…στη σύγχρονη, μεταπολιτευτική Ελλάδα!..

Ήταν ο κύριος Μέρμηγκας. Κύριος με τα όλα του!
Από μικρός φαίνονταν πως είναι προκομμένο παιδί. Δραστήριος, εργατικός, πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει..

Όταν πλέον μεγάλωσε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ήρθε η ώρα να βγει στην αγορά εργασίας! Να βιοπορισθεί, όπως το λένε στην κοινωνία..
Από μικρός, από την εφηβεία του ακόμα, ο φίλος μας ο Μέρμηγκας φρόντιζε να κερδίζει, όσο μπορούσε, τα δικά του χρήματα. Να μην εξαρτάται από το χαρτζιλίκι της οικογένειας του και να μην τους είναι βάρος.
Είναι μία συμπεριφορά και αντίληψη, που τον ακολούθησε μεγαλώνοντας. Να μην είναι βάρος για τους άλλους..

Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να πορευθεί επαγγελματικά, άρχισε να εργάζεται προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και να πραγματοποιήσει τα όνειρα του! Εκείνα τα όνειρα που έκανε μικρό παιδί, όταν ο μπαμπάς του τον πήγαινε σινεμά και ο μικρός Μέρμηγκας χάζευε τα μεγάλα σπίτια με τις πισίνες, τα μεγάλα γυαλιστερά αυτοκίνητα, τα όμορφα ρούχα και γενικά, την όμορφη και ωραία ζωή, όπως παρουσιάζονταν στον κινηματογράφο.

Καμιά φορά στις παρέες, όταν έφηβος ακόμα μοιράζονταν τα όνειρα του με τους φίλους του, έρχονταν αντιμέτωπος με τα ειρωνικά σχόλια του φίλου του, του Τζίτζικα!
“Άσε ρε, που θα μπορέσεις να γίνεις πλούσιος! Αυτά είναι για άλλους, όχι για εμάς! Εργάτης θα γίνεις όπως ο πατέρας σου και ο πατέρας μου. Το πολύ πολύ, να γίνεις υπάλληλος γραφείου! Κοίτα να περάσεις καλά, όσο μπορείς με αυτά τα λίγα που έχεις και θα έχεις.”, του έλεγε ο Τζίτζικας..

Ο Μερμηγκάκος στεναχωριόταν, κάθε φορά που έτρωγε γείωμα από τον Τζίτζικα. Γρήγορα όμως του πέρναγε. Τα όνειρα του ήταν πολύ δυνατά για να επηρεαστούν από τον οποιοδήποτε.
Βέβαια, καμιά φορά λοξοκοίταζε προς τον φίλο του τον Τζίτζικα! Αυτός ήταν διαφορετικός χαρακτήρας. Πολύ διαφορετικός!

Ο Τζίτζικας με το ζόρι έβγαλε το σχολείο. Σε κάθε τάξη έμενε μετεξεταστέος σε ένα δύο μαθήματα και η φουκαριάρα η μάνα του δωροδοκούσε τους καθηγητές με ντενεκέδες λάδι από το χωριό, συνοδεύοντας τα δώρα με παρακλήσεις τύπου “περάστε τον καλέ κύριε, καλέ κυρία. Να βγάλει το σχολείο, να πάει στρατό και μετά να μπορεί να βρει μια δουλίτσα. Χωρίς απολυτήριο Λυκείου, τι δουλειά θα βρει;!”
Κάπως έτσι, μεταξύ ντενεκέδων λάδι και παρακαλετών, ο Τζίτζικας πήρε το ρημαδοαπολυτήριο από το σχολείο. Πήγε και φαντάρος, απολύθηκε και από το στρατό και….

..τζίφος! Ο Τζίτζικας προτιμούσε από το να ψάξει να βρει καμιά δουλειά, να παίρνει το χαρτζιλίκι από τη μάνα του, με την σιωπηρή αποδοχή του πατέρα του. Η φουκαριάρα η μάνα, προσπαθούσε να δικαιολογήσει το “παιδί”, όταν η φίλη της, η μάνα του Μέρμηγκα τη ρώταγε για το βλαστάρι της. Δικαιολογίες τύπου, “ψάχνει το παιδί, αλλά δε βρίσκει κάτι καλό” και άλλα τέτοια. Τσιμουδιά για το τέκνο της τον Τζίτζικα, που ήταν γνωστό στη γειτονιά και σε άλλες γειτονιές, πως ήταν ψιλορέμπελος. Όλο γκόμενες, πιώματα, μπάφοι, ξενύχτια και τέτοια. Κάθε μέρα γύρναγε σπίτι, στο Πατρικό του, ξημερώματα και ψιλομεθυσμένος! Οι δικαιολογίες που έβγαιναν από το στόμα του, ήταν όλο και πιο εκλεπτυσμένες! Φυσικό είναι! Τόσο καιρό που λέει μπαρούφες, έχει μάθει να τις λέει ωραία!

Περάσαν τα χρόνια και οι δύο γείτονες και παιδικοί φίλοι, είχαν πάρει διαφορετικές πορείες.
Ο Μέρμηγκας, είχε ξεκινήσει μικρός, μετά το στρατό, ένα μικρό μαγαζάκι και τώρα το είχε κάνει μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι τη μεγαλύτερη, αλυσίδα στο είδος της! Ήταν δακτυλοδεικτούμενος! Το καμάρι της γειτονιάς και της κοινωνίας! Χαλάλι οι άπειρες ώρες, μέρες, χαλάλι τα χρόνια σκληρής δουλειάς και οι στερήσεις! Χαλάλι όλα τα ρίσκα που πήρε! Τα ξενύχτια που έριξε! Οι αγωνίες που πέρασε! Χαλάλι οι νύχτες που έμεινε άυπνος από το άγχος!
Χαλάλι όλα τα δάνεια που πήρε, όλα τα ανοίγματα που έκανε..

Χαλάλι όλος ο κόπος και όλος ο πόνος που πέρασε τόσα χρόνια! Πέτυχε! Πραγματοποίησε τα όνειρα του!..

Ο Μέρμηγκας, τι κι αν έγινε μεγάλος και τρανός, τη γειτονιά του δεν την ξέχασε! Βοήθησε κόσμο από εκεί. Πολλούς τους πήρε υπαλλήλους στις επιχειρήσεις του. Έκανε έργα και αναβάθμισε την παλιά του γειτονιά. Όποτε πήγαινε από εκεί, να δει τους γέρους πλέον, γονείς του, περπατούσε με το κεφάλι ψηλά! Μίλαγε στους φίλους και παλιούς του γείτονες, σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που μικρό παιδί έπαιζε μαζί τους στις αλάνες!

Οι περισσότεροι τον θεωρούσαν ευεργέτη τους! Αυτός τους απαντούσε πως “η αγάπη σας και η στήριξη σας, μου έδωσαν δύναμη”!

Όλοι στην παλιά του γειτονιά, αγαπούσαν τον κύριο, πλέον, Μέρμηγκα.
Όλοι..

Όχι και όλοι!

Ήταν εκείνος ο φίλος του από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, ο πως τον έλεγαν, αν ναι! Ο Τζίτζικας!

Ο Τζίτζικας..

Αυτός ήταν ίσως ο μόνος που δεν έβλεπε με καλό μάτι την πρόοδο του παλιού του φίλου!
Ο Τζίτζικας, κοντά στα σαράντα πλέον, όπως και ο Μέρμηγκας, ακόμα περιφέρονταν από δουλειά σε δουλειά. Κυρίως δουλειές του ποδαριού! Κάποια στιγμή η σύνταξη της γριάς μάνας του δεν έφτανε για να τον θρέψει, έτσι αναγκάστηκε να βρει κάποια “δουλίτσα”. Στις περισσότερες δουλειές δημιουργούσε πρόβλημα. Ή τον έδιωχναν, η δεν ανανέωναν τη σύμβαση του, ή τον έφευγαν..

Παντού και πάντα προσπαθούσε να πιάσει τους άλλους κορόϊδα. Ο Τζίτζικας είχε διατηρήσει την αλαζονική και υπεροπτική συμπεριφορά που είχε από μικρός. Ίσως να οφείλονταν στο γεγονός πως ήταν εμφανίσιμος. Φυσικό αν σκεφτούμε τις ώρες που περνάει μπροστά στον καθρέπτη. Ίσως η συμπεριφορά του να οφείλονταν στο λέγειν του. Φυσικό επακόλουθο των χρόνιων, αέναων και σε γενικές γραμμές, ατελέσφορων συζητήσεων που είχε με τις παρέες του, τους επίσης ρέμπελους, χρόνια παράσιτα και άεργους..

Ο Τζίτζικας λοιπόν, φθονούσε την επιτυχία του Μέρμηγκα! Όμως τα χρόνια είχαν περάσει. Ο Τζίτζικας ήταν πλέον, στα όρια της φτώχειας, παρεπόμενο της χρόνιας οκνηρίας του. Κάτι έπρεπε να κάνει! Η σκέψη να βρει δουλειά τον τρομοκρατούσε! Πρακτικά, δεν ήξερε να κάνει τίποτα! Μπορούσε να μάθει, αλλά που να’τρεχε τώρα στα 40 του! Βαριόταν!!

Τότε ήταν που του ήρθε η ιδέα! Η απάντηση και ίσως λύση στο γρίφο του Τζίτζικα! Εκείνος ο γρίφος του “πως μπορώ να ζω πλουσιοπάροχα, χωρίς να δουλεύω”! Η απάντηση στα προβλήματα του Τζίτζικα είχε ένα όνομα!

Μέρμηγας!

Ο παλιός του φίλος! Αυτός που ο Τζίτζικας τον κοίταγε με φθόνο! Ναι αυτός! Αυτός θα έδινε τη λύση!

Όχι! Ο Τζίτζικας δεν είχε σκοπό να πάει να βρει το Μέρμηγκα και να του ζητήσει δουλειά! Σε καμία περίπτωση! Ήξερε πως ο Μέρμηγκας είχε βοηθήσει κόσμο και κοσμάκη. Θα βοηθούσε και τον ίδιο. Σίγουρα! Αλλά ο Τζίτζικας είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιο του!

Άρχισε να γυρνά στα καφενεία και να κακολογεί το Μέρμηγκα! Άρχισε να λέει πως ο Μέρμηγκας τα λεφτά που έκανε, τα έκανε από το αίμα των εργαζομένων του! Άρχισε να τον χαρακτηρίζει “πλουτοκράτη” και “μεγαλοκαρχαρία”. Άρχισε ακόμα να δημιουργεί συνθήματα! Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του ο Τζίτζικας είχε δημιουργήσει κάτι! Συνθήματα, όπως “νόμος είναι το δίκιο του εργάτη” και άλλα τέτοια πιασσάρικα!

Στους καφενέδες άρχισε να μαζεύεται κόσμος για να ακούσει τους πύρινους λόγους του Τζίτζικα! Στην αρχή τον άκουγαν πέντε δέκα άνθρωποι. Μετά όμως, ο κόσμος άρχισε να αυξάνεται! Βλέπετε, το μυαλό λειτουργεί με όρους οικονομίας. Είναι ευκολότερο να κλέψεις τον πλούτο του γείτονα, από το να δημιουργήσεις τον δικό σου πλούτο! Για αυτό τα λεγόμενα του Τζίτζικα έβρισκαν τόσους πρόθυμους ακροατές!
Από ένα σημείο και ύστερα, ο κόσμος στις ομιλίες του Τζίτζικα δε χώραγε στα καφενεία. Σειρά είχαν ο συγκεντρώσεις σε πλατείες!

Δεν άργησαν και οι πρώτες διαδηλώσεις!

Διαδηλώσεις, στην αρχή έξω από το σπίτι του Μέρμηγκα, εκείνο το παλιό που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Υπήρχε ακόμα, περιποιημένο ανακαινισμένο, μόνο που μέσα δεν υπήρχε ο Μέρμηγκας. Αυτός είχε μετακομίσει σε άλλη, καλύτερη περιοχή. Στο πατρικό του όμως ζούσαν οι υπερήλικοι γονείς του!
Οι γέροι είχαν τρομοκρατηθεί από τα γεγονότα του τελευταίου καιρού!

Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έγινε και ο γιος τους, το καμάρι τους, έγινε από τη μια μέρα στην άλλη, ο εχθρός του λαού! Πως από ευεργέτης και παράδειγμα προς μίμηση, έγινε η προσωποποίηση του κακού!

Κάτι άλλο που δε χώραγε ο νους τους, ήταν η εξέλιξη του Τζίτζικα!!!

Πως γίνεται αυτός, που ήταν η ντροπή της οικογένειας του, που ο πατέρας του, μέχρι που πέθανε σκασμένος ο άνθρωπος, έτρεχε να πληρώνει φέσια που είχε δημιουργήσει ο γιος του, πως αυτός είχε γίνει ο λαϊκός ήρωας της περιοχής! Μα αυτός μέχρι πριν λίγο ήταν η προσωποποίηση του τρακαδόρου! Μόλις έβγαινε στο δρόμο οι άνθρωποι, είτε κρύβονταν για να μη τους ζητήσει δανεικά (και αγύριστα), ή τον έπαιρναν στο κυνήγι γα να του ζητήσουν τα χρωστούμενα!

Φυσικά, ο Τζίτζικας, δεν έμεινε στις διαδηλώσεις στη γειτονιά. Είχε πλέον αναδειχθεί σε λαϊκό ήρωα! Σε ένα παιδί που “γεννήθηκε από τα σπλάχνα του λαού”. Σε έναν γνήσιο αγωνιστή που νυχθημερόν εργάζεται για το καλό της εργατιάς, κόντρα στα συμφέροντα του, τρεφόμενου από το αίμα του εργάτη, Μέρμηγκα!
Έτσι, μετά τις διαδηλώσεις στο πατρικό του Μέρμηγκα, σειρά είχαν οι διαδηλώσεις στις επιχειρήσεις του!

Διαδηλώσεις, που κάποια στιγμή έγιναν συγκρούσεις και πλιάτσικο..

Όλα αυτά, τα παρακολουθούσε ο Μέρμηγκας!
Τα παρακολουθούσε αποσβολωμένος!!

Πως έγινε αυτό;! Από που κι ως που αντιμετωπίζεται περίπου ως εγκληματίας;! Τι κακό έκανε;!!

Ο Μέρμηγκας είδε την πορεία το παλιού του φίλου και πλέον εχθρού Τζίτζικα! Τον είδε να χειραγωγεί τα πλήθη με το, όντως απαράμιλλο, λέγειν του! Τον είδε να χρησιμοποιεί το θυμό των νέων (οι νέοι οφείλουν να έχουν θυμό), για την καταστροφή, σε αντίθεση με αυτός που στα νιάτα του το δικό του θυμό τον έκανε δημιουργία..

Τέλος, είδε το Τζίτζικα να καταλαμβάνει Κυβερνητικό πόστο! Ποιος, ο Τζίτζικας! Η προσωποποίηση της τεμπελιάς!! Τώρα ο Τζίτζικας ο ρέμπελος, ουσιαστικά κυβερνούσε τον εργατικό και αποδοτικό Μέρμηγκα!

Τι ανατροπή είναι αυτή;! Τι παρά φύση κατάσταση ειν’τούτη;!!

Την συνέχεια λίγο πολύ την ξέρουμε.
Ο Μέρμηγκας, έφτασε σε ένα σημείο που δεν μπορούσε πλέον να συντηρήσει τις επιχειρήσεις του. Άλλες τις έκλεισε και άλλες τις μετέφερε σε άλλες χώρες.
Αυτό δεν τον ενόχλησε τόσο. Άλλωστε σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά που έκανε τα έκανε και από μεράκι..

Αυτό που κυρίως τον ενοχλεί, είναι το γεγονός πως δικαιώθηκε η αχρηστία. Η τεμπελιά..

Ο Μέρμηγκας προβληματισμένος, σκέφτεται τη νέα γενιά. Την προοπτική της.

Θυμάται τότε πιτσιρικάς, τα πρότυπα που είχε. Θυμάται τους επιτυχημένους εκείνης της εποχής. Τα πρότυπα στα οποία ήθελε να μοιάσει και στα οποία έμοιασε.

Ύστερα όμως, ήρθαν άλλα πρότυπα..

Ο Μέρμηγκας σκέφτεται προβληματισμένος και ένας βαρύς αναστεναγμός του ξεφεύγει…

Ανησυχεί για το μέλλον!..