Γράφει ο Ερμής:
Κυριακή πρωί και ο Ήλιος, ξεκούραστος από έναν πολύωρο ύπνο, έσπευσε να πάρει από τη Σελήνη τη σκυτάλη στον ουράνιο θρόνο τους. Εκείνη όμως είχε αποκοιμηθεί και ο Ήλιος θύμωσε, μόλις την αντίκρισε.
«Κοιμάσαι;», τη ρώτησε νευριασμένος. «Τις ώρες που έχουμε βάρδια, είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρούμε προσεκτικά οτιδήποτε συμβαίνει. Πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο ανεύθυνη;»
«Μη φωνάζεις!!! Αν περνούσες και εσύ μια νύχτα σαν τη χθεσινή, θα καταλάβαινες γιατί κοιμάμαι».
«Έτοιμη η δικαιολογία. Ωραία λοιπόν. Εξήγησέ μου τι σου συνέβη, για να δούμε, εάν ήταν όντως σοβαρό».
«Χθες, ανόητε, ήταν η νύχτα της αγάπης».
«Ποια;»
«Η νύχτα που επιλέγω πότε θα συναντήσουν την αληθινή αγάπη τα μοναχικά πλάσματα και είναι δύσκολο γιατί πρέπει να συντονίσω τη σωστή στιγμή. Όλη τη νύχτα δούλευα ασταμάτητα και δυστυχώς δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη λίστα μου».
«Δεν μπορείς να συνεχίσεις απόψε;»
«Όχι, γιατί η διορία λήγει το μεσημέρι και εγώ τώρα πρέπει να φύγω».
«Τότε θα σε βοηθήσω εγώ».
«ΧΑ ΧΑ!!!» γέλασε η Σελήνη. «Εσύ; Όχι, είναι αδύνατον να τα καταφέρεις».
«Αντί να με κοροϊδεύεις, πες μου τι πρέπει να κάνω και θα σου αποδείξω ότι δεν έχεις δίκιο».
Αν και η Σελήνη δεν εμπιστευόταν τον Ήλιο, μην έχοντας εναλλακτική λύση, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
«Μόνο μια κοπέλα απομένει», του είπε και του έδωσε σαφείς οδηγίες.
Έπειτα έφυγε και ο Ήλιος πήγε και στάθηκε πάνω από το σπίτι της κοπέλας.
«Είναι πολύ όμορφη», σκέφτηκε, όταν την είδε. «Σίγουρα θα υπάρξουν πολλοί υποψήφιοι να διεκδικήσουν την καρδιά της. Ορίζω λοιπόν να χτυπήσει την πόρτα της ο Έρωτας όταν ανθίσουν οι γαρυφαλλιές στον κήπο της».
Ολοκληρώνοντας τη φράση του, έλουσε με το φως του την κόρη και χαρούμενος επέστρεψε στον θρόνο του.
Όταν βράδιασε και συνάντησε ξανά τη Σελήνη, της διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα.
«Ωχού!!!» φώναξε η Σελήνη. «Τι έκανες βρε ανόητε;;; Σ’ έναν κήπο γεμάτο με τριανταφυλλιές, πού τις είδες τις γαρυφαλλιές; Η ευχή δεν θα υλοποιηθεί ποτέ και το κορίτσι θα μείνει μόνο. Δεν φταίει όμως κανένας άλλος, παρά εγώ που σου επέτρεψα να ανακατευτείς στις δουλειές μου».
Ο Ήλιος, πολύ στενοχωρημένος για το σφάλμα του, έφυγε δίχως να αρθρώσει λέξη. Τα χρόνια πέρασαν και εκείνος παρατηρούσε καθημερινά την κοπέλα, προσπαθώντας μάταια να βρει έναν τρόπο για να διορθώσει την κατάσταση.
«Ό,τι έγινε, έγινε», τον παρηγορούσε η Σελήνη που τον λυπόταν. «Όλοι κάνουμε λάθη. Δεν θα πεθάνουμε κιόλας. Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μένουν για πάντα μόνοι».
«Ίσως, αλλά όχι εξαιτίας μου», απαντούσε άηχα ο Ήλιος και εξακολουθούσε να παρακολουθεί το κορίτσι που κάποτε γέρασε.
Ώσπου μια ημέρα συνέβη το αναπάντεχο και ο κηπουρός φύτεψε μια γαρυφαλλιά.
«Άραγε, υπάρχει ακόμα ελπίδα;» αναρωτήθηκε ο Ήλιος και ζήτησε τη συνδρομή της Σελήνης, που εμπειρότερη σε αυτά τα θέματα, έδρασε ακαριαία και το επόμενο κιόλας πρωινό η ηλικιωμένη πια κόρη άκουγε τον παιδικό της φίλο να της εκμυστηρεύεται τον έρωτα που ένιωθε για εκείνη σ’ ολόκληρη τη ζωή του, δίχως να βρίσκει ως τότε το κουράγιο να της ομολογήσει τα συναισθήματά του.
Συνταγή της Αμβροσίας: Μωβ ασπασμός
Υλικά:
1 κιλό βατόμουρα
½ κιλό ζάχαρη
½ κρασοπότηρο νερό
Εκτέλεση:
Πλένουμε τα βατόμουρα και τα βάζουμε σε μια κατσαρόλα με τη ζάχαρη και τα αφήνουμε για 1 ώρα. Ρίχνουμε το νερό και βάζουμε την κατσαρόλα στη φωτιά, μέχρι να δέσει το γλυκό.