Από την Ισμήνη Χαρίλα
Νέα Ορλεάνη. Τη σαγηνευτική και παρορμητική αυτή πόλη, τη μαγική πόλη των αντιθέσεων, της μουσικής και των χρωμάτων επιλέγει ο Τένεσι Ουίλιαμς για να στήσει το σκηνικό του θεατρικού του έργου «Λεωφορείον ο Πόθος».
Η υπόθεση είναι γνωστή στο ευρύ κοινό χάρη στις μεταφορές του πονήματος στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η Μπλανς Ντυμπουά, μια τριαντάχρονη γυναίκα με καταγωγή από το Μισισίπι επισκέπτεται στη Νέα Ορλεάνη την αδελφή της Στέλλα που είναι παντρεμένη με τον Πολωνό μετανάστη Στάνλεϋ Κοβάλσκι.
Η επίσκεψη αυτή φέρνει σε δύσκολη θέση τόσο τη Μπλανς, η οποία εξαναγκάστηκε να ταξιδέψει στη Νέα Ορλεάνη λόγω της κακής οικονομικής της κατάστασης, όσο και τον Κοβάλσκι, ο οποίος δεν αποδέχεται με ευχαρίστηση την εισβολή της άγνωστης κουνιάδας στο σπίτι του.
Στη συνέχεια η έλλειψη σαφών εξηγήσεων από την πλευρά της Μπλανς για την απώλεια της πατρικής περιουσίας τού γεννά πολλά ερωτηματικά και αποφασίζει να ερευνήσει τη ζωή της, όντας πεπεισμένος ότι έχασε το μερίδιο που του αναλογούσε. Η αναζήτησή του θα τον οδηγήσει δυστυχώς σε μια δυσάρεστη αποκάλυψη που σύντομα θα επιφέρει την ανατροπή στη ζωή τους.
Ο Ουίλιαμς από την πρώτη στιγμή «παίζει» με συμβολισμούς. Κατ’ αρχάς, το όνομα της ηρωίδας (Blanche DuBois) σημαίνει Λευκή του ξύλου. Ενώ επομένως το λευκό ως χρώμα παραπέμπει στο αγνό και το αμόλυντο, η Μπλανς κρύβει στο παρελθόν της ιστορίες που σχετίζονται ακόμα και με αποπλάνηση ανήλικου μαθητού της. Παράλληλα, ενώ το ξύλο είναι ένα στερεό και συμπαγές υλικό, η πρωταγωνίστρια παρουσιάζεται ως μια εύθραυστη και εξαιρετικά ευαίσθητη ύπαρξη.
Μια άλλη αντίθεση προκύπτει από την πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή, όπου το λευκό φόρεμά της έρχεται σε αντιδιαστολή με το μαύρο χρώμα που αποπνέει η συνοικία και συνάμα προοικονομείται η μελανή κατάληξη της ποθητής εξέλιξης.
Η αλήθεια αντιπαρατίθεται στο ψέμα και η αριστοκρατική φινέτσα της Μπλανς στον λαϊκό και άγριο χαρακτήρα του Κοβάλσκι. Ενώ δε αιωρείται η αίσθηση της θέλησης αντίστασης, εντούτοις τόσο η Μπλάνς, όσο και η Στέλλα υποτάσσονται στις συνθήκες και στην κυριαρχία του Στάνλεϋ.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ειπωθεί ότι η κινηματογραφική ενσάρκωση της ηρωίδας από τη Βίβιαν Λη, παραπέμπει συνειρμικά στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» και τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα και προκαλεί αυθόρμητα τη σύγκριση ανάμεσα σε μια γυναίκα που δηλώνει ότι «πάντα βασιζόταν στην καλοσύνη των ξένων»και σ’ εκείνη που βλέπει το αύριο σαν μια νέα ημέρα που θα την οδηγήσει στους στόχους της.
Όσον αφορά τέλος την επιλογή στον τίτλο του όρου «πόθος» αντανακλά ξεκάθαρα την επιθυμία για κάτι μακρινό που έχει χαθεί, σ’ ένα θεατρικό έργο που κάθε πράξη του δημιουργεί άπειρους προβληματισμούς και θίγει καίρια σημεία για τον ανθρώπινο συναισθηματικό κόσμο.