από την Χριστίνα Καπράλου.

Nαι! Την θυμάσαι, με την ιστορία της μεγάλωσες εσύ, η μαμά σου, η γιαγιά σου, η γιαγιά της γιαγιάς σου και πολλές γενιές πριν από εσένα.

Ο λύκος παραφυλάξε άπειρες φορές  την Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος, έφαγε άπειρες φορές  την γιαγιά της, ξάπλωσε άπειρες φορές στο κρεβάτι της γιαγιάς με το σκουφί  της και το νυχτικό της. Άπειρες φορές ο κυνηγός έβγαλε από την κοιλιά του λύκου την γιαγιά ζωντανή.

Τα χρόνια πέρασαν η Κοκκινοσκουφίτσα μεγάλωσε, άσπρισαν τα μαλλιά της μα αυτή εκεί επιμένει  να κάνει βόλτες  στο δάσος και  τον περιμένει….ολο τον περιμένει.

Ζει για την στιγμή που θα τον δει να παραφυλάει πίσω από το δέντρο εκεί στο ίδιο μονοπάτι.

Όλη της η ζωή μια αναμονή.

Συμφιλιώθηκε με τον φόβο της.

Και τι δεν θα έδινε για μια και μοναδική φορα να χαρίσει ένα χαμόγελο στον Λύκο – στον Λύκο της – στον δικό της κυνηγό που αιώνες  τώρα την παίρνει στο κατόπι και δεν κατάφερε ούτε μια φορά να την φάει…. Δεν κατάφερε η δεν ήθελε;

Η κοκκινοσκουφίτσα  σήμερα  αποφασισμένη  τρύπωσε  στο μονοπάτι, το ίδιο μονοπάτι που ακολουθεί εδώ και αιώνες – το καλαθάκι της άδειο  μα η καρδούλα της γεμάτη και το χαμόγελο της μια ζωγραφιά έτοιμη να χαριστεί σε εκείνον.

Εκείνος…. Αχ εκείνος μόνιμα πεινασμένος τότε για φαί, τώρα για μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο και λίγη αγάπη.

Του πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβει πως δεν την έφαγε ποτέ όχι από λάθος  ούτε από σύμπτωση.

Εκείνο το γλυκό κορίτσι με τα ροδαλά μάγουλα του είχε πάρει την καρδιά.

Πεινούσε ό έρμος μα δεν την έφαγε ποτέ και όταν την παραφύλαγε στο δάσος το έκανε γιατί ήθελε να δει τα μάτια της και να κλέψει το χαμόγελό της. Ένοιωθε τον φόβο της και όσο περνούσαν τα χρόνια μαράζωνε….

Μα εκείνο το πρωινό όλα ήταν σχεδιασμένα να γίνουν αλλιώς.

Ο λύκος ξύπνησε χαρούμενος, ο έρωτας του έδωσε χρυσά φτερά – φόρεσε το καθαρό άσπρο του πουκάμισο, την κόκκινη γραβάτα και τις τιράντες του. Σιδέρωσε το καλό του παντελόνι, γυάλισε τα παπούτσια του. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, ίσιωσε την χωρίστρα του και έκλεισε πονηρά το μάτι.

Σήμερα ήταν αποφασισμένος να κάνει την ανατροπή.

Κρύφτηκε πίσω από το ίδιο δέντρο που κρυβόταν εδώ και αιώνες και την περίμενε με λαχτάρα.

Την είδε να πλησιάζει – τι και αν είχε χιόνια στα μαλλιά της. Ήταν πάντα το ίδιο χαριτωμένη, το ίδιο θελκτική. Τι κι αν τα ροζ τρυφερά της μαγουλάκια χαρακώθηκαν από ρυτίδες. Μια ρυτίδα του χαμόγελου, μια της σκέψης, μια του φόβου και αχ! Να δυο μικρές ρυτίδες της προσμονής.

Η κοκκινοσκουφίτσα  περπατούσε για μια ακόμη φορά στο μονοπάτι. Η καρδούλα της  χτυπούσε σαν τρελή. Τον έψαχνε με αγωνία και λαχτάρα. Και τότε τον είδε!

Νάτος! Πίσω από εκείνο το δέντρο στα αριστερά της… αγέρωχος, επιβλητικός, γοητευτικός.

Αυτήν την φορά δεν έτρεξε, και δεν ήταν ότι τα βήματα της ήταν βαριά και κουρασμένα. Αυτή την φορά κοντοστάθηκε, τον κοίταξε ίσια στα μάτια και του άπλωσε το χέρι της.

Έλα! Του είπε.

Έλα δεν σε φοβάμαι πια.

Έλα σε περίμενα!

Ο λύκος γοητευμένος από το θάρρος της, την παρουσία της, την γλυκύτητα της βγήκε από τους θάμνους, πρόβαλε μπροστά από το δέντρο που ήταν κρυμμένος και με δυο δρασκελιές βρέθηκε μπροστά της.

Ω! τι όμορφος που είσαι! Του είπε.

Όμορφη γραβάτα! Όμορφες τιράντες! Όμορφο παντελόνι, καθαρό καλοσιδερωμένο πουκάμισο!

Αχ και η χωρίστρα σου όμορφη που είναι!

Αχ νάξερες πόσο σ αγαπώ! Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα με φωνή τρεμάμενη στον Λύκο της.

Εκείνος κατέβασε τα μάτια του χαμηλά άκουσε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά και αναστέναξε.

Άνοιξε την αγκαλιά του και εκείνη έτρεξε και κρύφτηκε όλο λαχτάρα.

Αυτή η στιγμή ήταν μοναδική!

Ο φόβος μεταλλάχτηκε σε ασφάλεια και ο κυνηγός σε προστάτη. Οι έννοιες θύτης και θύμα έχασαν την ουσία τους.

Έλα της είπε! Άνοιξε τις ολόχρυσες φτερούγες του που του χάρισε ο καλός Θεούλης Έρωτας και…

Έλα! Της είπε! Πάμε να φύγουμε από εδώ πάμε σε άλλο παραμύθι να συνεχίσουμε την ζωή μας.

Πάμε εκεί που ο φόβος δεν έχει θέση, εκεί που η λύπη δεν χωρά.

Κι αν δεν μας θέλουν στο παραμύθι τους η Χιονάτη και οι νάνοι, η Σταχτοπούτα, τα τρία γουρουνάκια και ο Πήτερ Παν πάμε να φτιάξουμε ένα δικό μας παραμύθι που θα το διαβάζουν οι επόμενες γενιές και θα χαίρονται με την χαρά της αγάπης μας.

Η Κοκκινοσκουφίτσα ανέβηκε στα φτερά του Λύκου της και πέταξαν μακριά.

Θα τους βρείτε στο ράφι κάποιου βιβλιοπωλείου, θα είναι εκεί και θα σας περιμένουν να διαβάσετε το αλλιώτικο παραμύθι τους και να το διηγηθείτε στα παιδιά σας και τα παιδιά σας στα παιδιά τους.

Το παραμύθι αυτό δεν έχει όνομα…. Περιμένει εσένα να γίνει η Νονά η ο Νονός του.

Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος προχώρησαν την ζωή τους έξω από τα όρια του παραμυθιού που γνωρίζαμε και συνέχισαν ζωή κοινή με όχημα την ανατροπή και την αληθινή αγάπη.

Και ζουν αυτοί καλά και εμείς θα ζήσουμε καλύτερα μέσα στα όνειρα μας.