Από την Ισμήνη Χαρίλα

Πόσο μπορούν να επηρεάσουν τα αντικείμενα τη ζωή των ανθρώπων; Πόσο εύκολο είναι να κατευθύνει ένα άψυχο δημιούργημα τη βούληση και τις πράξεις ενός έμψυχου όντος;

Στο έργο του Χένρι Τζέιμς «Τα λάφυρα του Πόϊντον» – που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1896 σε συνέχειες στο περιοδικό «The Atlantic Monthly» και έναν χρόνο αργότερα ως βιβλίο – οι θησαυροί που είναι συγκεντρωμένοι στην έπαυλη του Πόϊντον Παρκ οδηγούν σε διαμάχη μια μητέρα και τον γιο της.

Στο συγκεκριμένο πόνημα – που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Κατερίνας Ιορδάνογλου – η χήρα κυρία Γκέρεθ καλείται να εγκαταλείψει το σπίτι της που, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, ανήκει στον γιο της, τον Όουεν, όταν εκείνος αποφασίζει να παντρευτεί. Εκείνη όμως αρνείται σθεναρά να αφήσει τους θησαυρούς, που συγκέντρωσε με πολύ κόπο, στερήσεις και θυσίες κατά τη διάρκεια του βίου της, στα χέρια της αρραβωνιαστικιάς του, της νεόπλουτης και άτεχνης Μόνας Μπρίγκστοκ.

Για την κυρία Γκέρεθ κάθε κομψοτέχνημα που στεγάζεται στην οικία της αποτελούσε ανέκαθεν το οξυγόνο εκείνης και του συζύγου της και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ίδια «τη θρησκεία τους και τη ζωή τους». Ως εκ τούτου η ιδιοκτησία της μπορεί να παραδοθεί μόνο σ’ έναν άνθρωπο που κατανοεί την αξία της και αυτή είναι η Φλέντα Βετς, μια γυναίκα που η κυρία Γκέρεθ επιλέγει ως νύφη της.

Σταδιακά δημιουργείται ένα τρίπτυχο ανάμεσα στην πεθερά και τις δυο υποψήφιες νύφες, όπου η καθεμιά πολεμά με τα δικά της όπλα για την επίτευξη του τελικού σκοπού. Η κυρία Γκέρεθ διακόπτει τις σχέσεις της με τον γιο της και φεύγει από το Πόϊντον μεταφέροντας κρυφά στη νέα της κατοικία όλα τα αντικείμενα. Η Μόνα αναβάλλει τον γάμο, έως ότου γίνει η επιστροφή των λαφύρων και η Φλέντα αναλαμβάνει τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στον Όουεν και τη μητέρα του.

Μέσω της εξέλιξης επομένως της ιστορίας ο αναγνώστης παρακολουθεί να ξεδιπλώνονται οι τρεις ετερόκλητες αυτές προσωπικότητες. Η κυρία Γκέρεθ είναι μια γυναίκα με εκλεκτό γούστο, αλλά και πεισματάρα. Η Μόνα θέλει επίσης να επιβάλλει τη θέλησή της και μάχεται την πεθερά της μέσω της πίεσης που ασκεί στον Όουεν, όχι επειδή αγαπά τις αντίκες του Πόϊντον – γεγονός που αποδεικνύεται και από την απόφασή της να ταξιδεύει στο εξωτερικό και να μην κατοικήσει στην έπαυλη ακόμα και μετά τον γάμο της και την ανάκτηση των λαφύρων – αλλά από τη λαχτάρα της νίκης. Η επιθυμία κυριαρχίας είναι κατά συνέπεια ένα κοινό στοιχείο των δυο αυτών χαρακτήρων και έρχεται σε αντιδιαστολή με την έξυπνη και καλόγουστη Φλέντα που κατορθώνει μεν με την υπομονή και την ηπιότητα της συμπεριφοράς της να κερδίσει την καρδιά του Όουεν και μια πρόταση γάμου, αλλά η ηθικότητά της και το υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στους άλλους την εμποδίζει να πραγματοποιήσει το δικό της όνειρο.

Όσον αφορά τώρα τον Όουεν, εκείνος άγεται και φέρεται κυριολεκτικά από τα καπρίτσια των τριών γυναικών και ιδίως της Μόνας, η οποία έχοντας διαλύσει τη σχέση τους, επιτυγχάνει στο τέλος να επανασυνδεθούν, να παντρευτούν και να κερδίσει την ικανοποίηση της απόκτησης του Πόϊντον, των θησαυρών του και την ήττα της Φλέντας στη διεκδίκηση του ίδιου άνδρα. Στο σημείο αυτό επιβεβαιώνεται εμπράκτως η αδυναμία του Όουεν, αφού υποκύπτει στο βάρος της τιμής και της υπόσχεσής του και δεσμεύεται ισόβια με κάποια που πλέον απεχθάνεται.

Τα λάφυρα του Πόϊντον επομένως μετουσιώνονται σε ένα είδος ανταμοιβής συνδυαστικά με την αξία του κατόχου ή του απαιτητή τους και ο συγγραφέας παραδίδει ένα κείμενο που ενώ έχει ως αφετηρία μια συνηθισμένη διαφωνία για τα κληρονομικά, καταλήγει σε μια ψυχογραφική και ηθογραφική μελέτη που πραγματεύεται την αρχέγονη προσπάθεια των γυναικών να επιβιώσουν σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία με μέσα που δεν είναι πάντοτε απολύτως δίκαια, αλλά και ούτε σωστά για όλους.

Παράλληλα με πιστή και αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας – βασικά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού ρεύματος του ρεαλισμού που υπηρετούσε ο Χένρι Τζέιμς – και με τριτοπρόσωπη γραφή αναπαριστάται η κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και η μεταβολή του τρόπου ζωής χάρη στην επιρροή της βιομηχανικής επανάστασης και της αντίληψης του κοσμοπολιτισμού.

Εν κατακλείδι ο Αμερικανός δημιουργός αφήνει ως παρακαταθήκη ένα έργο που μας υπενθυμίζει – όπως και τόσα άλλα εξάλλου – ότι μια περιεκτική αφήγηση μπορεί συχνά να πει περισσότερα από μια μακροσκελή διήγηση που ενίοτε χάνεται είτε σε επαναλήψεις, είτε σε άνοες περιττολογίες.