Ένα μόνο ευχάριστο νέο είχε ακούσει πρόσφατα. Ο Αλέξης θα ερχόταν εντός ολίγων ημερών στην Αθήνα επειδή είχε κάτι πολύ σημαντικό να τους ανακοινώσει. Στο τηλέφωνο μιλούσε σιβυλλικά και χωρίς πολλά λόγια. Σαν να της έκρυβε κάτι. Το μόνο που της αποκάλυψε ήταν πως δεν θα ερχόταν μόνος του αλλά θα έφερνε μαζί του μια πολύ σημαντική συντροφιά. Με τα χίλια ζόρια της αποκάλυψε πως υπήρχε κάποια γυναίκα στην προσωπική του ζωή αλλά δεν ήθελε να αποκαλύψει περισσότερα. Ο λαλίστατος γιος της είχε μετατραπεί σε φειδωλό νέο που του έπαιρνε τις λέξεις με το τσιγκέλι.

Ποιά να ήταν άραγε εκείνη η μυστηριώδης γυναίκα; Ελληνίδα ή ξένη; Παναγία μου βοήθα να μην της κουβαλούσε καμία αλλόκοτη, ψυχρή και παράξενη Αμερικανίδα με περίεργα χούγια και συνήθειες. Δεν θα το άντεχε! Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο υποστήριζε η ίδια, ασχέτως αν το δικό της της βγήκε τρύπιο από την πολυχρησία. Δεν ήθελε Αμερικανίδα για ακόμα ένα βασικό λόγο. Αμερικανίδα ήταν η ερωμένη του άντρα της για την οποία ήταν έτοιμος να παρατήσει στα κρύα του λουτρού γυναίκα και μικρά παιδιά. Πόσο πολύ την είχε μισήσει τότε. Είχε ευχηθεί το κακό της, να εξαφανιζόταν μια μέρα και να μην εμφανιζόταν ποτέ ξανά στη ζωή τους. Το φάντασμά της καταδίωκε τους εφιάλτες της. Η ανεπάρκεια της ως γυναίκα τονιζόταν από την δική της παρουσία στη ζωή του. Την μισούσε και ας μην την είχε δει ποτέ. Την ανακαλούσε στη μνήμη της ως αμυδρή μορφή, την οποία χρωμάτιζε με τις δικές της πινελιές κάθε φορά και η αναμέτρηση μαζί της δεν ήταν ποτέ ίση. Μία την φανταζόταν ψηλή, ξανθιά, αιθέρια, με διάφανη επιδερμίδα και μάτια στο χρώμα του ωκεανού. Κάποιες άλλες φορές ερχόταν στο μυαλό της η εικόνα μιας αισθησιακής, σαγηνευτικής μελαχρινής, με σιροπιαστές καμπύλες και ακαταμάχητη σαγήνη, μια ενσάρκωση της Τζίνα Λολομπρίτζιτα στις δόξες της. Υπήρχαν και στιγμές που το ζωγραφιστό, αψεγάδιαστο πρόσωπο της Ρίτα Χέιγουορθ με τις ελκυστικές μικρές φακίδες και τον κόκκινο χείμαρρο από μπούκλες έκανε αυθάδικα την εμφάνιση του και μια κοροιδευτική φωνή στο κεφάλι της της έλεγε πως η ομορφιά εκείνης θα παρέμενε για πάντα αξέχαστη στον άντρα της και πως το μυαλό του θα εγκλωβιζόταν εσαεί από τις μαγευτικές σειρήνες της απύθμενης γοητείας της όσα χρόνια κι αν περνούσαν, όσα μακριά του κι αν βρισκόταν.

Οι σκέψεις την τρέλαιναν, την έκαναν παρανοική, ένιωθε να χάνει το μυαλό της, να πεθαίνει και να ανασταίνεται πάλι ως ζωντανή νεκρή. Άραγε τον αγαπούσε ακόμα; Η ερώτηση γνώριζε καλά πως ήταν ρητορική και δεν επιδεχόταν καμία απάντηση. Ίσως ναι, ίσως και όχι. Τι σημασία είχε τώρα πια; Ήταν εγκλωβισμένη στο δικό του ύπουλο δίχτυ για χρόνια ολόκληρα κι ας μην αισθανόταν τίποτα για εκείνη πια.

Άφησαν τον χρόνο να τους παρασύρει στη λαίλαπα της συνήθειας. Ο διάβολος βρίσκεται πάντα στις λεπτομέρειες, αλλά εκείνοι δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να τις ψάξουν.

Τη μια μέρα: “Σ’αγαπώ”. Την επομένη: “Δεν σε αντέχω άλλο”. Αλυσιδωτές αντιδράσεις αμφιθυμίας. Κλάματα, υστερίες, συγνώμες και το ίδιο έργο από την αρχή. Πρωταγωνιστές δυο σκιών μη αναγνωρίσιμων εαυτών. Αφοσίωση στην ιδέα μιας σχέσης, απιστία στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο απόλυτος ξεπεσμός και αυτοί βυθισμένοι στη νιρβάνα της νάρκωσης των αισθήσεων.

Δεν άντεχε άλλο να ζει στη σκιά του εαυτού της. Εκείνος την αγνοούσε επειδικτικά και αδιάφορα. Σαν να μην σήμαινε τίποτα πια γι’αυτόν. Σαν να μην σήμαινε τίποτα ποτέ. Άκουσε τον μεταλλικό ήχο του κλειδιού στην πόρτα. Ήταν σίγουρη πως ήταν εκείνος επειδή η Ιφιγένεια είχε διάλεξη στο πανεπιστήμιο και μετά θα έβγαινε με τους συμφοιτητές της για φαγητό. Προς στιγμήν σκέφτηκε να κάνει την κοιμισμένη αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Δεν θα έπαιζε κρυφτό στο ίδιο της το σπίτι. Αν κάποιος θα έπρεπε να το κάνει, αυτός δεν ήταν εκείνη.