από την Άρια Σωκράτους
Άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Ήταν εκείνος. Οι βηματισμοί του ήταν αργοί, νωχελικοί όπως πάντα. Τον άκουσε να βήχει και στη συνέχεια να φωνάζει το όνομα της. Ένα ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική της στήλη. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Δεν ήθελε να τον δει. Φοβόταν. Φοβόταν τόσο πολύ. Έτρεξε στο δωμάτιο του μωρού που την κοιτούσε απορημένο με τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια. Της φάνηκε σαν να έψαχνε κι εκείνο απαντήσεις από την ίδια. Απέστρεψε το βλέμμα της από το δικό του. Ένιωθε να την πλημμυρίζουν τύψεις κοιτάζοντας το καθαρό και αθώο βλέμμα του βρέφους. Αισθανόταν υπόλογη απέναντι του. Σαν να το έβαζε ασυνείδητα σε μια επίπονη και άκρως επικίνδυνη διαδικασία χωρίς τη θέληση του. Η επιλογή του πατέρα ήταν η χειρότερη δυνατή. Αισθανόταν τόσες τύψεις να την κυριεύουν που άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Άκουσε εκείνον να την φωνάζει. Έπνιξε τον λυγμό της και κρύφτηκε στο μπάνιο. Άφησε το νερό να τρέχει για να κερδίσει χρόνο. Τον άκουσε να πλησιάζει κι ένα ρίγος τρόμου διαπέρασε το κορμί της. Κάτι την ρωτούσε. Δεν μπορούσε να ακούσει ξεκάθαρα τι της έλεγε αλλά μάντευε πως την ρωτούσε πού βρισκόταν το ξύλινο κουτί.
Έκανε πως δεν τον άκουσε ενώ παράλληλα δυνάμωσε την ένταση του νερού. Ασυναίσθητα έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε μέσα στην μπανιέρα. Ένιωσε το καυτό νερο να σουβλίζει κάθε πιθαμή του κορμιού της. Προσπαθούσε να πονέσει το σώμα της, να το κάνει να ξεπεράσει τα όρια και τις αντοχές του πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να εξιλεωθεί για το τεράστιο λάθος να κάνει πατέρα του παιδιού της αυτό τον άντρα. Η ιστορία επαναλαμβανόταν σε κύκλους. Πρώτα ο πατέρας της, τώρα ο άντρας της. Μόνο που εκείνη δεν ήταν η παθητική και άβουλη μάνα της που ανάγκασε με την αδυναμία της τα παιδιά της να βιώσουν την παιδικότητα τους μέσα σε μια καθημερινή κόλαση. Όχι, το δικό της παιδί δεν θα είχε την ίδια τύχη. Ξαφνικά, ο φόβος την εγκατέλειψε και τη θέση του πήρε η ασυγκράτητη οργή. Έσφιξε τις γροθιές της και δάγκωσε με μανία τα χείλη της μέχρι που γεύτηκε την στυφή γεύση του αιματος. Αν είχε όπλο μαζί της εκείνη τη στιγμή, θα του τίναζε χωρίς αμφιβολία τα μυαλά στον αέρα. Είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Θα τον πετούσε έξω από το σπίτι χωρίς δεύτερη προειδοποίηση. Στη σκέψη και μόνο ότι αυτός ο άνθρωπος έκανε χρήση ηρωίνης δίπλα από το παιδί της, την κυρίευε τρόμος. Δεν θα το ανεχόταν αυτό ποτέ, οποιοδήποτε κι αν ήταν το τίμημα.
Βγήκε έξω αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσει και να του πει ευθαρσώς πως εκείνη ήταν που πέταξε την λευκή σκόνη στη λεκάνη της τουαλέτας. Αισθανόταν έντονα την παρόρμηση να ορμήσει καταπάνω του και να τον χαστουκίσει, να γδάρει το πρόσωπο του και να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο. Μίσος και αποστροφή ένιωθε μόνο γι’αυτόν. Τίποτα άλλο. Ποτέ στη ζωή της δεν τον ερωτεύτηκε. Απλώς τον ανεχόταν και συμβίωνε μαζί του σαν μια απλή συγκάτοικος. Ούτε που θυμόταν πια πόσο καιρό είχαν να κάνουν έρωτα. Η ερωτική επαφή μαζί του της ήταν παντελώς αδιάφορη, τώρα όμως της ήταν απεχθής και ανυπόφορη. Νόμιζε πως έστω κι αν την ακουμπούσε, θα πάθαινε νευρικό κλονισμό. Έπρεπε να ξεμπερδεύει μαζί του μια ώρα αρχίτερα. Είχε ένα παιδί να προστατεύσει. ΄
Από εκείνη τη μέρα είχε συγκρατήσει μόνο μια τεράστια σκηνή με ατελείωτη ένταση, φωνές, βρισιές και ξύλο. Την είχε σπρώξει και είχε χτυπήσει το κεφάλι της στην άκρη της ξύλινης πολυθρόνας που είχαν στο σαλόνι μόλις του είπε να φύγει από το σπίτι και πως γνώριζε για όλες τις εξαρτήσεις του. Δεν αρνήθηκε τίποτα, δεν προέβαλε καμία δικαιολογία, δεν έδωσε καμία απολύτως εξήγηση. Σαν να περίμενε πως εκείνη κάποτε θα το μάθαινε. Σαν να είχε την υποχρέωση να το μάθει και απαιτούσε επιτακτικά να το δεχτεί. Ένα θολό κουβάρι από φριχτές αναμνήσεις ήταν ό,τι της είχε απομείνει από εκείνον τον άνθρωπο.
Το διαζύγιο της δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο Τζεφ αρνούνταν πεισματικά να φύγει από το σπίτι και εκείνη δεν είχε καθόλου χρήματα για το διαζύγιο. Κάποιες φορές την παρακαλούσε κλαίγοντας να τον συγχωρήσει και να τον βοηθήσει να νικήσει τους δαίμονές του. Κάποιες άλλες φορές όμως ορμούσε καταπάνω της σαν μαινόμενος ταύρος επειδή δεν του έδινε χρήματα για τη δόση του. Μέχρι που μια μέρα ξεπέρασε τα όρια της και κάλεσε την αστυνομία. Του έκανε επίσημη καταγγελία και το διαζύγιο πήρε το δρόμο του. Μόλις τον εγκατέλειψε, τον οδήγησαν σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο. Υπερβολική δόση ήταν η διάγνωση. Μόλις συνήλθε άρχισε να μπαινοβγαίνει σε κλινικές απεξάρτησης, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Εξακολουθούσε για αρκετά χρόνια ακόμη να την παρακαλεί να γυρίσει πίσω σε αυτόν. Την ακολουθούσε παντού, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, μέχρι που η Ντόροθι αναγκάστηκε να του κάνει ασφαλιστικά μέτρα. Άλλαξε σπίτι, δουλειά και γειτονιά για να μην τον βλέπει. Όσο για το παιδί, η κοινωνική μέριμνα είχε κρίνει ότι ήταν επικίνδυνο να το βλέπει όσο ήταν ακόμα εξαρτημένος και δεν είχε σημειώσει καμία πρόοδο στο πρόβλημα του.
Η ζωή της συνέχιζε όπως ήταν και πριν από το γάμο της, προβλέψιμη, βαρετή και συχνά με πινελιές έντασης κι απελπισίας για τους απλήρωτους λογαριασμούς, για τα καθυστερημένα νοίκια και την φροντίδα του παιδιού, την οποία είχε αναλάβει εξ’ολοκλήρου και δεν είχε καμία απολύτως βοήθεια από πουθενά.
Η καθημερινότητά της είχε ένα γκρι χρώμα μέχρι τη στιγμή που γνώρισε τον Τομ. Τότε μόνο η ζωή της φωτίστηκε με πιο ζωντανά χρώματα και αισθάνθηκε ότι θα ζούσε φυσιολογικά για πρώτη φορά. Μαζί του ένιωσε να ξυπνά η γυναικεία της φύση και να αισθάνεται όμορφη κι επιθυμητή. Με τον Τομ μεταμορφβνόταν σε μια ιδεατή γυναίκα που πάντοτε θαύμαζε αλλά ποτέ δεν υπήρξε η ίδια. Το μοναδικό σκιερό σημείο στην ευτυχία της ήταν το παρελθόν του, οι δικές του Ερινύες που αναβίωναν και εισχωρούσαν ανάμεσά τους. Όμως πάλευε μαζί τους και κάποτε θεωρούσε πως τις νικούσε, μέχρι σήμερα που εμφανίστηκε η χαμένη του κόρη.
«Τομ, σε παρακαλώ, άφησε τον χρόνο να δώσει τη λύση. Μην πιέσεις γεγονότα και καταστάσεις. Αντιλαμβάνεσαι πως ούτε η ίδια είναι έτοιμη, γι’αυτό αντέδρασε έτσι. Χρόνο χρειάζεται. Δώσε της χρόνο.»
«Πόσο χρόνο πια να της δώσω; Δέκα χρόνια μακριά μου δεν ήταν αρκετά; Ντόροθι, έχω χάσει την κόρη μου. Πρέπει να το πάρω απόφαση πια. Με μισεί. Για εκείνη είμαι ο χειρότερος εχθρός της. Ο δολοφόνος της μάνας της. Θέε μου αν μπορούσα να της μιλήσω. Μόνο να μπορούσα να της πω όλα όσα γνωρίζω. Όμως δεν γίνεται. Δεν μπορώ να κηλιδώσω τη μνήμη της. Είναι το μόνο που της χρωστάω.»
Η Ντόροθι αναπήδησε από τη θέση της σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Τι εννοείς δεν γίνεται και δεν μπορείς; Μίλα επιτέλους Τομ. Μα τω Θεώ μίλα μια φορά. Είμαστε μαζί τόσα χρόνια και κρατάς το πιο σημαντικό κομμάτι σου μακριά από μένα. Με απομονώνεις από τη ζωή σου Τομ. Με κάνεις να αισθάνομαι ξένη. Με σκοτώνει αυτό το αίσθημα. Νιώθω σαν να μου κλέβεις τη χαρά, σαν να ζητιανεύω την αγάπη σου επειδή μέσα μου είμαι φτωχή.»
Ήταν θυμωμένη, οργισμένη. Έκρυψε τις τεντωμένες γροθιές της στις τσέπες της ζακέτας της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κρύψει το μέγεθος της οργής της.
Εκείνος την κοιτούσε ξαφνιασμένος, αποσβολωμένος λόγω της έντασης της φωνής της και της εκρηκτικς αντίδρασής της. Η Ντόροθι ήταν πάντοτε γλυκιά και συγκαταβατική. Δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιες εξάρσεις. Ποτέ στα τόσα χρόνια που ήταν μαζί δεν τον είχε κατηγορήσει για τίποτα. Τι έπαθε ξαφνικά;
«Δεν σε καταλαβαίνω καλή μου. Τι εννοείς; Γιατί μου κάνεις αυτή την επίθεση; Εγώ σου ανοίγω την ψυχή μου κι εσύ μου επιτίθεσαι με αυτό τον τρόπο;»
«Πότε μου άνοιξες την ψυχή σου Τομ; Πότε μου εκμυστηρεύτηκες τι πραγματικά σε απασχολεί; Πάντοτε εγώ έπρεπε να μαντέψω τι κρυβόταν πίσω από τον κρότο της βαθιάς σιωπής σου. Χίλιες φορές να φώναζες, να έβριζες, να θύμωνες αλλά να αντιδρούσες. Τουλάχιστον θα έδειχνες ότι με υπολογίζεις. Όμως, εσύ με άφησες τόσο καιρό να ζω στο σκοτάδι. Τι συνέβη στην γυναίκα σου; Ποιό μυστικό υπάρχει πίσω από το χαμό της; Γιατί ποτέ δεν μιλάς γι’αυτήν και όποτε τύχει να αναφερθεί το όνομά της εσύ αλλάζεις χίλια χρώματα και πνίγεσαι μέσα στη σιωπή; Τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που δεν εκμυστηρεύτηκες ποτέ σε μένα όλα αυτά τα χρόνια που ζούμε μαζί; Γιατί δεν μίλησες στην κόρη σου σήμερα; Δεν νομίζεις πως όφειλε να γνωρίζει την αλήθεια; Πόσα αναπάντητα “γιατί” καλείσαι να απαντήσεις Τομ;
«Ντόροθι σε παρακαλώ σταμάτα εδώ. Με κάνεις να αισθάνομαι πολύ χειρότερα απ’ό,τι ήδη είμαι. Η ζωή μου πριν από σένα ανήκει σε μένα και μόνο σε μένα. Είναι το παρελθόν μου το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το παρόν που μοιράζομαι μαζί σου. Σε παρακαλώ να το σεβαστείς όπως σεβάστηκα κι εγώ τόσα χρόνια το δικό σου παρελθόν».
Η φωνή του ήταν βραχνή, υπόκωφη με ένα ίχνος παραίτησης. Της μιλούσε χωρίς καν να την κοιτάζει στα μάτια. Δεν άντεχε να την κοιτάξει επειδή ήξερε πως είχε δίκιο και αυτός δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί.
«Κάνεις λάθος. Το δικό μου παρελθόν σε σένα ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή. Δεν σου έκρυψα ποτέ τίποτα. Όσο για το δικό σου, με αφορά και μάλιστα πάρα πολύ επειδή το δικό σου παρελθόν επηρεάζει και δηλητηριάζει το δικό μας παρόν. Υπάρχει μια σκιά ανάμεσα μας, ποτέ δεν ήμασταν μόνοι οι δυό μας. Το φάντασμα της μας κυνηγά και μας στοιχειώνει. Μπορεί να είναι νεκρή αλλά για μένα η σκέψη της είναι πιο απειλητική ακόμα και από τη φυσική της παρουσία. Δεν μπορούμε να ζούμε κάτω από τη σκιά μιας νεκρής Τομ. Πρέπει να απελευθερωθείς από αυτό που σε βαραίνει. Εκείνη έχει φύγει πια.»
Τον κοιτούσε στα μάτια εξεταστικά σαν να ήθελε να μαντέψε τις πιο μύχιες σκέψεις του. Εκείνος συνέχιζε να μην την κοιτάει. Δεν άντεχε το βλέμμα της ούτε τα λόγια της. Αισθάνθηκε ένα βάρος να του πλακώνει το στήθος σαν πετριά. Ήταν πολλά και απανωτά τα χτυπήματα για να μπορέσει να τα αντέξει.
«Σταμάτα να μιλάς. Μόνο αυτό σου ζητάω. Αν χρωστάω σε κάποιον μια εξήγηση, αυτός ο κάποιος είναι η κόρη μου και κανένας άλλος. Εσένα σε γνώρισα μετά τον θάνατο της. Δεν την γνώριζες και δεν σε αφορά τι είχε συμβεί ανάμεσα σε μένα και σε εκείνη. Όσο για τη σκιά που λες ότι υπάρχει, αυτή είναι αποκύημα της δικής σου φαντασίας. Ποτέ δεν σου μίλησα για εκείνη, ποτέ δεν ανέφερα το όνομα της και είναι αυθαιρεσία να με κατηγορείς για μια υποψία που δεν έχει ούτε βάση ούτε συνοχή. Δικές σου σκέψεις είναι αυτές και δικές σου πεποιθήσεις. Προσπάθησα να είμαι για σένα ένας καλός σύντροφος, αγάπησα το παιδί σου σαν να ήταν δικό μου, ζούμε όλοι μαζί σαν μια οικογένεια και εσύ με κατηγορείς ότι δηλητηριάζω τη σχέση μας. Πραγματικά Ντόροθι, δεν σε καταλαβαίνω καθόλου.»
«Με καταλαβαίνεις αλλά δεν θέλεις να παραδεχτείς αυτό που πραγματικά συμβαίνει ανάμεσά μας. Ίσως επειδή ούτε εσύ δεν είσαι ακόμα έτοιμος να το αποδεχτείς. Φοβάσαι Τομ. Φοβάσαι το παρελθόν σου, είσαι ανίκανος να το αντιμετωπίσεις. Φοβάσαι την κόρη σου, τις εξηγήσεις που καλείσαι να της δώσεις. Ήσουν και είσαι για μένα μια όαση στη ζωή μου, το παραδέχομαι. Όμως, ολόκληρο δεν σε είχα ποτέ. Ένα κομμάτι σου θα ανήκει για πάντα σε εκείνη. Αυτό μπορώ να το κατανοήσω. Δεν είμαι τόσο εγωίστρια ούτως ώστε να σου ζητήσω κάτι που δεν μπορείς να δώσεις. Αυτό που σου ζητώ είναι μόνο να μου μιλήσεις. Να μην μου κλείνεις την πόρτα χωρίς να με αφήσεις να περάσω το κατώφλι. Είμαι μαζί σου, όχι εναντίον σου. Θέλω να βοηθήσω εσένα, τη σχέση μας.»
Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε από τους ώμους. Του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη και του χαίδεψε τα μαλλιά. Εκείνος την έσπρωξε απαλά και σηκώθηκε από τη θέση του.
«Καληνύχτα Ντόροθι, πάω να ξαπλώσω. Θα τα πούμε αύριο», είπε άχρωμα και βγήκε από την πόρτα, χωρίς να προσέξει τις χοντρές σταγόνες που κύλησαν από τα μάτια της.