Γράφει ο Ερμής:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις Ινδιάνοι που, επιστρέφοντας στον καταυλισμό τους έπειτα από ένα μακρινό ταξίδι, βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα βουνό.

Ήταν κατάκοποι και ήξεραν πως χρειαζόντουσαν τουλάχιστον δέκα ακόμα ημέρες διαδρομής, αφού έπρεπε να κάνουν τον γύρο του βουνού. Υπήρχε βέβαια η εναλλακτική να διασχίσουν το εσωτερικό πέρασμα και να φθάσουν στον προορισμό τους την επόμενη ημέρα, αλλά το βουνό έκρυβε μια τρομακτική ιστορία και εκείνοι δίσταζαν.

Αφού σκέφτηκαν πολύ, στο τέλος αποφάσισαν να τολμήσουν και να μπουν στο εσωτερικό του βουνού. Αφίππευσαν, έδεσαν τα μάτια των αλόγων τους και προσεκτικά προχώρησαν σ’ έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο. Σε κάθε τους βήμα έπεφτε ένας σωρός από πέτρες και έμοιαζε σαν να καταρρέει το βουνό και να τους εγκλωβίζει. Οι Ινδιάνοι φοβόντουσαν, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν.

Ώσπου κάποτε έφθασαν σ’ ένα άνοιγμα, όπου ο δρόμος μετατρεπόταν σε υδάτινα μονοπάτια και στην άκρη καθενός από αυτά υπήρχε ένας βράχος που αναπαριστούσε τη μορφή ενός τέρατος. Οι Ινδιάνοι ήξεραν τον μύθο και τι έπρεπε να κάνουν. Δίχως να χάσουν επομένως καιρό, ξεφόρτωσαν τις προμήθειες τους, τις απίθωσαν μπροστά στον μεγαλύτερο βράχο και κρύφτηκαν μέσα σε μια σχισμή.

Μέσα σε ένα λεπτό το νερό φούσκωσε και ξεπήδησαν τρία τεράστια κύματα που μετατράπηκαν σε τέρατα που άρπαξαν τα δώρα των Ινδιάνων. Τότε μια φωνή ακούστηκε από το βουνό και πρόσταξε τους τρεις φίλους να βγουν από την κρυψώνα τους. Εκείνοι υπάκουσαν τρομοκρατημένοι και η φωνή τους είπε.

«Για να σας αφήσω να συνεχίσετε και να σας δείξω τον δρόμο για τον καταυλισμό, θέλω κάποια ανταλλάγματα».

«Τι είδους ανταλλάγματα;» ρώτησε ο ένας από τους Ινδιάνους.

«Θέλω την αιώνια υπακοή σας. Να μην κρίνετε ποτέ τις αποφάσεις μου, να εκτελείτε τις διαταγές μου δίχως αντιρρήσεις και να μην αμφισβητήσετε ποτέ την εξουσία μου. Αν δέχεστε, μπορείτε να προχωρήσετε. Αν όχι, φύγετε και μην ξαναβρεθείτε ποτέ μπροστά μου, γιατί θα το μετανιώσετε».

Οι Ινδιάνοι προβληματίστηκαν. Οι δυο από αυτούς δεν άντεχαν άλλο και επιπρόσθετα θεώρησαν ότι το αίτημα του βουνού δεν θα είχε αξία, όταν θα απομακρύνονταν από αυτό. Ο τρίτος όμως δεν ήθελε να δεσμευτεί σε καμιά υπόσχεση που απαιτούσε από αυτόν να απαρνηθεί την ελευθερία σκέψης και βούλησης και να γίνει σκλάβος των επιθυμιών κάποιου τρίτου. Έτσι, οι φίλοι χώρισαν και ο τρίτος γύρισε πίσω, βγήκε από το βουνό και συνέχισε μόνος του.

Δέκα ημέρες αργότερα έφθασε επιτέλους στον καταυλισμό και έτρεξε αμέσως να βρει τους φίλους του, οι οποίοι όμως δεν είχαν επιστρέψει.

Τα χρόνια κύλησαν και η ιστορία ξεχάστηκε από όλους, εκτός από τον Ινδιάνο που πάντοτε απορούσε, τι συνέβη στους συντρόφους του, αφού δεν υπήρξε ποτέ κανείς να του εξηγήσει ότι εκείνοι δεν κατάφεραν να βγουν από το βουνό και εγκλωβίστηκαν – όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτούς – στο εσωτερικό του, ως αιώνιοι σκλάβοι, πληρώνοντας το αντίτιμο της παράδοσης και της υποταγής τους.  

Συνταγή της Αμβροσίας: Το έδεσμα του Ινδιάνου

Υλικά:

1 ½ κούπα καπνιστός τσίρος

1 ματσάκι ρόκα

1 μεγάλη ρέβα

½ κιλό μικρά ντοματίνια (διαφόρων χρωμάτων)

2 φρούτα του δράκου

2 φέτες πεπόνι

1 μωβ λόλα

Για τη σος:

1 μικρό ποτήρι του κρασιού λάδι

½ ποτήρι του κρασιού (μικρό) μπαλσάμικο ξίδι σύκου

2 κουταλιές της σούπας πικάντικη μουστάρδα

Άσπρο πιπέρι

Εκτέλεση:

Πλένουμε τα λαχανικά και καθαρίζουμε τη ρέβα. Στη συνέχεια περνάμε από τον τρίφτη τη ρέβα και ψιλοκόβουμε τη ρόκα και τη λόλα. Κόβουμε σε μικρά κομμάτια τα φρούτα του δράκου και το πεπόνι.

Ετοιμάζουμε τη σος, ανακατεύοντας τα υλικά.

Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μπολ, περιχύνουμε με τη σος και ανακατεύουμε.