από την Άρια Σωκράτους.
Ένιωσε ξανά εκείνο τον ακανόνιστο κτύπο να πάλλεται μέσα στο στήθος της και την γνωστή σκοτοδίνη να περιορίζει το οπτικό της πεδίο. Έτρεξε αμέσως να ανοίξει την πόρτα για να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. Κάθε φορά που την καταλάμβανε μια παρόμοια κρίση, αισθανόταν πως αν παρέμενε έστω και για ένα λεπτό στο χώρο που ήδη βρισκόταν, θα άφηνε την τελευταία της πνοή.
Οι κρίσεις είχαν περιοριστεί αρκετά από την περίοδο που ξεκίνησε ψυχοθεραπεία και δεν την έπιαναν παρά σε σπάνιες και άκρως φορτισμένες περιπτώσεις. Άρχισε να πληκτρολογεί το τηλέφωνο της Σάρον αλλά η άτεγκτη και απρόσιτη έκφραση που θα έπαιρνε το πρόσωπο της ψυχοθεραπεύτριας της μόλις θα απαντούσε στο τηλέφωνο την σταμάτησε. Ήταν άγραφος και βασικός κανόνας στην μεταξύ τους επικοινωνία να μην την καλεί ποτέ στο τηλέφωνο σε ακατάλληλες ώρες. Μια απαράβατη αρχή της Σάρον που εφάρμοζε σε όλους τους ασθενείς της. Τους δίδασκε τεχνικές αυτοσυγκέντρωσης και ηρεμίας και απαιτούσε από εκείνους την πλήρη συμμόρφωση προς τους δικούς της κανόνες. Σε αντίθετη περίπτωση, θα σταματούσε η συνεργασία τους.
Μια μικρή αναλαμπή φώτισε το θολωμένο μυαλό της. Θα πήγαινε στο παλιό παιδικό της καταφύγιο, εκεί που κατέφευγε κάθε φορά που ήθελε να αποφύγει τους ομηρικούς καυγάδες των γονιών της. Άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τη σκάλα. Η θέα της κλειστής δρύινης πόρτας την ώθησε να ανακαλέσει αμέτρητες αναμνήσεις κι ένα κύμα μελαγχολίας αναμεμιγμένο με μια δόση γλυκιάς νοσταλγίας την κατέκλυσε.
Όλα τα προσωπικά της αντικείμενα βρίσκονταν ακριβώς στην ίδια θέση που τα είχε αφήσει όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Σαν να πάγωσε ο χρόνος κι ένα ωστικό κύμα την μετέφερε ξανά πίσω σ’εκείνα τα χρόνια της παιδικής της αθωότητας. Το παιδικό κρεβάτι με το μωβ πάπλωμα του οποίου το χρώμα είχε πλέον ξεθωριάσει και ξεφτίσει στις άκρες ήταν απλωμένο με τον ίδιο επιμελή τρόπο εκείνης.
Πλησίασε την μικρή λιλιπούτεια βιβλιοθήκη της με τα τρία ράφια και χαίδεψε τα εξώφυλλα των βιβλίων απαλά με την ίδια τρυφερότητα που χαίδευε μια μάνα τα παιδιά της. Μικρά δάκρυα σαν ελάχιστες σταγόνες βροχής έτρεξαν από τα μάτια της κι εκείνη βιάστηκε να τα σκουπίσει. Δεν είχε χρόνο για άλλα δάκρυα πια. Μέσα σ’εκείνο το παιδικό δωμάτιο έψαχνε να βρει την χαμένη παιδικότητα που τόσο βίαια της έκλεψαν. Προσπαθούσε να θυμηθεί ποιό βιβλίο είχε διαβάσει για τελευταία φορά σ’εκείνο το δωμάτιο πριν φύγει. Θυμήθηκε. «Καλημέρα θλίψη» της Φρανσουάζ Σαγκάν. Άρχισε να γελάει ασταμάτητα. Η ζωή της ολόκληρη ήταν μια φάρσα, ένα οξύμωρο σχήμα με αντικρουόμενα συναισθήματα και σατανικές συμπτώσεις. «Καλημέρα Νταιάνα», ψιθύρισε στον εαυτό της χαιδεύοντας με συγκίνηση το λεπτό εξώφυλλο που απεικόνιζε ένα κορίτσι με πελώρια μαύρα και θλιμμένα μάτια.
Στη μέση του βιβλίου προεξείχαν δύο κιτρινισμένες από το χρόνο σελίδες. Το άνοιξε και άρχισε να το περιεργάζεται με περιέργεια. Τα γράμματα ήταν δυσανάγνωστα και μισοσβησμένα από την πολυκαιρία. Κατόρθωσε όμως να διακρίνει τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας της.
Το ακούμπησε στο στήθος της με λαχτάρα και για λίγο αισθάνθηκε την παρουσία της να κατακλύζει το χώρο και την καρδιά της. Αισθάνθηκε και πάλι παιδί, εκείνο το δεκάχρονο αδύνατο κοριτσάκι με τις καστανές ατίθασες μπούκλες που λάτρευε να χάνεται στις σελίδες της μυθοπλασίας.
Ξεκίνησε να διαβάζει με αδημονία και εμφανή περιέργεια το παράξενο αυτό γράμμα. Άραγε ποιός να ήταν ο αποδέκτης του και γιατί η μητέρα της δεν το έστειλε ποτέ και το φύλαξε μέσα στις σελίδες ενός από τα πιο αγαπημένα της βιβλία;
«Καλημέρα θλίψη που εγκλώβισες για άλλη μια φορά τον ανείπωτο πόνο μέσα σε μια ψυχή, την ύπαρξη της οποίας έχω από καιρό ξεχάσει.
Ποτέ δεν πίστεψα πως η ελπίδα είναι το ύψιστο καλό, αντίθετα ανέκαθεν υποστήριζα πως είναι το υπέρτατο δεινό. Διαιωνίζει την ψευδαίσθηση για το καλύτερο αύριο που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Αυτό είναι η ζωή μου. Ένα αβάσταχτο παρόν που προοιωνίζει ένα ακόμα πιο αβάσταχτο μέλλον.
Το βλέμμα του μου το αποδεικνύει καθημερινά. Θέλει να εξαφανίσει αυτό που κάποτε υπήρξα. Αν μπορούσα μόνο να γυρίσω το χρόνο πίσω και να μην το μάθαινε ποτέ. Όλα τότε θα ήταν διαφορετικά. Δεν αντέχω τη σπίθα του μίσους που μου μεταφέρουν τα μάτια του. Μου εμποδίζουν την αναπνοή, στις φλέβες μου νιώθω πως δεν κυλάει αίμα αλλά δηλητήριο. Αλήθεια, πότε επιτέλους θα σταματήσει η αντίστροφη μέτρηση του τέλους; Ούτε εσύ ξέρεις να μου πεις. Θλίψη, καλημέρα ξανά.»
Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και οι τσαλακωμένες σελίδες γλίστρησαν στο πάτωμα. Για μερικά δευτερόλεπτα τις κοιτούσε αμίλητη προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει το περιεχόμενό τους. Αναπάντητα ερωτηματικά κατάκλυσαν το μυαλό της και το πίεζαν να βρει απαντήσεις.
«Ένα αβάσταχτο παρόν που προοιωνίζει ένα ακόμα πιο αβάσταχτο μέλλον… Θέλει να εξαφανίσει αυτό που κάποτε υπήρξα. Αν μπορούσα μόνο να γυρίσω το χρόνο πίσω και να μην το μάθαινε ποτέ.»
Η κάθε λέξη αντιστοιχούσε σε μια κραυγή πόνου. Τι ήταν αυτό που υπήρξε κάποτε; Ποιός ήθελε να το εξαφανίσει και γιατί; Ποιό ήταν το επτασφράγιστο μυστικό που έμαθε και παρακαλούσε να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω και να μην το μάθαινε ποτέ;
Η μητέρα της ήταν δυστυχισμένη. Το ήξερε. Το ζούσε. Αυτός ο κάποιος ήταν ο πατέρας της, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία περί τούτου. Πάντα απορούσε γιατί ήταν μαζί της τόσο ψυχρός, τόσο ανάλγητος. Το γράμμα αυτό υπονοούσε την ύπαρξη ενός μυστικού που εκείνος έμαθε και υπήρξε η αιτία της απάνθρωπης συμπεριφοράς του. Ποιό ήταν αυτό το μυστικό που την βασάνιζε; Εκεί βρισκόταν η άκρη του νήματος, η απάντηση στα αναρίθμητα ερωτηματικά που την βασάνιζαν τόσα χρόνια. Έπρεπε να μάθει αλλά πού να ψάξει; Ο πατέρας της ήταν σίγουρη πως δεν θα της το αποκάλυπτε ποτέ. Εκείνος μόνο ήξερε. Γι’αυτό της είπε φεύγοντας πως κάποτε θα μάθαινε και θα καταλάβαινε.
Άρχισε να σκαλίζει απεγνωσμένα την βιβλιοθήκη της. Μια σειρά από αγαπημένα βιβλία ξεπήδησαν από τα σκονισμένα ράφια. «Η αθανασία» του Μίλαν Κούντερα, «Η μοναχή» του Ντιντερό», πέντε τόμοι του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, το «Περί Έρωτος» του Σταντάλ. Χωρίς να ξέρει το λόγο, το βιβλίο αυτό μίλησε κατευθείαν στη ψυχή της. Το πήρε στα χέρια της και άρχισε να το φυλλομετράει. Παράξενο που βρέθηκε στην παιδική της βιβλιοθήκη, καθώς εκείνη ποτέ δεν είχε διαβάσει Σταντάλ. Πάντα έλεγε πως ήταν μια από τις ντροπές της που δεν εκμυστηρευόταν σε κανένα. Θυμήθηκε πως κάθε φορά που ήθελε να διαβάσει κάποιο βιβλίο του, πάντα μια περίεργη συγκυρία την απομάκρυνε από το στόχο της. Ευκαιρία να ξεκινούσε να διαβάζει τώρα.
Στην τελευταία σελίδα ένα μικρό κομμάτι χαρτί της απέσπασε την προσοχή. Είχε κι εκείνο τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας της. Έγραφε μόνο μια φράση:
«Στον έρωτα αυτό που απολαμβάνουμε δεν είναι παρά η αυταπάτη που τρέφουμε».
Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο μόνη και βαθιά απελπισμένη ήταν η μητέρα της και πόσο εκείνη ταυτιζόταν μαζί της. Οι πορείες τους ήταν ίδιες, σχεδόν ταυτόσημες με τη μοναδική διαφορά πως εκείνη δεν είχε παντρευτεί και δεν είχε κάνει τη δική της οικογένεια. Ούτε θα την έκανε ποτέ. Η σκέψη μιας δικής της οικογένειας της προκαλούσε μόνο απέχθεια και αποτροπιασμό. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό τςη σύζυγο ενός άντρα όπως ήταν ο πατέρας της με ένα παιδί γεμάτο πληγές οι οποίες δεν θα επουλώνονταν ποτέ. Δεν ήθελε να διαπράξει το ίδιο έγκλημα που διέπραξαν οι γονείς της στη δική της περίπτωση.
Σκέφτηκε να πάρει τη Λέσλι τηλέφωνο και να της πει να περάσει από το σπίτι αμέσως. Στη συνέχεια όμως άλλαξε γνώμη. Τη δεδομένη στιγμή δεν ήθελε να μοιραστεί με κανένα άλλο τα σημειώματα της μητέρας της. Θα περνούσε όλο το βράδυ καθισμένη στο κρεβάτι του παλιού της δωματίου και θα διάβαζε ξανά και ξανά τα γράμματα της μητέρας της. Ήθελε να την νιώσει και να διεισδύσει στη ψυχοσύνθεση και στο μυαλό της. Να ανιχνεύσει την ψυχική της κατάσταση την ώρα που τα έγραφε. Ένιωθε ήδη μέσα της το αίσθημα απελπισίας που είχε νιώσει κι εκείνη. Αισθάνθηκε το μένος και την οργή που είχε για τον πατέρα της να γιγαντώνεται. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά της ποτέ. Οποιοδήποτε κι αν ήταν το μυστικό που του έκρυψε η μητέρα της, εκείνος δεν είχε καμία απολύτως δικαιολογία να της φερθεί τόσο σκληρά και απάνθρωπα. Δεν την αγάπησε ποτέ. Του ήταν ένα βάρος όπως και η ίδια του η κόρη. Γι’αυτό και στη ζωή του μπήκε μια άλλη γυναίκα τόσο γρήγορα μετά από το θάνατό της.
Ένα ένα μετρούσε τα λάθη του. Το κάθε ένα αντιστοιχούσε σε μια ακόμα απομάκρυνση της από κοντά του. Θα άλλαζε το επώνυμο της, θα έφευγε από εκείνη την πολή το συντομότερο δυνατό, θα έκανε ο,τιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να τον βγάλει ολοκληρωτικά από τη ζωή της. Μέσα στην καρδιά της δεν υπήρχε ψήγμα αγάπης για αυτό τον άνθρωπο, πολύ αμφέβαλλε αν υπήρχε έστω και λίγο περίσσευμα αγάπης για οποιονδήποτε άνθρωπο συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου της του εαυτού.
Αν μπορούσε μόνο να γυρίσει πίσω την πυξίδα του χρόνου. Μόνο αν μπορούσε! Όλα θα ήταν τόσο μα τόσο διαφορετικά. Ίσως η μητέρα της να ήταν ακόμα ζωντανή, ίσως αυτή να μην έχανε τόσο γρήγορα τον εαυτό της. Μια ζωή σε χρώμα γκρι, αυτό το χρώμα είχε η ζωή της. Μια ζωή στη σκιά του εαυτού της. Η Νταιάνα εγκλωβισμένη μέσα στην Νταιάνα. Η μία άγνωστη με την άλλη. Εμποτισμένες με πόνο, πάθη, αντρικές ανάσες που αφουγκράστηκαν αλλά δεν άγγιξαν. Πώς η αρχή μπορεί να εμπεριέχει ένα τέλος. Πώς το τέλος μπορεί να σηματοδοτεί μια καινούρια αρχή; Ένας δρόμος με επικίνδυνες στροφές και απότομους γκρεμούς ήταν όλη η πορεία της. Από την αρχή μέχρι το τέλος.
Γεννημένη ένα μουντό και βροχερό πρωινό στις 13 κάποιου Νοεμβρίου. Σκορπιός με ωροσκόπο λιοντάρι και σελήνη στον υδροχόο. Σκοτεινή με εκτυφλωτικές αναλαμπές και ασυμβίβαστο ψυχισμό. Η αποθέωση της διαταραχής. Αυτό της είχε πει χαρακτηριστικά μια διάσημη συγγραφέας που εκπροσωπούσε και είχε ασχοληθεί επισταμένως με την αστρολογία. Για την ακρίβεια δεν έκανε βήμα αν προηγουμένως δεν συμβουλευόταν την προσωπική της αστρολόγο, δεν είχε εκλείψεις ηλίου ή σελήνης ή αν όλοι οι πλανήτες δεν ήταν σε ορθή φορά.
Πάντα γελούσε μαζί της και την θεωρούσε τουλάχιστον φαιδρή. Απορούσε μάλιστα πως ήταν δυνατόν μια τόσο αφελής γυναίκα που πίστευε πως η ζωή της εξαρτώνταν αποκλειστικά από την τροχιά των πλανητών, να γράφει τόσο εξαιρετικά μυθιστορήματα και να είναι τόσο πετυχημένη.
Τώρα δεν γελούσε πια, καθώς όπως είχε αποδειχθεί περίτρανα μόνο ο εαυτός της ήταν για γέλια. Για την ακρίβεια, όχι μόνο για γέλια αλλά και για κλάματα.
Το τηλέφωνο άρχισε ξανά να κουδουνίζει εκνευριστικά. Το όνομα του Τζέημς εμφανίστηκε ξανά στην οθόνη. Της φάνηκε ως απειλή. Δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να του μιλήσει. Δεν ήθελε να του ξαναμιλήσει ποτέ. Είχε μετανιώσει ήδη φριχτά για την απόφασή της να τον αναλάβει. Ένα εγωιστικό, αλαζονικό γουρούνι που θεωρούσε πως βρισκόταν στο επίκεντρο ενός περιστρεφόμενου άξονα. Μέσα από τα δόντια της ξεστόμισε μια βρισιά κι εκσφενδόνισε το τηλέφωνό της με δύναμη στην αντίθετη πλευρά του δωματίου. Επιτέλους έπαψε πια να χτυπάει.
Ανακουφισμένη ξάπλωσε στο παλιό παιδικό της κρεβάτι σε εμβρυακή στάση. Έκλεισε τα μάτια και οραματίστηκε πως ήταν ακόμα παιδί και σε λίγο θα ερχόταν η μαμά να της διαβάσει το αγαπημένο της παραμύθι.
Είχε πάρει τις αποφάσεις της. Θα ερευνούσε μέχρι τέλους και θα μάθαινε όλα τα κρυμμένα μυστικά που σαν ερινύες στοίχειωναν τη ζωή της όλα αυτά τα χρόνια. Πρώτα όμως έπρεπε να γυρίσει πίσω στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά ήταν το μοναδικό της φάρμακο. Το μοναδικό πράγμα που την έκανε να νιώθει ακόμη ζωντανή.
Θα έφευγε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε έρθει. Χωρίς να ειδοποιήσει κανένα. Ούτε καν τη Λέσλι. Αυτό έκανε πάντα. Έφευγε χωρίς να αφήνει πίσω της ίχνη.