γράφει ο Παντελής Αδαμίδης.
Στο φίλο μου, το Βασίλη Μ., που έφυγε νωρίς.
Φαντάζομαι πως έχω στο δωμάτιο ένα παράθυρο κυκλικό, σα φινιστρίνι. Το παράθυρο δεν κοιτά σε κάποια (φριχτή) γκρίζα αποθήκη, αλλά σ’ ένα μικρό δάσος. Ένα δάσος με πυκνές φυλλωσιές, σκοτεινό, απ’ αυτά που συνηθίζουμε να βλέπουμε στη βόρεια τοπιογραφία. Κατάχαμα στο γρασίδι του, μεγάλες πλάκες μυστικά φωτίζουν κέλτικα λόγια. Ένα Δάσος που ξέρει να κρύβει περίτεχνα τα μονοπάτια του. Αν ακολουθήσεις ένα απ’ αυτά, θα σ’ οδηγήσει μπροστά σε μια μεσαιωνική, Αγγλικανική εκκλησία. Μπορείς να ψηλαφήσεις με τις άκρες των δαχτύλων τις γκρίζες πλίθες της .
Απάνω απ’ το παράθυρο στέκει ένας φεγγίτης. Μπορείς να δεις μέσα του ένα καθαρό, έναστρο ουρανό . Μπορείς ν’ ακούσεις βοερές τις ανάσες τ’ ανέμου.
Όταν γλυκοχαράζει, πριν ξυπνήσουν τα πουλιά, εμφανίζεται πάμφωτο ένα ροδαλό φεγγάρι που μυστήρια ήταν κρυμμένο όλη νύχτα. Μοιάζει μεγάλο, βαμμένο με τα μελιά χρώματα της αυγής και φωτίζει δυνατά. Βγαίνει ξαφνικά, όπως ξαφνικά χάνεται πάλι. Όλα διαρκούν λίγες μοναχά στιγμές. Στο μικρό αυτό διάστημα, ακούγεται μια κιθάρα ,σαν από μόνη της ν’ ανά-κουρδίζεται. Παραδόξως, δεν την ακούει ποτέ κανείς άλλος. Όλοι ανύποπτα συνεχίζουν το βαθύ ύπνο τους.
Μια αέρινη, μια φασματική Μορφή διαγράφεται τότε μέσα στο σκοτάδι. Κάθεται σταυροπόδι στο βελούδινο καναπέ. Είναι ένας νέος σκυφτός, με τα μακριά μαλλιά του να πέφτουνε στα μάτια. Φορεί όμορφο σατέν γιλεκάκι και κοτλέ παντελόνι με φαρδιά καμπάνα. Απάνω στο μακρύ του πόδι, βαστάει τη κιθάρα. Τοποθετεί απαλά τα μεγάλα δάκτυλά του στη πλατιά ταστιέρα. Τότε, μπορεί να σε προσέξει. Σου χαμογελά, αλλά αμέσως βάζει το δάχτυλο στο στόμα. Σιωπή.
Έπειτα, ακούγεται η φωνή του βαριά, λίγο δισταχτική, σαν μουρμουρητό, «Φύλαξε τα λόγια σου για κάποιο φλύαρο, βροχερό απόγευμα, απ’ αυτά που η μνήμη δεν θ’ ανακινήσει ποτέ.»
Ο νέος αρπίζει γρήγορα. Μελωδίες πολύχρωμες κατακλύζουν το χώρο. Εικόνες όμορφες. Ήχοι που πάλλονται στην ατμόσφαιρα. Ήχοι που σε ξεγελούν, και μένεις στο τέλος ν’ ακούς μόνο το θρόισμα από στάχυα. Τότε φαντάζεσαι αόρατα δάκτυλα με νήματα απαλά να τα κινούν.
Ήχοι, κύματα αργόσυρτα μιας θλίψης. Ένα συνεχής, αφόρητος ίλιγγος. Μια δυστυχία σχεδόν πυρετική. Ένας καλός σου φίλος έλεγε ότι ζεις μέσα σ’ ατμόσφαιρα αεροστεγή, «στερεού αέρα». Οι θύμησες αναδεύονται βασανιστικά, επισημαίνουν λάθη, ελλείψεις. Τίποτα δεν έμοιαζε όπως έπρεπε. Πάντα κάτι έλειπε.
Now I’m darker than the deepest sea…
Η συναυλία που άργησες να κουρδίσεις τη κιθάρα για το επόμενο τραγούδι. Ήταν όλα τόσο περίπλοκα. Το κοινό συζητούσε αδιάφορο. Δεν σου έδωσε καμία σημασία όλο το βράδυ. Επιστροφή απ’ το Λονδίνο. Ανώφελες επισκέψεις σε φίλους. Έγκλειστος στο σπίτι. Άσκοπος, χαμένος χρόνος.
Το σκυλί με τα μαύρα μάτια σε περιμένει. Δισταχτικά έρχεται κοντά σου μόλις βγαίνεις στο κήπο να πάρεις λίγο αγέρα.
Κι όμως, εδώ δεν θα σταθεί το τέλος. Απόψε θα φωτίσει καθαρτικά αυτός ο βραδινός, ο βόρειος ουρανός. Όλοι οι ήχοι μαγικά θα πλέξουν πάνω του γιρλάντες από άστρα και φωταψίες πολικές. Μια μαγεία ανάλαφρη, σαν καθαρός αέρας θα φυσήξει. Κάθε κακό απόψε θα σκορπίσει. Είμαι σίγουρος πως αυτό, ναι, θα μείνει.
I never held
emotion in the palm of my hand
Or felt sweet breezes in the top of a tree
Διακόπτει το παίξιμο. Σπρώχνει λίγο τη κουρτίνα και κοιτάει απ’ το παράθυρο πίσω του. Χαμογελάει. Γνέφει ένα: « Όπως το περίμενα…». Κι αρχίζει:
So look see the days
The endless coloured ways
And go play the game that you learnt
From the morning.