Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Το μεγαλύτερο όνειρο του συγγραφέα είναι να μεταμορφώσει τον αναγνώστη του σε θεατή. Επιτυγχάνεται ποτέ αυτό;»

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στο έργο του «Απόγνωση», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη και σε μετάφραση του Αυγούστου Κορτώ, στήνει όντως ένα κινηματογραφικό σκηνικό με ποιότητα θεατρικότητας.

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο προλογικό σημείωμα του πονήματός του, η «Απόγνωση» (ρωσικά Ατσάγιανιε) δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες το 1934 από το περιοδικό των Ρώσων εμιγκρέδων Sovremennye Zapiski, με έδρα το Παρίσι και μετέπειτα εκδόθηκε ως βιβλίο το 1936 στο Βερολίνο. Τρεις δεκαετίες αργότερα και συγκεκριμένα το 1965 επιμελήθηκε και μεταφράστηκε από τα ρωσικά από τον ίδιο τον δημιουργό και επανεκδόθηκε από έναν αγγλικό Οίκο.

Βασικός ήρωας της ιστορίας είναι ο Χέρμαν, ένας έμπορος σοκολάτας που συναντά τυχαία στην Πράγα έναν περιπλανώμενο άνδρα, τον Φέλιξ, που επιβιώνει αναζητώντας προσωρινή εργασία και τριγυρίζοντας από περιοχή σε περιοχή.

Οι δυο άνδρες ταιριάζουν στη συμπεριφορά και το ντύσιμό τους όσο η ημέρα και η νύχτα. Ο Χέρμαν φορά κομψά και ακριβά ρούχα, είναι παντρεμένος και προσπαθεί να είναι ευγενικός, παρόλο που έχει αρκετές ιδιαιτερότητες και έναν ιδιόμορφο τρόπο σκέψης. Ο Φέλιξ από την άλλη πλευρά – λόγω της οικονομικής του κατάστασης – είναι ρακένδυτος, εργένης και συμβιβαστικός.

Παρ’ όλες τις διαφορές τους, για έναν περίεργο λόγο, ο Χέρμαν θεωρεί ότι βρήκε τον οπτικό του σωσία και ως εκ τούτου αποφασίζει να εκμεταλλευτεί αυτήν την ομοιότητα προς όφελός του. Τα γεγονότα όμως δεν εξελίσσονται όπως προσδοκούσε και η αυλαία πέφτει με μια απροσδόκητη κατάληξη.

Μέσω επομένως της αφήγησης παρατηρείται ότι ο πρωταγωνιστής παρασύρεται και χάνεται από το ίδιο του το ψέμα. Ο Ναμπόκοφ «παίζει» εντέχνως με την ειδωλοποίηση της ψευδαίσθησης και με λεπτή ειρωνεία χειρίζεται την έννοια του αντικατοπτρισμού της επιθυμίας, αφού ο ήρωας δεν βλέπει το ορατό, αλλά το θεμιτό.

Αυτή η εκδοχή, εικάζουμε ότι δύναται να συνδεθεί και με την απορία του συγγραφέα στον πρόλογό του για το εάν «θα αποκαλούσε κανείς τον Χέρμαν πατέρα του υπαρξισμού», αφού το συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα προτεραιοποιεί την αφή έναντι της όρασης. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Γάλλο λογοτέχνη και υπαρξιστή Ζαν Πωλ Σαρτρ το άτομο είναι ελεύθερο, υπεύθυνο για τις πράξεις, τις επιλογές, τις αξίες του και συνεπώς εκείνο που καθορίζει το μέλλον του. Ακριβώς δηλαδή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Χέρμαν και του Φέλιξ που έχουν ανά πάσα στιγμή τη βούληση της συναίνεσης ή της άρνησης.

Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η γραφή ακολουθεί ένα γρήγορο tempo, χρησιμοποιώντας αδρές περιγραφές και παρομοιώσεις που προσδίδουν έναν τόνο ζωντάνιας στο κείμενο και ο αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη, ωσάν να πρόκειται για μια εξομολογητική διαδικασία.

Καθώς δε οι ήρωες ψυχογραφούνται, είναι έντονη η αίσθηση του διπόλου και των αντιθέσεων, αφού οποιοδήποτε θετικό ή αρνητικό στοιχείο διαθέτει ο Χέρμαν, αντιστρέφεται στον Φέλιξ. Ενώ λοιπόν ο πρώτος χαρακτηρίζει τον δεύτερο ως έναν «μελαγχολικό βλάκα», εντούτοις ο ανόητος της υπόθεσης δεν είναι ο προφανής, αλλά ο αφανής, αποδεικνύοντας ότι στη ζωή αυτό που μετρά δεν είναι τελικά το «φαίνεσθαι», αλλά το «είναι».