από την Άρια Σωκράτους.

Η Μαίρη έτρεφε για τη μητέρα της μια σπάνια λατρεία και ευγνωμοσύνη. Συμβόλιζε γι’αυτήν ένα πλάσμα ιερό που άγγιζε και ίσως και να ξεπερνούσε τα όρια της αγιότητας. Η αυτοθυσία της αποτελούσε μια υπέρτατη θεική πράξη που την συγκινούσε βαθύτατα. Αυτός υπήρξε και ο λόγος που η σχέση της με τον πατέρα της ήταν δύσκολη, επεισοδιακή και γεμάτη αντιφάσεις. Εκείνος η αλήθεια ήταν ότι κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες να την πλησιάσει και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος του τραγικού για εκείνη σφάλματός του. Μπροστά του όμως συναντούσε ένα στέρεο και αμετακίνητο τοίχο, ο οποίος ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να κατεδαφιστεί. Η Μαίρη τον σιχαινόταν, σχεδόν τον μισούσε για την βδελυρή του πράξη που θεωρούσε μίασμα για την οικογένειά της. Η πληγή που της άφησε δεν έκλεισε ποτέ. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος της κακής κρίσης και των λανθασμένων επιλογών της στους άντρες.

Η μητέρα της τα πρώτα χρόνια που γέννησε τον Αλέξη εγκαταστάθηκε μαζί της στο ίδιο σπίτι και φρόντιζε το παιδί σαν να το είχε γεννήσει η ίδια. Ο δεσμός που είχε δημιουργήσει μαζί του ήταν ιδιαίτερος και άρρηκτος. Ο Αλέξης την αγαπούσε περισσότερο από την ίδια του την μητέρα με την οποία θεωρούσε πως τον χώριζε ένα τεράστιο χάσμα. Με την γιαγιά του επικοινωνούσε με τα μάτια,  χωρίς καν να χρειάζεται να μιλήσει. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που εμπιστευόταν απόλυτα στη ζωή του. Την κοιτούσε και διάβαζε τη σκέψη του, εκτελούσε κάθε επιθυμία του προτού καν εκείνος την εκφράσει.

Με την Ιφιγένεια δεν συνέβαινε το ίδιο. Θεωρούσε τη γιαγιά της αιθεροβάμων, ένα άτομο φευγάτο και αλλοπρόσαλλο σαν ξωτικό που δεν είχε θέση στη γη αλλά σε ένα άλλο μυθικό κόσμο. Εκείνη ήταν προσκολλημένη και πλήρως αφοσιωμένη στον πατέρα της τον οποίο θεωρούσε το υπέρτατο ίνδαλμα της.

Ήταν λιγομίλητη, ορθολογίστρια, οργανωτική και μελετημένη σαν κι εκείνον. Δεν διακρινόταν για τις εξάρσεις και τον παρορμητισμό της ούτε για τα θερμά συναισθήματα της. Αντιμετώπιζε τους ανθρώπους σαν υπολογιστική μηχανή ακριβείας. Τους μετρούσε πάντοτε σαν μονάδες ανάλογα με την προσφορά τους και το κέρδος που ανέμενε να έχει από αυτούς. Φίλες αληθινές δεν είχε ποτέ, μόνο απλές γνωστές με τις οποίες μπορούσε να μοιραστεί ένα καφέ ή ένα φαγητό όταν επιζητούσε κάποια εξυπηρέτηση. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την ποιότητα του χαρακτήρα της. Θεωρούσε πως όλοι λίγο ή πολύ αντιδρούσαν όπως και η ίδια με λιγότερη απλώς ειλικρίνεια και περισσότερα προσχήματα. Η Μαίρη άπειρες φορές είχε διερωτηθεί αν η Ιφιγένεια ήταν όντως δικό της παιδί και δεν είχε συμβεί ένα φριχτό μπέρδεμα στο μαιευτήριο. Δεν αναγνώριζε σ’εκείνη τίποτα δικό της. Η συμπεριφορά της προς τη μητέρα της ήταν ψυχρή, αδιάφορη και ενίοτε σκληρή. Με τον αδελφό της τσακωνόταν πολλές φορές λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων, όμως στο βάθος τον αγαπούσε πολύ και έτρεφε προς εκείνον του μια μεγάλη αδυναμία. Το μοναδικό κόκκινο πανί μέσα στο σπίτι ήταν η μητέρα της. Μια οικογένεια που απείχε μακράν από τον χαρακτηρισμό ευτυχισμένη. Αν μπορούσε να της αποδώσει κάποιο όνομα, θα την ονόμαζε «Η οικογένεια των τύπων».

Όταν η μητέρα της αρρώστησε για πρώτη φορά, ένιωσε πως ο κόσμος της ήταν ολόκληρος ένα χαλί που γλίστρησε ύπουλα κάτω από τα πόδια της. Ο μοναδικός άνθρωπος που υπήρξε βράχος ακλόνητος στο πλευρό της, άρχισε να μετατρέπεται σε μια φευγαλέα σκιά. Ήταν ανυπόφορο το αίσθημα της σταδιακής απώλειας του πιο σημαντικού ανθρώπου που είχε στον κόσμο. Η μόνιμη ασάφεια και το απλανές του βλέμματος της κάθε φορά που την αντίκριζε ήταν βαθιά και ανεπούλωτη πληγή. Τα ακατάληπτα λόγια της χωρίς αποδέκτη, οι μακρόσυρτες και εύγλωττες σιωπές της που πλήθαιναν με την πάροδο του χρόνου είχαν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στη μη αναστρέψιμη κατάστασή της.  Υπήρχαν και οι σπάνιες όμως εκείνες φορές που μια στιγμιαία αναλαμπή του μυαλού φώτιζε ξανά το χλωμό και κουρασμένο πρόσωπό της και η ελπίδα αναπτερωνόταν στην καρδιά της ξανά. Με πόνο ψυχής την ξεσήκωσαν από το σπίτι στο χωριό όπου αδυνατούσε πλέον να ζήσει μόνη. Τα κλάματα και οι σπαρακτικές της κραυγές τη μέρα εκείνη είχαν σφραγίσει με οδύνη τη μνήμη της. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές των φευγαλέων αστραπών του μυαλού που της ξυπνούσαν τις κοιμισμένες της αισθήσεις και την προειδοποιούσαν για την αρχή ενός προδιαγεγραμμένου τέλους.

Από τότε είχε γίνει πια η σκιά του εαυτού της. Μιλούσε πλέον σπάνια και όταν το έκανε οι φράσεις που έβγαιναν από τα χείλη της ήταν ένα παρατεταμένο, ασυνάρτητο παράπονο χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Με το ζόρι έτρωγε και για να το κάνει, η κόρη της και η νοσοκόμα που είχε προσλάβει για να την περιποιείται κάποιες ώρες την ανάγκαζαν με το ζόρι. Φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται πλέον καμία αλλαγή γύρω της και να μην αντιδρά σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος της.

Η Μαίρη βυθιζόταν στην απελπισία καθημερινά όταν έβλεπε τη μητέρα της να αργοσβήνει σαν ένα πολυχρησιμοποιημένο κερί. Εκείνη η σκιά δεν μπορούσε να ήταν η μητέρα της, όχι. Κάποια καρικατούρα ήταν που απλώς υπήρχε μέσα στο χώρο. Καθώς την έβλεπε ακίνητη στην πράσινη βελούδινη πολυθρόνα, τα δάκρυα έτρεχαν ανεξέλεγκτα και ασυγκράτητα. Την αγαπούσε απελπισμένα για να αποδεχτεί την μη αναστρέψιμη κατάσταση της υγείας της. Αισθανόταν σαν δέντρο δίχως ρίζες. Ο μοναδικός άνθρωπος που την καταλάβαινε στη ζωή της ήταν βυθισμένος στα δαιδαλώδη μονοπάτια μιας εκφυλιστικής ασθένειας που σταδιακά και αμετάκλητα μεταβαλλόταν στον πιο εκδικητικό της εφιάλτη.

Τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. «Έτσι ξεκινά το κακό και το χειρότερο παραμένει πίσω», έγραφε σ’ένα από τα αγαπημένα βιβλία του γιου της. Πήρε το βιβλίο στα χέρια της, το ξεφύλλισε και το τοποθέτησε ευλαβικά πίσω στο ράφι. Ο συγγραφέας ήταν Ισπανός, Χαβιέρ Μαρίας λεγόταν αν δεν την απατούσε η μνήμη της και σύμφωνα με τον Αλέξη ήταν ένας από τους καλύτερους σύγχρονους συγγραφείς παγκοσμίως και ο πλέον αγαπημένος του.

Η βιβλιοθήκη ήταν ένας ιερός τόπος για το γιο της κι εκείνη σεβόταν απόλυτα τις πεποιθήσεις του αν και ποτέ δεν μπορούσε να διαβάσει τα βιβλία που εκείνος επέλεγε. Τα έβρισκε τρομερά δύσκολα και υπερβολικά εξεζητημένα. Την κούραζαν οι μακροσκελείς περιγραφές και τα συμπυκνωμένα νοήματα. Εκείνη ήθελε να διαβάζει βιβλία εύπεπτα με απλή γλώσσα για να την βοηθούν να χαλαρώσει. Αρκετά προβλήματα είχε ήδη στην καθημερινότητά της. «Απλοική» γλώσσα, όχι απλή άκουσε νοερά τη φωνή του γιου της να την διορθώνει και χαμογέλασε. Πάντοτε ήταν αυστηρός με τις επιλογές της και όποτε έβλεπε ένα εύπεπτο όπως το αποκαλούσε ανάγνωσμα πάνω στον καναπέ, γινόταν έξαλλος. Θεωρούσε πως τα βιβλία που στόχευαν στο θυμικό του αναγνώστη έκαναν ανεπανόρθωτη ζημιά. Επινοούσαν κόσμους ψεύτικους με κάκιστες τεχνικές και μέσα χωρίς να έχουν καμία λογοτεχνική αξία. Εκείνη δεν είχε την ίδια άποψη. Με τα ευτελή αυτά αναγνώσματα όπως τα αποκαλούσε ο Αλέξης εκείνη ξέφευγε έστω και στιγμιαία από την αέναη δυστυχία της. Ήταν η συντροφιά της τις άχρωμες ώρες της μέρας. Βυθιζόταν σε ξέχες, χάρτινες ζωές και πίστευε ότι τις ζούσε για λίγο. Για λίγες ώρες αισθανόταν ότι ξέφευγε από τον εαυτό της και εισέβαλλε στη ψυχή και στη ζωή κάποιας άλλης. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της ήταν όταν ζούσε δανεικές ζωές και η πιο δυστυχισμένη όταν προσγειωνόταν ανώμαλα κάθε φορά που συνειδητοποιούσε την θλιβερή πραγματικότητά της. Ένα άντρα παρών απών, μια μάνα ζωντανή νεκρή που δεν την αναγνώριζε πλέον κι ένα γιο στην άλλη πλευρά της γης που έβλεπε μόνο μέσω μιας ψυχρής οθόνης και μια κόρη που στο βάθος την μισούσε και την ανταγωνιζόταν.