από τη Χριστίνα Καπράλου.

-Πίσω! Κάντε όλοι πίσω!

-Είμαι  νικητής!  Εγώ τους νίκησα όλους! Υποκλιθείτε στην γενναιότητα μου.

Ο Σώτος γενναίος ιππότης για μια  ακόμη φορά  κατατρόπωσε τον εχθρό.

Καβάλα πάνω   στο άσπρο άλογο του ξεχύθηκε πάνω στις ορδές του.

Το σπαθί του λαμποκοπούσε στον Ήλιο. Η πανοπλία του άστραφτε.

Γνωστός σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης ο Σώτος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των  βαρβάρων.

Δεν είχε συμπολεμιστές – μόνος του έδινε τις μάχες του-  μονός του κέρδιζε τους αγώνες- μόνος  του πάλευε για το δίκαιο των αδυνάτων  και των φτωχών.

Άσωτος ξεκινούσε με την Ανατολή του Ήλιου την μέρα του και ο στόχος του ήταν ένας! Περνούσε από πόλεις και χωριά και απέδιδε δικαιοσύνη.

Το άσπρο του άλογο φίλος και συνεργάτης, ο μοναδικός συμπολεμιστής του και συνάμα εξομολόγος   του. Είχαν αναπτύξει έναν μοναδικό κώδικα επικοινωνίας οι δυο τους.

Το άλογο του απαντούσε σε όλα του τα ερωτήματα με ανθρωπινή φωνή. Του έλεγε την γνώμη  του τον ωθούσε στην απόδοση της δικαιοσύνης και όταν ο Σώτος έχανε το κουράγιο του, του έδινε δύναμη με τα λόγια  του.

Το σπίτι του ένας πέτρινος πύργος  που στεκόταν περήφανος  πάνω σε ένα βράχο στην μέση του πουθενά διπλά στην θάλασσα.

Ψηλά τείχη προστάτευαν τον πύργο από τις επιδρομές των κουρσάρων.

Εκείνο το βράδυ ο Σώτος ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος.

Ύπνος δεν άγγιζε τα βλέφαρα του. Γαλήνη δεν χάιδευε  το μυαλό του. Η ψυχή του ανταριασμένη σαν την θάλασσα που με τα κύματα της έδερνε τον βράχο αλύπητα.

Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του σκηνές  από μάχες τον αναστάτωναν και τότε μια λέξη, μια λεξούλα, τρία γράμματα, ένας πολεμικός αλαλαγμός έβγαινε από τα σώθηκα του.

Η φωνή του τρομακτική έσκιζε τον αέρα διαπερνούσε τους τοίχους του πύργου και τοτε….την άκουσε!

-Κιχ!Μην σε ξανακούσω!Κιχ! Ακούς τι σου λέω! Μην κάνεις κιχ!

Το θολωμένο του μυαλό αδυνατούσε να ανακαλέσει σε ποια ανήκε η φωνή.

Μια γυναικεία παρουσία στον πύργο του….μια γυναικεία φωνή…Μα τι του έλεγε;

Άνοιξε το στόμα του πάλι και ούρλιαξε με πάθος την ιδία λέξη τα ιδία τρία γράμματα.

Ο Σώτος ήταν έτοιμος να χυθεί για μια ακόμη φορά στην μάχη.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έψαξε την πανοπλία και το ξίφος του.

Το κράνος το φορούσε και στον ύπνο του – ο φόβος  του έλεγε να προσέχει μην τυχόν και ο εχθρός τον βρει κοιμισμένο.

Και τότε την άκουσε πάλι….

-Βρω σαρδανάπαλε τι κάνεις εκεί βρω μεθύστακα πάλι μου πήρες το σουρωτήρι και το έβαλες στο κλούβιο σου κεφάλι;

Tώρα θα δεις!

Ο Σώτος ίσα που πρόλαβε και έσκυψε – μια παντόφλα εκτοξεύτηκε προς το μέρος του και αυτός την γλύτωσε από καθαρή τύχη.

-Βρω αχρείε! Τι λες πάλι;

Κιχ! Μην σε ακούω!Μην ανασαίνεις!Κιχ!

Ο Σώτος έσκυψε το κεφάλι και ψέλλισε μια λέξη…την λέξη με τα τρια γράμματα.

Χικ!

Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν.

Αυτός ο εχθρός είναισκληρος και αμετανόητος, σκέφτηκε.

Χικ!ψυθίρισε και δεν μπορούσε να ξεστομίσει άλλη λέξη.

-Κιχ ειπα!Μην ανασαίνεις!

Ο Σώτος μέσα στην θολούρα του προσπαθούσε να θυμηθεί  που πήγε εκείνη η όμορφη λυγερόκορμη που είχε διαλέξει για σύντροφο της ζωής του. Εκείνη που του γλυκομιλούσε, που τον φρόντιζε, τον αγκάλιζε και τον αγαπούσε.

Ο Σώτος αναρωτιόταν ποια ήταν αυτή η κακοφτιαγμένη στρουμπουλή φωνακλού που τον μάλωνε, του φώναζε, τον απέρριπτε.

Που πήγε ο πέτρινος πύργος του; Αυτό το χαμόσπιτο που βρισκόταν τώρα… τίνος ήταν;

Ποιος πήρε το άσπρο άλογο και στην θέση του έβαλε ένα γέρικο γαϊδούρι;

Που πήγαν τα τείχη γύρω από τον πύργο του; Ποιος έβαλε αυτό του σκουριασμένο συρματόπλεγμα;

Kαι οι κουρσάροι; Πότε θα έρθουν οι κουρσάροι; Και όταν έρθουν τι θα βρουν να πάρουν;

Xικ! Ψιθύρισε ο Σώτος

Κιχ!σαρδανάπαλε! Να μην σε ακούω.

Αλλη μια νύχτα που η μάχη τέλειωσε άδοξα.

Ο Σώτος έκλεισε τα μάτια του για μια ακόμη φορά και κάλεσε στο όνειρό του εχθρούς και δράκους, τον πύργο του με τα πέτρινα τείχη, την λυγερόκορμη σύντροφο του.

Φόρεσε την πανοπλία του πήρε το ξίφος του και ταξιδέψε για μια ακόμη φορά στο όνειρο του.

-Χικ!

-Κιχ είπα! Σκασμός!