από την Άρια Σωκράτους.
Ο παρατεταμένος ήχος του τηλεφώνου τον έβγαλε βίαια από τις σκέψεις του και ξεστομίζοντας μία βρισιά έκλεισε θυμωμένα τον υπολογιστή. Εξοργιζόταν κάθε φορά που ανεξέλεγκτοι εξωτερικοί παράγονντες τον εμπόδιζαν να συγκεντρώσει και να καταγράψει τις σκέψεις του. Ακόμα δεν ήξερε που θα τον οδηγούσε το μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει με τόση προσμονή και αγάπη. Ξεκινούσε να γράφει πάντα με όραμα μια ιδέα, ποτέ δεν είχε προθέσεις. Πίστευε πως προθέσεις μπορεί να έχει μόνο ένας μάγειρας όταν γράφει ένα βιβλίο μαγειρικής με διάφορες συνταγές. Ποτέ όμως ένας συγγραφέας. Το μυθιστόρημα εκείνο ήταν η δική του δημιουργία, το παιδί του. Δεν είχε ιδέα πότε θα το τελείωνε με τις υποχρεώσεις που είχε στο πανεπιστήμιο και τις διάφορες δουλειές που έκανε κατά καιρούς για επιβίωση.
Το όνομα που σχηματίστηκε στην οθόνη του τηλεφώνου τον αποζημίωσε. Τον καλούσε ο Τόνι. Με μια πρωτόγνωρη προσμονή απάντησε το τηλέφωνο.
«Hi Alex. You are the kind of guy who is gonna save me tonight»[1]
«Έλα βρε Τόνι. Μέσα στο μυαλό μου είσαι βρε φίλε. Ούτε τηλεπάθεια να είχαμε σήμερα.»
«Why? Don’t tell me you were thinking to ask me for a date? Εγώ πάντως σε χρειάζομαι επειγόντως και μάλιστα απόψε. Αρρώστησε ο βασικός μου σερβιτόρος και έχουμε διοργανώσει ένα ιδιωτικό πάρτι μιας μεγάλης εταιρίας. Σε παρακαλώ μην μου αρνηθείς. Άφησε διαβάσματα, μελέτες, ό,τι κι αν κάνεις και δεν θα χάσεις. Θα στείλω ένα συνεργάτη μου που μένει New Jersey να σε παραλάβει και να σε φέρει εδώ και όσο για το μεροκάματο, θα σε πληρώσω διπλά. Και να ξέρεις ότι τα φιλοδωρήματα απόψε θα είναι γερά επειδή θα είναι μαζεμένη όλη η αφρόκρεμα. Τα χρήματα που θα βγάλεις απόψε, μπορώ να σου εγγυηθώ πως δεν θα τα βγάλει ένας υπάλληλος μετά από ένα μήνα δουλειάς. Πες μου μόνο ναι και από μένα ό,τι θέλεις θα το έχεις.»
Ένα διάπλατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Αλέξη. Το σύμπαν άκουσε τις επιθυμίες του, διάβασε τις σκέψεις του και αποφάσισε να συνωμοτήσει μαζί του για να τον βοηθήσει να ανακαλύψει την μυστηριώδη καλλονή. Ποτέ δεν πίστευε στις συμπτώσεις. Απεναντίας πίστευε πως όταν πολλές συμπτώσεις επαναλαμβάνονται, τότε παύουν να είναι συμπτώσεις.
«Λοιπόν, σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα φίλε. Κάτι θέλω αλλά είναι πολύ εύκολο. Για την ακρίβεια για σένα θα είναι παιχνιδάκι.»
«Είμαι όλος αυτιά και πες πως αυτό που θες έχει γίνει κιόλας. Αυτό σημαίνει πως δέχεσαι να εργαστείς απόψε, έτσι δεν είναι;», τον ρώτησε με συγκεκαλυμμένη αγωνία και με χαρά ταυτόχρονα.
«Μόνο σήμερα; Και αύριο και μεθαύριο αν θες φτάνει να μου πεις αυτό που θέλω να μάθω. Άλλωστε με ξέρεις. Ο λόγος μου είναι συμβόλαιο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τηρήσω τη συμφωνία μας και να μην έρθω. Άσε που έχω στεγνώσει οικονομικά και χρειάζομαι μια γερή ενίσχυση. Αυτό πού το πάς; Λοιπόν, άκου τι θέλω από σένα. Θυμάσαι προχθές που ήρθαμε με τον Τιμ για φαγητό το μεσημέρι; Στη γωνία στο βάθος, στο μικρό οβάλ τραπέζι με τις δύο δερμάτινες καρέκλες, καθόταν μια κοπέλα και ένας άντρας. Μόνο τρία τραπέζια ήμασταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί. Ο άντρας ήταν γύρω στα τριάντα και κάτι, γεροδεμένος, με άφθονα καστανά μαλλιά και φορούσε ένα γκρι κοστούμι. Η κοπέλα ήταν ψηλή, μελαχρινή, με γαλανά μάτια και πανέμορφο πρόσωπο. Δεν περνάει απαρατήρητη σε καμία περίπτωση, άρα θα την έχεις προσέξει..»
«Πού θέλεις να καταλήξεις Άλεξ; Get to the point.», αποκρίθηκε ο Τόνι πνίγοντας ένα κοροιδευτικό γέλιο.
«Το θέμα είναι πως η γυναίκα αυτή μου έχει πάρει τα μυαλά και πρέπει πάσει θυσία να ανακαλύψω, ποιά είναι, πού μένει, τι κάνει στη ζωή της, ακόμα και τι νούμερο παπούτσι φοράει!»
«Για κάτσε ένα λεπτό. Προχθές ήταν Τρίτη κι εσύ ήσουν εκεί γύρω στις 2 το μεσημέρι. Ένα λεπτό να κοιτάξω το καρνέ των κρατήσεων και θα σου πω..Μάλιστα. Εκείνη τη μέρα είχε κάνει κράτηση για δύο άτομα ο συγγραφέας Τζέημς Μπέικερ. Είναι συχνός πελάτης στο εστιατόριο μας. Την κοπέλα μαζί του πρώτη φορά την είδα εκείνη τη μέρα. Δεν θυμάμαι να την είχα ξαναδεί στο μαγαζί. Τέτοια ομορφιά όπως λες κι εσύ είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητη. Όμως τι ψάχνει κι εσύ βρε φίλε; Η τύπισα ήταν ντυμένη στην τρίχα και πανάκριβα, το στυλ, η συμπεριφορά και ο αέρας δείχνουν πως είναι γέννημα θρέμμα Μανχάταν και πίστεψε με, δεν θες να μπλέξεις με μια γυναίκα αυτού του είδους. Η καλύτερη κατεβάζει δέκα κουτιά χάπια προκειμένου να ηρεμήσει. Τις ξέρω καλά. Οι περισσότερες είναι είτε μεγαλοδικηγόροι σε μεγάλες νομικές εταιρίες είτε υψηλόβαθμα στελέχη σε επιχειρήσεις κολοσσούς είτε αξιωματούχοι σε διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Σε οποιαδήποτε κι από τις τρεις κατηγορίες πάντως και να ανήκει η δική σου, ψώνισες από σβέρκο όπως λέμε α λα ελληνικά. Δεν κάνουν αυτές οι γυναίκες αγόρι μου για τύπους σαν κι εμάς με τη δική μας νοοτροπία και το δικό μας ταμπεραμέντο. Είμαστε η μέρα με τη νύχτα. Είναι αλαζονικές, νευρικές, δουλεύουν ατελείωτες ώρες και τον ελεύθερο χρόνο τους τον περνάνε στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Πας να μπλέξεις σε περιπέτειες και είναι κρίμα. Σαν φίλος σου μιλάω αυτή τη στιγμή. Άσε που η συγκεκριμένη συνοδευόταν κιόλας από τον διανοούμενο. Αυτός είναι και πάμπλουτος και διανοούμενος, δύο σε ένα. Η οικογένεια του είναι από τις πιο αριστοκρατικές στο Μανχάταν και δεν μιλάω μόνο για πλούτη αλλά και για καταγωγή. Εσύ ήρθες εδώ για ένα σκοπό. Για μια καλύτερη ζωή στη χώρα των ευκαιριών. Πού πας να μπλέξεις βρε φίλε;
«Άσε τις συμβουλές και τις νουθεσίες για άλλους που τις ακούνε, Τόνι. Εγώ είμαι αγύριστο κεφάλι και πάντα κάνω εκείνο που μου λέει. Τι με νοιάζει εμένα ποιός είναι και τι κάνει αυτός ο συγγραφέας; Εμένα με ενδιαφέρει ποιός είμαι και τι κάνω εγώ και κυρίως ποιά είναι εκείνη η θεότητα που συνόδευε. Επειδή βγήκαν για ένα φαγητό δεν σημαίνει πως είναι και γυναίκα του κιόλας. Άσε που δεν μου φάνηκε και τόσο ενθουσιασμένη μαζί του. Συνεχώς κατσουφιασμένη ήταν και τις ελάχιστες φορές που είδα μια σπιρτάδα στο βλέμμα της ήταν όταν ανταλλάζαμε ματιές. Με πρόσεξε κι εκείνη, όχι μόνο εγώ. Είμαι σίγουρος γι’αυτό».
Ένα σπαρταριστό γέλιο ακούστηκε στην άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής.
«Καιρό είχα να γελάσω τόσο, να ‘σαι καλά βρε Αλέξη! Να σου πω, πόσα μπουκάλια κόκκινο κρασί κατέβασες όταν είχες έρθει; Παραμιλάς αδελφέ μου και βλέπεις οράματα. Βρε μήπως και σας έχουν βαρυφορτώσει με διαβάσματα στο πανεπιστήμιο και σάλεψες; Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος, μην νομίζεις!»
«Για να έχουμε καλό ρώτημα προς τι τόσο γέλιο; Τόσο διασκεδαστικά σου φάνηκαν αυτά που είπα; Πολύ με υποτιμάς Τόνι και θα τρίβεις τα μάτια σου από έκπληξη πολύ σύντομα. Αυτά τα βουτυρόπαιδα εκτός από χρήμα δεν έχουν τίποτα άλλο να επιδείξουν. Είναι οι πιο βαρετοί τύποι επί της γης. Οι γυναίκες γοητεύονται από την δυνητική εικόνα που φαντάζονται πως έχουν αλλά αγνοούν την πραγματική με τραγικά για αυτές αποτελέσματα.», απάντησε εκείνος πειραγμένος.
«Ηρέμησε λίγο βρε φιλόσοφε και δεν διαθέτουμε όλοι τόσο υψηλή μορφωτική στάθμη σαν και τη δική σου. Χρειαζόμαστε κάποιο χρόνο για να επεξεργαστούμε στο μυαλό μας αυτά που λες και είναι η ώρα δύσκολη τώρα. Εγώ αγόρι μου που ουδεμία σχέση έχω με φιλοσοφία, σου λέω πως είτε μας αρέσει είτε όχι, οι γυναίκες εντυπωσιάζονται κι έλκονται από το χρήμα. Όποια ισχυρίζεται το αντίθετο, είναι ψεύτρα. Τόσα χρόνια στη νύχτα και στη ζωή της Νέας Υόρκης, έχω δει απίστευτα σκηνικά να εκτυλίσσονται μπροστά μου. Πολλή ψευτιά, βρωμιά και δυσωδία φίλε μου. Τυχαίο είναι που δεν παντρεύτηκα ποτέ και είμαι μόνος μου συνειδητά τόσα χρόνια; Όχι βέβαια. Τις περιπέτειες μου σαν άντρας τις έχω και με το παραπάνω αλλά μέχρι εκεί. Θέλω να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, χωρίς προβλήματα. Και πίστεψέ με πως καμιά τους δεν αξίζει τον κόπο. Έχω γνωρίσει όλες τις φυλές της γης κι έχουν περάσει από το κρεβάτι μου άλλες τόσες. Ε λοιπόν, όλες έχουν ένα κοινό παρονομαστή ανεξαρτήτως φυλής, κουλτούρας και νοοτροπίας. Έχουν το χρήμα για Θεό τους. Ειδικά εμείς που ζούμε στην μητρόπολη της κατανάλωσης και των επιφανειακών σχέσεων, το φαινόμενο είναι πολύ πιο έντονο. Γι’αυτό σου λέω, μην ασχολείσαι και προπαντός μην βάζεις τον εαυτό σου σε περιπέτειες χωρίς λόγο και αιτία. Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γκόμενα είναι που είναι ωραία. Σαν κι αυτήν κυκλοφορούν μιλιούνια εκεί έξω. Είσαι πολύ μικρός ακόμα, ήρθες εδώ για ένα σκοπό, για να ζήσεις, να βελτιώσεις τη ζωή σου και όχι για να μπλέξεις με αδιέξοδους έρωτες που δεν έχουν μέλλον. Πολύ το φιλοσοφήσαμε όμως το θέμα. Δεν μου είπες. Είναι εντάξει τελικά για απόψε; Θα με σώσεις; Να πω στον συνεργάτη μου να περάσει να σε πάρει σε μια ώρα;»
«Ήθελες δεν ήθελες, το φιλοσόφησες κι εσύ το θέμα και τελικά κατέληξες στο προκείμενο: αν θα έρθω το βράδυ! Ναι θα έρθω αλλά μην ξεχνάς τη συμφωνία μας. Θέλω να μάθω την ταυτότητα αυτής της γυναίκας. Είμαι σίγουρος πως έχεις τον τρόπο σου για να μάθεις όλες τις πιθανές πληροφορίες διακριτικά και με τακτ. Σήμερα κιόλας!»
«Δεν έχεις τον Θεό σου εκβιαστή! Με βρήκες πάνω στην ανάγκη μου και με πιέζεις να ενδώσω στις προτάσεις σου. Θα μάθω, μήπως έχω κι άλλη επιλογή; Όμως με ποιά αφορμή; Να πάρω τον Μπέικερ τηλέφωνο και να του πω «Καλησπέρα. Τηλεφωνώ από το εστιατόριο στο οποίο είχες έρθει τις προάλλες και θέλω να σε ρωτήσω ποιά ήταν η γκόμενα που συνόδευες επειδή μου έχει φάει τα αυτιά ο φίλος μου;»
«Μήπως αν του έλεγες πως θα ήθελες να τον ενημερώσεις για την σπέσιαλ Greek night που διοργανώνει το εστιατόριο την Κυριακή για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου και να τον ρωτήσεις αν ενδιαφέρεται να κλείσει τραπέζι με την καλή του επειδή ενημερώνετε πρώτα τους καλούς σας πελάτες; Πώς σου φαίνεται αυτή η αφορμή για αρχή;»
«Εσύ φίλε μου πάει, το έχασες το μυαλό σου για τα καλά. Κρίμα πάντως τόσο νέο παλικάρι! Τόσο πολύ σε μάγεψε αυτή η γυναίκα και σκαρφίζεσαι τόσο απίθανες ιστορίες; Τελοσπάντων, μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Μπήκα στο χορό, πρέπει να χορέψω. Με σένα που έμπλεξα δεν έχω κι άλλη επιλογή. Θα το κάνω. Μέχρι το βράδυ θα ξέρουμε μέχρι και τη φορολογική της δήλωση. Άντε σε κλείνω επειδή έχουμε και δουλειές. Σε μια ώρα μην ξεχάσεις να είσαι έτοιμος».
Ο Τόνι έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικός και ο Αλέξης κρατούσε ακόμα το ακουστικό στο χέρι προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τη συνωμοσία της τύχης και όλων των στοιχείων που έδεναν αρμονικά με τη σφοδρή του επιθυμία να ανακαλύψει την ταυτότητα της σαγηνευτικής άγνωστης. Ποτέ στη ζωή του δεν πίστεψε στην τύχη και στα σημάδια της αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του άρχισε να αναθεωρεί τις πεποιθήσεις του. Αισθανόταν μια γαργαλιστική αγαλλίαση σε όλο του το σώμα. Κοίταξε το ρολόι του κι ευχήθηκε οι ώρες που μεσολαβούσαν μέχρι να μάθει όλες τις πληροφορίες που τον ενδιέφεραν, να κυλούσαν με τρόπο μαγικό σαν δευτερόλεπτα.
Κάθησε ξανά μπροστά στον υπολογιστή του και προσπάθησε να γράψει αλλά μάταιος κόπος. Η λευκή σελίδα στην οθόνη έμοιαζε να τον κοιτάει περιπαικτικά. Ούτε μια λέξη δεν του ερχόταν στο μυαλό. Δεν τον πείραζε όμως καθόλου. Για την ακρίβεια ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε χαρούμενος επειδή αδυνατούσε να γράψει. Στο μυαλό του είχε κάνει ολοκληρωτική κατάληψη εκείνη και δεν υπήρχε χώρος για τίποτα και κανέναν. Ούτε καν για τη συγγραφή που ήταν το κρυφό του πάθος.
Αποφάσισε να αρχίσει σιγά σιγά να ετοιμάζεται για τη δουλειά απόψε. Ανυπομονούσε να βρεθεί στον ίδιο χώρο που την είχε δει για πρώτη φορά. Το καρμικό σημείο της συνάντησής τους. Ίσως να συνωμοτούσε ξανά το σύμπαν και να την έβλεπε πάλι απόψε. Στη σκέψη και μόνο η καρδιά του φτερούγισε. Ξαφνικά αισθάνθηκε γελοίος που έκανε σαν ρομαντική μαθητριούλα που αδημονούσε να συναντήσει το αγόρι των ονείρων της στο πάρτι του σχολείου αλλά δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Για την ακρίβεια τον διασκέδαζε αυτή η σκέψη και άρχισε να γελάει μόνος του σε σημείο που του ανέβαιναν δάκρυα στα μάτια. Ακόμα και την φράση κλισέ του Κοέλιο που τόσο απεχθανόταν σκέφτηκε. Μα τι είχε πάθει ξαφνικά;
Σήκωσε τους ώμους και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ό,τι και να είχε πάθει, τον
έκανε να αισθάνεται τόσο ωραία που δεν ήθελε να σταματήσει να το νιώθει.
Αλήθεια, πόσο εφήμερη ήταν άραγε η ευτυχία;
[1] Γειά σου Άλεξ. Είσαι ο άνθρωπος που θα με σώσει σήμερα.