθηναίοι πάνε στα χωριά τους”, έλεγε ο εκφωνητής.

“Μα ποιοι Αθηναίοι, πάνε στα χωριά τους;! Εμείς γιατί δεν πάμε πουθενά και μένουμε εδώ, σαν τα κορόιδα;!”, αναρωτιόταν ο μικρός..

Ήξερε..

..ήξερε τι τον περίμενε πετά τις διακοπές του Πάσχα. Ήξερε πως, όπως είχε συμβεί και τα Χριστούγεννα, έτσι και αυτή τη φορά, ο κύριος Τάκης, θα τον ειρωνεύονταν και θα τον μείωνε, μπροστά στην υπόλοιπη τάξη. Οι υπόλοιποι συμμαθητές του κατάγονταν από χωριά. Ταίριαζαν τα χνώτα τους με αυτό του δασκάλου..

Πόσο του έλειπε η κυρία Βασιλική!

Αυτό ήταν! Είναι η πρώτη ώρα, της πρώτης μέρας στο Σχολείο, μετά το Πάσχα! Ξεκινά η διαδικασία, που ο μικρός τρέμει τόσες μέρες!
Τα παιδιά μέσα στην τάξη, ένα ένα, απαντούν στην ερώτηση, “που πήγες το Πάσχα, Αννούλα, (Δημητράκη, Ελενίτσα, Γιαννάκη κλπ)”, για να έρθει η σχεδόν, πανομοιότυπη απάντηση “στο χωριό μου κύριε”.

Αργά και βασανιστικά, πλησιάζει η σειρά του μικρού Γιωργάκη. Ο μικρός έχει πιάσει τις ματιές που του ρίχνει ο κύριος Τάκης. Ο δάσκαλος. Ξέρει πως του την έχει στημένη! Η καρδιά του μικρού χτυπάει δυνατά!
Τέλος! ήρθε η σειρά του!

Ο δάσκαλος όμως, δεν τον ρωτά. Κάνει κάτι χειρότερο. Τον ειρωνεύεται!
“Εσένα δε χρειάζεται να σε ρωτήσω! Ξέρω! Προυτευουσιάνς είσι! Καλουμαθημενς! Με το τρεχούμενο νερό, με το θερμουσίφουνου, με όλα!”

Αυτό ήταν! Ο μικρός είχε μία επιφοίτηση! Θα αντιμετώπιζε το μαλάκα (ακόμα ο μικρός δεν ήξερε τη λέξη), με το ίδιο του το όπλο! Την ειρωνεία!

“Κύριε, έχω μια απορία!”, λέει ο μικρός.

“για να την ακούσω”, λέει ο μαλά…., ε ο δάσκαλος.

“Αφού όλοι είναι από χωριά, τότε γιατί στην τηλεόραση λένε πως οι Αθηναίοι πάνε στα χωριά τους;! Τελικά τι είναι; Αθηναίοι, ή χωριάτες; Εσείς ας πούμε, τι από τα δύο είστε;!”, είπε ο μικρός Γιωργάκης, με το θράσος και την άγνοια κινδύνου των εννιάμισι ετών του..

Σχεδόν αμέσως, ακούστηκε το τρανταχτό γέλιο σύσσωμης της τάξης!
Μόνο που αυτή τη φορά, ο αστείος ήταν ο δάσκαλος!

Ο δάσκαλος, ο οποίος είχε μείνει εμβρόντητος από το όλο σκηνικό!
Έξαλλος και κόκκινος από θυμό, άρχισε να φωνάζει για να κάνουν ησυχία. Αμέσως άρχισε το μάθημα. Όλη την υπόλοιπη ώρα, δε σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο, ή από τον πίνακα..

Όλη την υπόλοιπη χρονιά, δεν ξαναενόχλησε το μικρό πρωτευουσιάνο..

Ο μικρός είχε βρει την ησυχία του!