Από την Νίτσα Μανωλά
Έχεις παππού και γιαγιά;
Αν ναι, είσαι από τους τυχερούς. Είσαι ευλογημένος! Γι’ αυτό να τους αγαπάς λιγάκι παραπάνω. Να ακούς με σεβασμό όλα όσα θέλουν να μοιραστούν μαζί σου. Είναι πολύτιμες πληροφορίες που θα σε συντροφεύσουν όταν εκείνοι δεν θα είναι πια μαζί σου.
Στην καθημερινότητα μου έρχομαι συχνά σε επαφή με ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.
Οι συζητήσεις μου μαζί τους με έχουν κάνει να αναθεωρήσω πολλά και να δω τη ζωή από άλλη οπτική γωνία.
Τολμώ να πω, με έχουν κάνει καλύτερο άνθρωπο.
Αποκομίζω από αυτούς τη σοφία και τη γνώση τους. Μου μαθαίνουν να έχω περισσότερη υπομονή και να μη σπαταλάω τον χρόνο μου σε ανούσια πράγματα και πως η ζωή είναι ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Μια αστραπή που εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα.
Μου μαθαίνουν πως όσο κι αν κυνηγάς το οτιδήποτε με μανία αν δεν το αγαπήσεις δεν πρόκειται ποτέ να ‘ρθει, όσο κι αν το λαχταράς.
Μου μιλάνε για τη ζωή τους για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Ενώ κάποιοι μου λένε πως έχουν να τα δουν χρόνια, και πως δεν ξέρουν τι κάνουν. Πόσο λυπηρό, αλήθεια, είναι αυτό; Αρκετές δε είναι οι φορές που τα λόγια είναι φτωχά…
Πως να νιώθω όταν μια γιαγιά 92 χρονών φιλάει το χέρι μου επειδή κράτησα το δικό της για να υπογράψει διότι κουραζόταν…
Μια γιαγιά που μερικά λεπτά πριν μου έλεγε την ιστορία της…
Θυμήθηκε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κυνήγι από τους Ναζί και την υποχρεωτική σκλαβιά στα κέντρα συγκέντρωσης. Την μετάβαση από την Ουκρανία και την βίαιη αρπαγή της σε ηλικία μόνο 13 ετών.
«Δεν είχαμε επιλογή» μου είπε «έπρεπε να πάμε να δουλέψουμε σκλάβοι τους για να μην σκοτώσουν όλη την οικογένεια».
Την άκουγα προσεκτικά και με μεγάλη καρτερία καθώς τα χείλη της έτρεμαν μετά από την κάθε της λέξη. Άλλοι πελάτες περίμεναν, μα δε με ένοιαξε. Ούτε κι εκείνους.
«Εμείς είμασταν τυχεροί γιατί ήρθαν οι Αμερικάνοι και μας έσωσαν. Μας έφεραν εδώ». Δεν κατάφερε να σταματήσει το δάκρυ που κύλησε. Τόσα χρόνια μετά κι ακόμα πονούσε κάθε φορά που αναμόχλευε θύμησες από το, μακρινό μα τόσο κοντινό μέσα της, τότε.
Η κόρη της δίπλα της της έλεγε πως έπρεπε να φύγουν γιατί είχα δουλειά και περίμενε κόσμος για να εξυπηρετηθεί. Της έγνεψα ‘’δεν πειράζει’’. Ήθελα να της δώσω τον χρόνο να πει όσα λαχταρούσε η ψυχή της.
Εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε χαϊδεύοντας μου το χέρι.
Ήταν τώρα η σειρά μου να φιλήσω το δικό της ως δείγμα του μικρότερου φόρου τιμής που θα μπορούσα να της απονέμω. Ως το ευχαριστώ που ίσως δεν άκουσε ποτέ και το συγγνώμη που δικαιούται.
Η γιαγιά με κοίταξε με τα κουρασμένα μάτια της και πίσω από τις ρυτίδες της διέκρινα το φως.
Μου άφησε… ένα χαμόγελο για συντροφιά που σαν το θυμάμαι χαμογελώ κι εγώ.