@επιμέλεια Άννα Μουσογιάννη
Πώς αλήθεια υφαίνεται ο χρόνος; Ένα ρητορικό ερώτημα που όπως αποδεικνύεται και από την αφήγηση της Σοφίας Δημοπούλου στο νέο της βιβλίο “Πως υφαίνεται ο χρόνος” από τις Εκδόσεις Ψυχογιός μόνο ο ίδιος ο χρόνος μπορεί να απαντήσει. (Περισσότερα για το βιβλίο θα βρείτε κάποια σχόλια μου εδώ).
Το νέο βιβλίο της Σοφίας Δημοπούλου μετράει ήδη τρεις μήνες κυκλοφορίας σημειώνοντας ανοδική πορεία έχοντας της μεγάλη ανταπόκριση του κοινού. Είχα την χαρά να έχω μια όμορφη κουβέντα με τη συγγραφέα σχετικά με το νέο της βιβλίο την οποία και παραθέτω παρακάτω και την ευχαριστώ πολύ!
1)Ο Ευριπίδης είχε πει ότι «ο χρόνος δίνει όλες τις απαντήσεις. Είναι πολύ ομιλητικός και δεν χρειάζεται καν τις ερωτήσεις». Οι ιστορίες σας υφαίνονται έχοντας ως κεντρικό άξονα το χρόνο. Ποιος κινεί τα νήματα και δίνει τις απαντήσεις στις ιστορίες των ηρώων σας; Η μοίρα ή χρόνος; Συμμερίζεστε την άποψη του Ευριπίδη;
Ο χρόνος είναι μια διάσταση που την έχει ορίσει ο άνθρωπος, δεν υπάρχει έξω από αυτόν. Επομένως, εμείς καθορίζουμε το χρόνο κι όχι ο χρόνος εμάς. Όσο για τη Μοίρα δεν πιστεύω πως έχει δύναμη πάνω μας. Εμείς κρατάμε το τιμόνι του βίου μας και με τη θέληση και τις επιλογές μας καθορίζουμε το πώς ζούμε.
2)Στην εισαγωγή του βιβλίου, μας κάνετε λόγο για παρελθόν-παρόν- μέλλον. Θεωρείτε ότι το παρελθόν όταν το διαχειριστούμε με λάθος τρόπο αποτελεί χειροβομβίδα στα χέρια του παρόντος; Πόσο εφικτό είναι να σπάσουμε τις αλυσίδες που μας κρατάνε πίσω και να προχωρήσουμε;
Μια φράση που μου αρέσει είναι: « Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να διαβάζουμε το βιβλίο της ζωής μας αν μένουμε κολλημένοι διαρκώς στο πρώτο κεφάλαιο». Το παρελθόν υπάρχει πάντα εκεί να μας θυμίζει τα λάθη και τα τραύματά μας, αλλά και τα σωστά μας και όσα έχουμε καταφέρει. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να μένουμε προσκολλημένοι σ’ αυτό , αλλά να θέτουμε στόχους και να προχωράμε πάντα μπροστά ενδυναμωμένοι με τις εμπειρίες του παρελθόντος, Για μένα, όλα είναι δρόμος και χρέος μας να τον διαβούμε.
3)Το ένα κομμάτι της αφήγησης εκτυλίσσεται στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές 20ου. Τι είναι αυτό που σας ενέπνευσε και σας έδωσε το έναυσμα για να ασχοληθείτε με εκείνη τη χρονική περίοδο; Πόσο καιρό σας πήρε ούτε ώστε να συλλέξετε όλα αυτά τα στοιχεία;
Με απασχολούσαν πάντα οι παλιές ιστορίες. Είχα μια έμφυτη περιέργεια για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι παλιότερα, πώς ήταν οι κοινωνικές σχέσεις, οι τόποι, οι συνήθειες. Ίσως γιατί μεγάλωσα με τις αφηγήσεις της γιαγιάς και της μητέρας μου για άλλες εποχές, αφηγήσεις που με έκαναν να ταξιδεύω νοερά πίσω στο άγνωστο παρελθόν. Όταν έκανα έρευνα για το βιβλίο μου «Σε σωστή ώρα νυχτώνει» έπεσα πάνω στην ιστορία μιας εξαιρετικής υφάντρας του 19ου αιώνα και η μορφή της μου ενέπνευσε όλη τη μυθοπλασία. Η έρευνα των ιστορικών και των πραγματολογικών στοιχείων ξεκίνησε περίπου το 2013. Ήταν μια κοπιαστική, αλλά άκρως απολαυστική διαδικασία.
4)Με μεγάλη επιτυχία συνυφαίνεται μια ιστορία όπου πραγματικά πρόσωπα του παρελθόντος εμπλέκονται με φανταστικά με τέτοιο τρόπο που προσδίδει μια αληθοφάνεια στην αφήγηση. Πόσο απέχει η πραγματικότητα από τη φαντασία;
Τα ιστορικά πρόσωπα μπήκαν ανάμεσα στα φανταστικά με τα πραγματικά στοιχεία που τα καθορίζουν. Ήμουν ακριβής όσο αφορά το χρόνο που συνέβησαν τα πραγματικά γεγονότα της ζωής τους, τις ηλικίες, τα φυσικά τους χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα τους, έτσι ώστε οι φανταστικές σκηνές να έχουν πλήρη αληθοφάνεια.
5)Μιλήστε μας λίγο για τις δύο ηρωίδες σας. Τη Νάνα και την Ανθή. Πόσο ίδιες και διαφορετικές είναι; Με ποια από τις δύο νιώθετε ότι είστε πιο κοντά ως προσωπικότητα;
Οι δυο ηρωίδες έζησαν σε εποχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, ωστόσο έχουν αρκετά κοινά· είναι ευαίσθητες, δημιουργικές, καταπιέζονται από τα στερεότυπα της εποχής τους, πρέπει να αποδείξουν στους άλλους πως αξίζουν την αγάπη και την προσοχή τους. Η Νάνα το εκφράζει αυτό πιο έντονα μέσα από τις κρίσεις πανικού της. Νομίζω πως η δική μου προσωπικότητα εφάπτεται με εκείνη της Νάνας. Έχω κι εγώ τα ίδια διλήμματα για τη ζωή, τους ίδιους φόβους, έχω περάσει κι εγώ από τη στενωπό των κρίσεων πανικού, έχω παρόμοιες σπουδές και επάγγελμα.
6)Την ώρα που γράφατε το βιβλίο η ιστορία ήταν προδιαγραμμένη ή η αφήγηση πήρε τα ηνία της πένας σας;
Γράφω πάντα με σχεδιάγραμμα, έχοντας από την αρχή καθορίσει την εξέλιξη της ιστορίας μου. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που λοξοδρομώ, αφού γράφοντας ξεπετάγονται καινούριες ιδέες που ζητούν την προσοχή μου.

7)Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω, το τέλος του βιβλίου σας ήταν ανατρεπτικό, παρόλο που έντεχνα δίνατε κάποια ψήγματα για να κεντρίσετε το ενδιαφέρον του αναγνώστη για το τι μέλλει γενέσθαι. Είναι η ροή του χρόνου αυτή που μας βγάζει σε συγκεκριμένη όχθη ή ισχύει το «συν Αθηνά και χείρα κινεί».
Η ζωή η ίδια έχει ανατροπές, όχι γιατί παρεμβαίνει το χέρι της Μοίρας, αλλά γιατί επιλέγουμε εμείς οι ίδιοι έναν άλλο δρόμο. Οι ηρωίδες αποφασίζουν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους κι αυτό από μόνο του φέρνει τις ανατροπές στη ζωή τους. Επομένως ο χρόνος απλά συνοδεύει τις πράξεις των ανθρώπων, δεν τις καθορίζει.
8)Ποιόν ήρωα σας αγαπήσατε πιο πολύ και ποιόν αντιπαθήσατε; Αν μπαίνατε σε ένα μαγικό κουτί που θα σας πήγαινε πίσω στο χρόνο και ζωντάνευε τα πρόσωπα της αφήγησης σας με ποιόν θα θέλατε να είστε φίλοι;
Αγάπησα πολύ την Όλγα, που παρ’ όλο που δεν ήταν πρωταγωνίστρια στην ιστορία, με κέρδισε το πείσμα της και το «τσαγανό» του χαρακτήρα της. Αντιπάθησα τον Ηλία Μανέτα γιατί ήταν άτομο εγωιστικό και υπέρμετρα φιλόδοξο. Θα ήθελα να ήμουν φίλη με τη Σοφία Λσκαρίδου, τη ζωγράφο με την αγέρωχη στάση ζωής, γιατί ήταν πιστή στις ιδέες της και στα όνειρά της.
9)Στην αρχή κάθε κεφαλαίου χρησιμοποιείτε εύστοχα ένα απόσπασμα από κάποιο βιβλίο. Το θέμα κάθε κεφαλαίου σας οδήγησαν στην επιλογή του ή το αντίστροφο;
Κάθε απόσπασμα επιλέχθηκε ώστε να δίνει συνοπτικά το νόημα του κεφαλαίου που ακολουθεί. Ήθελα να δείξω μ΄ αυτό, πως οι ιδέες και η πνευματικότητα των ανθρώπων είναι διαχρονικές, πως όλα λέγονται και ξαναλέγονται με άλλο τρόπο, ώστε εντέλει να εμπεδωθεί το νόημα.
10) Και ερχόμαστε τώρα στον ήρωα της ιστορίας, τον Αλβέρτο. Ένα άβουλο πλάσμα που αδυνατούσε να επιβάλει και να διεκδικήσει τις επιθυμίες του. Πόσο δύσκολο είναι να απεμπλακεί κάποιος από τα οικογενειακά δεσμά; Αν λάβουμε υπόψιν την αδελφή του που διεκδίκησε τα θέλω της είναι τελικά θέμα ιδιοσυγκρασίας ή ο τρόπος που μεγαλώνει κάποιος;
Για να μπορέσει κάποιος να ξεφύγει από μια τέτοια κατάσταση, πρέπει πάνω απ’ όλα να αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη να το κάνει, συνειδητοποιώντας τον περιορισμό που του έχει επιβάλει το οικογενειακό περιβάλλον. Τότε μπορεί να σπάσει τους δεσμούς και να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο. Αυτό έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτήρα του, με την ιδιαίτερη θέση του μέσα στον οικογενειακό αστερισμό και με τον τρόπο που μεγαλώνει, αν δηλαδή του δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξει το δυναμικό της προσωπικότητάς του σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες.
11)Κάτι που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν ο γιατρός Αιβάζης. Η υπομονή και η αφοσίωση του τελικά κέρδισε. Παρόλο που την αγαπούσε την άφησε ελεύθερη να φύγει χωρίς να χρησιμοποιήσει μηχανορραφίες για να την κρατήσει. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη μορφή πρεσβεύει την αληθινή αγάπη και την έννοια της ελευθερίας της επιλογής μέσα στη σχέση. Στο σήμερα, στο τώρα, στους φρενήρεις ρυθμούς που κινείται η πραγματικότητα θεωρείτε ότι μπορεί να συμβεί; Πόσο εφικτό είναι κάποιος να ξεπεράσει κάθε εγωισμό και να αγαπήσει αλτρουιστικά;
Στη ζωή υπάρχουν όλων των ειδών οι αγάπες. Η αλτρουιστική αγάπη απαιτεί μεγαλείο ψυχής και αναπτυγμένη πνευματικότητα, αλλά δεν είναι ιδεατή, είναι ανθρώπινη, αν ο άνθρωπος δεν είναι εγωιστής και δεν αντιμετωπίζει τον άλλον ως ιδιοκτησία του. Είναι δυσεύρετη, αλλά υπάρχει.
12) Και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ στον Ιωάννη και τη Μεταξία και τη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό : κάρμα! Δυστυχώς πολλές φορές τα λάθη κάποιων ανθρώπων που προέρχονται από εσφαλμένες πεποιθήσεις παρασύρουν και άλλους ανθρώπους. Θεωρείτε ότι έμαθαν ,άραγε, από τα λάθη τους; Πόσο συχνά συναντάμε παρόμοιες συμπεριφορές στην πραγματική ζωή; Όταν η αληθινή ζωή θυσιάζεται στον βωμό του «φαίνεσθαι»!
Πολλά θυσιάζονται στο βωμό του «φαίνεσθαι» ακόμα και σήμερα που υποτίθεται έχουμε κατακτήσει την ελευθερία της έκφρασής μας. Ο Ιωάννης και η Μεταξία έζησαν στην εποχή που το «τι θα πει ο κόσμος» ήταν η αξία που καθόριζε όλες τις πράξεις των ανθρώπων και έτσι πορεύτηκαν ως το τέλος της ζωής τους. Δυστυχώς όμως, αυτή η εμμονική ανάγκη να δείχνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, δεν έχει εκλείψει ούτε στην εποχή μας. Τα πρότυπα του όμορφου, ευκατάστατου, ευτυχισμένου και άρα επιτυχημένου ανθρώπου είναι τόσο ισχυρά που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ταυτιστούν μ’ αυτά ώστε να δείχνουν κανονικοί.
13) Και κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσω για το χρόνο σας και σας ευχηθώ κάθε επιτυχία γι’ αυτό το υπέροχο βιβλίο, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια λόγια της Σιμόν ντε Μποβουάρ σχετικά με το χρόνο « Τους αρέσει να σκοτώνουν το χρόνο τους περιμένοντας το χρόνο να τους σκοτώσει»! Είναι τελικά ο χρόνος αδέκαστος δικαστής;
Κατά μία έννοια ναι, αφού αποδομεί όλα αυτά που έχουν σαθρό υπόβαθρο. Ό,τι δεν βασίζεται στην αλήθεια και σε διαχρονικές αξίες, είναι καταδικασμένο αργά ή γρήγορα να καταρρεύσει. Ό,τι αξίζει να κρατηθεί, η ίδια η ζωή φροντίζει να το περισώσει.