« Η πρόζα είναι αρχιτεκτονική, όχι εσωτερική διακόσμηση», είχε δηλώσει κάποτε ο Χέμινγουέι.

Ο Αλέξης πάντοτε  ενστερνιζόταν αυτή την άποψη κι επιτέλους έφτασε η πολυπόθητη στιγμή της δικαίωσης. Πάντοτε θεωρούσε τη γραφή ως ένα έργο τέχνης και το οργανόγραμμα με τα κεφάλαια και τις σκηνές του μυθιστορήματος ως αρχιτεκτονικό προσχέδιο. Ο ίδιος ήταν αυτοδίδακτος. Ποτέ δεν έκανε μαθήματα δημιουργικής γραφής. Αντιθέτως, θεωρούσε πως ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να διδάξει σε ένα εκκολαπτόμενο συγγραφέα την τέχνη της γραφής. Ούτε καν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Μόνο ένας τρόπος πίστευε πως υπήρχε για αναπτύξει κάποιος το ταλέντο που είχε στη γραφή. Να διαβάζει όσο μπορούσε περισσότερο τα κορυφαία έργα της κλασικής και της σύγχρονης λογοτεχνίας και να γράφει συνεχώς και ασταμάτητα. Να απογυμνώνει τον εαυτό του στο χαρτί, να καταθέτει τα συναισθήματα, τις αγωνίες, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του. Αυτό έκανε και εκείνος καθημερινά από τότε που κατάλαβε πως η γραφή ήταν ο προορισμός του.

Η νομική ήταν απλώς μία εξασφαλισμένη δίοδος, ένα σίγουρο μονοπάτι επαγγελματικής αποκατάστασης καθώς είχε ήδη πολλές προσφορές να εργαστεί στις μεγαλύτερες διεθνείς εταιρίες ως νομικός σύμβουλος. Δεν τον άφηνε ασυγκίνητο μια τέτοια εξέλιξη. Κάθε άλλο μάλιστα. Μία πλευρά του εαυτού του ήταν φιλόδοξη, περιπετειώδης κι επεκτατική. Προσδοκούσε την επαγγελματική αναγνώριση, το κοινωνικό κύρος και την οικονομική ευημερία. Αυτό που συνέβαινε όμως ήταν πως υπήρχε και μια άλλη πλευρά, η οποία υπερίσχυε. Η καλλιτεχνική και η δημιουργική του πλευρά που απελευθέρωνε το μυαλό και τη ψυχή του. Αγαπούσε την ελευθερία, τις πνευματικές αναζητήσεις και να χάνεται μέσα στις λογοτεχνικές σελίδες μεγάλων έργων, τα οποία ευχόταν να είχε γράψει ο ίδιος.

Ήθελε να ζει μέσα από τους ήρωές του, όχι απλώς να παρακολουθεί τις ζωές τους  μέσα από την κλειδαρότρυπα. Ένιωθε την ανάγκη να γελάει, να πονάει, να ερωτεύεται, να παθιάζεται και να κλαίει μαζί τους. Ήθελε να ζει τις ζωές τους και να μεταμορφώνεται σε κάποιον άλλο. Κάποιες στιγμές ο εαυτός του τον κούραζε, του προκαλούσε αφόρητη ανία και πλήξη. Ζήλευε τις ζωές των άλλων που φάνταζαν πολύ πιο μυστήριες και ερωτικές από τη δική του. Μερικές φορές κάποιος ήρωας του ζούσε σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο κέντρο του Μανχάταν, το οποίο μοιραζόταν με ένα εκκεντρικό συγκάτοικο. Ορισμένες άλλες φορές ο πρωταγωνιστής ήταν ένας περιθωριακός ταλαντούχος μουσικός με προβλήματα εθισμού τα οποία τον οδήγησαν στο περιθώριο. Οι μυστηριώδεις, κρυφές ζωές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας τους οποίους έβλεπε τυχαία στο δρόμο, ακουμπούσε πάνω τους κατά λάθος στο σταθμό του τρένου και  συναντούσε σε αμερικανικές επιχειρήσεις αυστηρά οργανωμένες και πειθαρχημένες εξίταραν επικίνδυνα την περιέργεια του. Από μικρό παιδί λάτρευε να βυθίζεται στον κόσμο της φαντασίας του και να πλάθει ιστορίες, απίθανες και ιδιαίτερες ιστορίες μιας καθημερινότητας που καθόλου δεν έμοιαζε με τη δική του. Αποτύπωνε όλες τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις του πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί που κουβαλούσε πάντοτε πάνω του για ώρα ανάγκης. Ήταν το καταφύγιο του, η θαλπωρή και η παρηγοριά του τις δύσκολες στιγμές. Η συγγραφή ήταν όλα όσα είχε απωθημένα στο πίσω μέρος του μυαλού και της συνείδησής του. Ένας άλλος Αλέξης, ένας άλλος εαυτός πιο αυθεντικός από εκείνον που πίστευε ότι είχε. Η συγγραφή για εκείνον δεν ήταν επάγγελμα, ήταν η ζωή που δεν είχε ζήσει.

Όταν το πρωί άνοιξε με νωχελικές κινήσεις το γραμματοκιβώτιό του και αντί τα συνηθισμένα διαφημιστικά φυλλάδια και τους λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν, πρόσεξε κι ένα φάκελο διαφορετικό, κομψό και προσεγμένο με τη διακριτική  σφραγίδα ενός από τα καλύτερα γραφεία ατζέντων της χώρας, η καρδιά του άρχισε να πάλλεται σε ακανόνιστους ρυθμούς. Κρατούσε ακίνητος και αμίλητος των φάκελο για πέντε λεπτά χωρίς να είναι σίγουρος για το τι έπρεπε να κάνει. Η σκέψη και μόνο πως ο φακελος αυτός θα μπορούσε να περιέχει μια αρνητική απάντηση τον παρέλυε στην κυριολεξία.

Όταν τελικά αποφάσισε να τον ανοίξει και να τον διαβάσει ένιωσε πως το έδαφος υποχωρούσε κάτω από τα πόδια του. Η απάντηση ξεπερνούσε κάθε εξωφρενική προσδοκία του! Ήταν θετική και τον παρακαλούσαν να περάσει από το γραφείο τους στο Μανχάταν προκειμένου να συζητήσει κατ’ιδίαν με την υπεύθυνη, κάποια Νταιάνα Άλλεν.

«Νταιάνα Άλλεν. Υπέροχο όνομα για ηρωίδα βιβλίου. Θα το έχω υπόψη μου στο επόμενο βιβλίο.», σκέφτηκε μεγαλόφωνα.

Αναρωτιόταν πως έμοιαζε εμφανισιακά αυτή η γυναίκα. Στο μυαλό του σχηματίστηκε αμυδρά η εικόνα μιας μεσόκοπης κυρίας με γυαλιά, αυστηρό σινιόν, φλεγματικό βλέμμα και συντηρητικό γκρι ταγιέρ. Όπως ακριβώς η Μέριλ Στριπ στην ταινία «Ο διάβολος φορούσε Prada». Την φανταζόταν να του απευθύνει το λόγο με ύφος απρόσιτο και ψυχρό, με εκείνη την ψυχαναγκαστική ευγένεια των Αμερικανών η οποία καθορίζει εκ των προτέρων τα όρια της συζήτησης δύο ατόμων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Ποτέ δεν θα συνήθιζε την ψεύτικη αυτή ευγένεια και την προσποιητή συμπεριφορά. Κάτι τέτοιες στιγμές του έλειπε φοβερά η θορυβώδης και ανοιχτόκαρδη φύση των Ελλήνων όσο και αν τον εξόργιζαν η ανοργανωσιά, η αναξιοκρατία και η προχειρότητα διεκπεραίωσης όλων των διαδικασιών. Ίσως επειδή η δική του φύση ήταν κοινωνική κι εξωστρεφής του φαινόταν ανθρωπίνως αδύνατο να συνηθίσει άκρως αντίθετες συμπεριφορές.

Το ραντεβού είχε οριστεί σε τρεις μέρες στις τρεις η ώρα το απόγευμα και ο ίδιος όφειλε να επικοινωνήσει αμέσως τηλεφωνικά με τη γραμματέα της Νταιάνα Άλλεν προκειμένου να επιβεβαιώσει ή να αναβάλει το ραντεβού. Για τους Αμερικανούς ο χρόνος ήταν χρήμα και όποιος δεν τηρούσε ευλαβικά τα χρονοδιαγράμματα, έμπαινε αυτομάτως στη μαύρη λίστα. Ακόμα και πέντε λεπτά για εκείνους σήμαινε μια αιωνιότητα.

Η σοβαρή ενδυμασία ήταν βασικός και απαράβατος κανόνας στο αυστηρό εργασιακό περιβάλλον της Νέας Υόρκης και εκείνος μόλις διαπίστωσε με τρόμο πως δεν είχε να φορέσει τίποτα κατάλληλο για την περίσταση. Η γκαρνταρόμπα του περιοριζόταν σε σκισμένα μπλου τζιν, αθλητικά φανελάκια και βαριά πουλόβερ για το χειμώνα. Έπρεπε να πάει για ψώνια την ίδια κιόλας στιγμή κι επειδή δεν είχε ιδέα για την αμφίεση την οποία θα έπρεπε να επιλέξει, αποφάσισε να επιστρατεύσει την Μαριλένα, την πρώην κοπέλα  του, η οποία είχε εξαιρετικό γούστο και καλαισθησία. Άλλωστε, πάντοτε μια γυναίκα έχει πολύ ανώτερη αισθητική από ένα άντρα.

Το μοναδικό πράγμα που τον απασχολούσε εκείνη τη στιγμή ήταν τα πέντε πρώτα λεπτά αμηχανίας κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Τον κυρίευε πάντοτε άγχος κάθε φορά που συναντούσε για πρώτη φορά κάποιο υψηλά ιστάμενο άτομο από το οποίο εξαρτώνταν μια σημαντική απόφαση για το μέλλον του. Τα χέρια του ίδρωναν, η καρδιά του κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος του και το μυαλό του έμοιαζε με μια λευκή κόλλα χαρτί. Πολλές φορές έχανε τα λόγια του και τραύλιζε, κάποιες άλλες φορές δεν μπορούσε να προφέρει ούτε λέξη λες και το μυαλό του είχε πάθει μόνιμη βλάβη και δεν μπορούσε να ανασύρει καμία πληροφορία. Το πρόβλημα αυτό τον απασχολούσε πολύ και είχε μάλιστα σκεφτεί να απευθυνθεί σε ειδικό προκειμένου να τον βοηθήσει να το ξεπεράσει, όμως οι πολλές του ασχολίες από τη μία και ο αγώνας για επιβίωση από την άλλη, δεν του επέτρεπαν την πολυτέλεια να ασχοληθεί με το πρόβλημα του. Η αλήθεια όμως ήταν πως ο ίδιος θεωρούσε ως ταμπού να επισκεφθεί ψυχολόγο για κάτι τόσο απλό που πιθανότατα να οφειλόταν σε κούραση ή σε υπερβολικό άγχος. Αυτό που έπρεπε να κάνει, ήταν να πάρει βαθιές ανάσες, να αποβάλει την πληθώρα σκέψεων που έκαναν κατάληψη στο μυαλό του και να χαλαρώσει. Τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο πολύ σύνθετο.

Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν η ατζέντης τον περνούσε για κανένα τρελό και ανισόρροπο και το πολυπόθητο συμβόλαιο εκτινασσόταν στον αέρα; Όφειλε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του με κάθε τρόπο και να μην επιτρέψει στο άγχος να τον λυγίσει. Ξαφνικά πέρασε από το μυαλό του μια συμβουλή που του έδινε ο πατέρας του μικρός. «Ποτέ δεν θα βλέπεις τους άλλους ανθρώπους ως κάτι το εξαιρετικό και πολύ ανώτερο από σένα. Αντίθετα, κάνε ό,τι περνάει από το χέρι σου για να το πιστέψουν αυτοί για σένα.»

Πώς θυμήθηκε αυτή τη φράση μετά από τόσα πολλά χρόνια; Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος σοβαρός, συγκροτημένος και λιγομίλητος. Μιλούσε σπάνια και μόνο όταν υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος. Οι σχέσεις του μαζί του ήταν καλές αλλά ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα θερμές. Δεν είχε καμία απολύτως αμφιβολία πως ο πατέρας του τον αγαπούσε αλλά ήταν μια αγάπη μετρημένη και συγκρατημένη χωρίς ιδιαίτερες διαχύσεις. Ακριβώς το αντίθετο της αγάπης που επιδείκνυε η μάνα του, η οποία ήταν ένας χείμαρρος συναισθημάτων που πολλές φορές του προκαλούσε ασφυξία.

Τη δεδομένη στιγμή πάντως τον ευγνωμονούσε για τη συμβουλή που του έδωσε και αποφάσισε να την υιοθετήσει. Άρχισε να διαβάζει ξανά το γραπτό του με αγωνία και ένα αίσθημα ανασφάλειας τον κατέκλυσε. Τα αγγλικά δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Έγραφε βέβαια αρκετά καλά και σωστά, όμως αυτό δεν αρκούσε αν ήθελε να επιδιώξει μια καριέρα συγγραφέα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Βέβαια, δεν ήταν λίγα τα παραδείγματα ξένων συγγραφέων που είχαν κερδίσει το στοίχημα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όμως κανένας από αυτούς δεν ήταν Έλληνας.

Όφειλε όμως να αφήσει τις ανασφάλειες στην άκρη και να επικεντρωθεί στον στόχο του. Η ζωή επιτέλους του χαμογελούσε διάπλατα και αυτός δεν θα επέτρεπε να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Η ευκαιρία να γίνει αυτό που επιθυμούσε στα πιο κρυφά του όνειρα ήταν πια σε απόσταση αναπνοής. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και ένιωθε έντονα την ανάγκη να την μοιραστεί με κάποιον. Με ποιόν όμως; Η μητέρα του αντιμετώπιζε πολλά και σοβαρά προβλήματα και δεν ήταν σε θέση να χαρεί με τίποτα. Η κακή σχέση που είχε με τον πατέρα του, η οποία επιδεινωνόταν ραγδαία με την πάροδο των χρόνων είχε τσακίσει ανεπανόρθωτα το νευρικό της σύστημα. Ακόμα και μια απλή καθημερινή συζήτηση μετατρεπόταν σε ομηρικό καυγά σε ανύποπτο χρόνο.

Ο πατέρας του ήταν σοβαρός, απόμακρος, με συγκεκριμένα κοινωνικά στερεότυπα τα οποία ασπαζόταν και ακολουθούσε πιστά. Ονειρευόταν για το γιο του μια σπουδαία και υψηλή θέση σε κάποιο παγκόσμιο διεθνή οργανισμό και ουδέποτε έλαβα σοβαρά υπόψη του τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του γιου του. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία την εκλάμβανε ως μια πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση στον ελεύθερο του χρόνο αλλά για επαγγελματική σταδιοδρομία δεν μπορούσε να ακούσει να γίνεται καν λόγος, καθώς δεν θεωρούσε την συγγραφή ως επάγγελμα αλλά ως ασχολία  εκκεντρικών και αέργων διανοουμένων οι οποίοι ήταν καταδικασμένοι να ζουν στο περιθώριο και να μην αναγνωρίζονται ποτέ, ούτε καν μετά θάνατον. Αν ο Αλέξης του έκανε συζήτηση για την επιστολή την οποία είχε λάβει, το πιο πιθανό θα ήταν να του έλεγε με την σοβαρή και στεντόρεια φωνή του πως θα έπρεπε τάχιστα να συνέλθει διαφορετικά δεν είχε αιτία παραμονής στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όσο για την Ιφιγένεια, την αδελφή του, ουδέποτε δεν είχαν συζητήσει σοβαρά και διεξοδικά οι δυό τους. Η σχέση τους περιοριζόταν σε ασήμαντους και επιπόλαιους καυγάδες μεταξύ δύο αδελφών και σε ανούσιες συζητήσεις. Την αγαπούσε βέβαια πολύ αλλά ίσως τα εννέα χρόνια διαφορά που τους χώριζαν να είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους ένα αγεφύρωτο χάσμα. Δεν μπορούσε να συζητήσει μαζί της σοβαρά χωρίς ο διάλογος τους να τελειώσει με πειράγματα και διαφωνίες. Ίσως να συνέτεινε και το γεγονός πως ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες.  Αυτός εξωστρεφής, πνευματώδης, λάτρευε τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο κι εκείνη πιο εσωστρεφής, πρακτική και κάπως μονότονη. Θεωρούσε πως η λογοτεχνία ήταν η αγαπημένη  ενασχόληση των φαντασιόπληκτων ή όσων δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Δεν είχε διαβάσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο ποτέ στη ζωή της. Το θεωρούσε χάσιμο χρόνου και κοροίδευε την «μανία» του αδελφού της να διαβάζει παραμύθια για να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Σπούδαζε οικονομικά και ο ανώτερος στόχος που είχε ήταν όταν αποφοιτούσε να βρει κάποια θέση σε μια εταιρία και κάποια στιγμή να γνώριζε κάποιον με τον οποίο θα ταίριαζε για να κάνει οικογένεια. Δεν είχε υψηλές βλέψεις, δεν ονειρεύτηκε ποτέ τον εαυτό της στη θέση ενός ανώτερου στελέχους, της έφτανε και μια απλή θέση γραμματέως. Θεωρούσε άλλωστε πως η θέση της γυναίκας ήταν η παραδοσιακή και η πατριαρχική και για εκείνη ήταν απόλυτα λογικό να περάσει από τα πατρικά χέρια στα συζυγικά και στη συνέχεια να γίνει μάνα και να αναθρέψει με σωστό τρόπο τα παιδιά της.  Αυτό ήταν το όνειρό της, ένα όνειρο αμιγώς μικροαστικό. Ο Αλέξης γελούσε μαζί της και την αποκαλούσε νεαρή μεσόκοπη και εκείνη γινόταν έξαλλη. Ποτέ δεν τον επισκέφθηκε ούτε μια φορά όσο διάστημα έμενε στην Αμερική παρά τις συνεχείς προσκλήσεις από μέρους του. Τα μακρινά ταξίδια την φόβιζαν, την έκαναν να νιώθει μετέωρη και ανασφαλής.

Ο μοναδικός άνθρωπος τον οποίο ένιωθε κοντά του από τότε που συνειδητοποίησε την ύπαρξη του ήταν η γιαγιά του αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να τον ακούσει πια. Η καταραμένη ασθένεια είχε κατορθώσει να εκφυλίσει και τα τελευταία εγκεφαλικά κύτταρα. Κάθε φορά που την επισκεπτόταν ο Αλέξης έπαιρνε μαζί του μια στίβη βιβλία και της διάβαζε μέχρι που η κούραση παρέλυε τα μέλη του. Είχε διαβάσει αρκετές επιστημονικές έρευνες οι οποίες αποδείκνυαν πως η ανάγνωση λογοτεχνικών έργων και ποίησης καθώς και οι διαδραστικές δραστηριότητες είχαν ευεργετική επίδραση πάνω στους ασθενείς οι οποίοι υπέφεραν από Αλτζχάιμερ.

Η κατάσταση της δυστυχώς σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν μη αναστρέψιμη και η πορεία της υγείας της προδιαγραφόταν φθίνουσα. Δεν άντεχε να βλέπει σε αυτή την κατάσταση τη γυναίκα που στην κυριολεξία τον μεγάλωσε και τον λάτρεψε. Η γιαγιά που γνώρισε και αγάπησε ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια και μια πρωτοφανή σπιρτάδα και σε τίποτα δεν θύμιζε αυτό τον άνθρωπο που είχε απέναντι του. Εκείνο που τον πονούσε περισσότερο ήταν η επίγνωση πως μόνο αυτός την αγαπούσε τόσο στην οικογένεια του και ήταν ο μοναδικός που βρισκόταν τόσο μακριά. Η μητέρα του ήταν βυθισμένη στα δικά της προβλήματα και επιδείκνυε μια στάση ελαφρώς αδιάφορη, ο πατέρας του την αντιμετώπιζε με την ψυχρότητα που τον διέκρινε σε όλες τις εκφάνσεις της αλληλόδρασης του με τους υπόλοιπους ανθρώπους και η Ιφιγένεια δεν συνδέθηκε ποτέ ουσιαστικά μαζί της.

Ο Αλέξης ήταν ο μόνος που είχε και η σκέψη αυτή και μόνο ήταν ικανή να του προκαλέσει ασυγκράτητους λυγμούς. Του έλειπε η γιαγιά του, του έλειπε τόσο πολύ ειδικά σε αυτή την εξαιρετικά σημαντική στιγμή της ζωής του. Η έντονη επιθυμία να μοιραστεί μαζί της τη χαρά του τον έκανε να σχηματίσει τον αριθμό του τηλεφώνου της. Κοίταξε φευγαλέα την ώρα. Ήταν έντεκα και τέταρτο το πρωί, άρα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή θα ήταν έξι και τέταρτο το απόγευμα. Η Νάνσυ, η Ινδή οικιακή βοηθός που εκτελούσε και χρέη νοσοκόμας θα απαντούσε σίγουρα το τηλέφωνο. Η μητέρα του σπάνια εώς ποτέ απαντούσε το τηλέφωνο του σπιτιού. Ήταν πολύ απασχολημένη με το να παίζει μπιρίμπα με τις φίλες της ή να καυγαδίζει με τον πατέρα του ως συνήθως. Ο μοναδικός λόγος που ξεσήκωσε τη γιαγιά του από την Κύπρο όπου είχε ζήσει όλη της τη ζωή ήταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Λόγω της κατάστασής της χρειαζόταν άμεση φροντίδα και ήταν αδύνατο να ζει μόνη της χωρίς τους δικούς της ανθρώπους. Ήταν πλέον εντελώς ανίκανη να εξυπηρετηθεί μόνη της σε όλους τους τομείς. Όχι βέβαια πως ασχολούνταν κανένας μαζί της στο σπίτι ιδιαίτερα, ίσα ίσα που την θεωρούσαν εμπόδιο στις προσωπικές τους δραστηριότητες αλλά δεν είχαν καμία άλλη εναλλακτική λύση. Ευτυχώς που υπήρχε και η Νάνσυ και ανέλαβε όλες τις βαριές δουλειές μαζί με την προσωπική φροντίδα της γιαγιάς.

Η φωνή της Νάνσυ ακούστηκε βραχνιασμένη και κουρασμένη. Του είπε πως η γιαγιά του ήταν ανήσυχη όλο το βράδυ και την κρατησε ξάγρυπνη επειδή φοβόταν να πάει για ύπνο. Έβλεπε λέει τη μορφή του παππού του μέσα στο σπίτι και την καλούσε να ετοιμάσει το κολατσιό του για τη δουλειά. Η κατάσταση της επιδεινωνόταν ραγδαία μέρα με τη μέρα και ο γιατρός τους προετοίμαζε ότι το τέλος της δεν ήταν πολύ μακριά. Τον πληροφόρησε μάλιστα πως εκείνη τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούσε να του μιλήσει επειδή ο γιατρός ήταν εκεί και περίμενε να την εξετάσει. Με το ζόρι συγκράτησε τη συσκευή για να μην του φύγει από τα χέρια. Ψέλλισε μια ακτάληπτη δικαιολογία και έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά. Η χαρά του εξανεμίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η σκέψη ότι η καταραμένη αρρώστια άλλαξε εντελώς τον πιο αγαπημένο άνθρωπο που είχε στον κόσμο τον οδηγούσε στην παραφροσύνη. Κοίταξε την επιστολή που πριν από λίγα λεπτά τον έστειλε στα ουράνια και διαπίστωσε πως τώρα δεν του προκαλούσε καμία απολύτως αίσθηση. Πόσο απρόβλεπτη μπορούσε να γίνει η ζωή. Από τη μία στιγμή στην άλλη οι μανούβρες της προκαλούσαν πολυποίκιλες μεταπτώσεις στα συναισθήματα και στη διάθεση των ανθρώπων. Ξαφνικά δεν είχε καμία διάθεση να πάει καν για ψώνια. Μάλιστα στιγμιαία του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να πάρει τηλέφωνο στην εταιρία και να ακυρώσει τη συνάντηση του με τον ατζέντη αλλά μετά σκέφτηκε πως αν η γιαγιά του διέθετε ακόμα την οξεία αντιληπτική της ικανότητα θα χαιρόταν πάρα πολύ με την επιτυχία του. Αποφάσισε λοιπόν να πάει έστω και χωρίς την ίδια θέρμη και θετικότητα που είχε προηγουμένως. Θα το έκανε για εκείνη.

Έλεγξε στο ίντερνετ τα δρομολόγια των λεωφορείων. Θα πήγαινε μόνος του τελικά για ψώνια. Δεν είχε όρεξη να δει και να μιλήσει με κανένα τη δεδομένη στιγμή. Ευτυχώς σε δέκα λεπτά θα περνούσε το επόμενο λεωφορείο και η στάση ήταν λίγα μέτρα κάτω από το σπίτι του. Πήρε τα κλειδιά του κι έκλεισε την πόρτα. Επρεπε να το προλάβει.