
από τον Μάριο Αποστολίδη.
Είναι να μην της τάξεις. Ακόμα και ο Απόστολος Αντρέας κάνει και λίγο τα στραβά μάτια, αυτή όμως ποτέ. Της το είχε υποσχεθεί να την πάρει. Βέβαια μπορεί να βογκούσε λίγο, βαθιά μέσα του όμως το απολάμβανε και πάντα περνούσε καλά παρόλες τις αναποδιές. Είναι γεγονός ότι σε κάθε τους εξόρμηση μαζί, όλο και κάτι θα πήγαινε στραβά.
Η μέρα ηλιόλουστη, η ζέστη έλιωνε πέτρες και αυτοί κίνησαν από την Ανώγυρα για την κοίτη του Ξεροπόταμου. Ψηλά από την Πενταλιά αντίκρισε το μοναστήρι κάτω στην όχθη του ποταμού γαλήνιο ανάμεσα στα περβόλια που καλλιεργήθηκαν τα τελευταία χρόνια μια πράσινη νότα μέσα στο ξηρό τοπίο. Δύο νερόμυλοι πιο κάτω από το μοναστήρι και στην μέση του ποταμού τα θεμέλια πέτρινου γεφυριού που ένωνε τις όχθες του ποταμού και έφερνε τους πιστούς στο μοναστήρι. Άνοιξε το ξύλινο ξωπόρτι του μοναστηριού και μπήκε στην εσωτερική αυλή του.

Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε και τον έκανε να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια. Προχώρησε λίγο, στα αριστερά του υψωνόταν μεγαλόπρεπη η εκκλησία της Παναγίας, πετρόκτιστη, δωρική χωρίς φτιασίδι. Από μέσα ακούγονταν γλυκές ψαλμωδίες, σαν από φωνές αγγέλων. Στην μέση του πλακόστρωτου, ένα πηγάδι και ένας ηλικιωμένος μοναχός με τα ξεφτυσμένα ράσα σκυφτός από το βάρος των χρόνων έβγαζε νερό και γέμιζε τις κούζες και τα δοχεία που ήταν παραταγμένα γύρω από το πηγάδι. Ένας δόκιμος τον βοηθούσε στο έργο του με την σβελτάδα που χαρακτηρίζει τα νιάτα.
Το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού τον έκανε να κοιτάξει στο βάθος της αυλής, όπου δύο μοναχοί ξεφούρνιζαν φρέσκα ψωμιά και ποξωματιές και τα έβαζαν στις σκάφες. Δίπλα στους τσέστους κουλούρια με σισάμι, περίμεναμε την σειρά τους να μπουν στο φούρνο. Από δεξιά το αψύ άρωμα του φρέσκου λαδιού του έφερε λιγούρα στο στομάχι, τι απόλαυση να τρως φρέσκο ψωμί αλειμμένο με φρέσκο λάδι και ρίγανη. Εργάτες έμπαιναν από το πίσω ξωπόρτι με τα γαϊδούρια φορτωμένα σακιά με ελιές που τις έπαιρναν στο μύλο μέσα για να τις αλέσουν. Εργάτες από τα γύρω χωριά, ακόμα και πιο μακρινά που ζητούσαν ένα μεροκάματο μέσα στα δύσκολα χρόνια τα πέτρινα.
Η αυλή ένα μελίσσι που δούλευε σιωπηλό, μοναχοί στην κουζίνα να ετοιμάζουν το φαί του μεσημεριού. Λίγο πιο έξω οι μύλοι δούλευαν ασταμάτητα. Πλούσια η συγκομιδή φέτος και τα μουλάρια φορτωμένα σακιά με αλεύρι περνούσαν πάνω από το πέτρινο γεφύρι και έφερναν το αλεύρι στις αποθήκες της μονής. Πλούσιοι οι καρποί της γης φέτος, έβρεξε πολύ και η ικανοποίηση φαινόταν στα πρόσωπα όλων, θα χόρταιναν τα στομάχια όλων με ψωμί λάδι και ελιές. Κανείς δεν τον είχε προσέξει, σαν αερικό πέταξε μέσα στην μονή μπήκε στις αποθήκες με τα χωματένια δώματα, και τα πλεγμένα κλαδιά που συγκρατούνται από τεράστια καφέ γολίτζια.
Μυρωδιές γνωστές, του θύμισαν το μακρινάρι του παππού στην Βάσα με τα ρόδια κρεμασμένα στα γολίτσια να ξεραίνονται για να διατηρηθούν, το λαρτί κρεμασμένο από το τσιγκέλι, τις κούμνες με το παστό κρέας, τα καρύδια, τα αθάσια, τις σταφίδες και τα κιοφτέρια. Την κρεμαστή αρμαρόλα με το δίκτυ και την τσαμαρέλα μέσα τυλιγμένη με πανί άσπρο. Την ταπατσιά με τα ψωμιά σκεπασμένα να κρέμεται πάνω από πιθάρια γεμάτα με κρασί και ζιβανία.
Βάζα με καπάρι και ελιές πράσινες , “κουρελλοί” γεμάτοι χαλούμια και δίπλα ο πέτρινος χειρόμυλος έτοιμος να αλέσει σιτάρι και να κάνει το πουργούρι που τόσο πολύ του άρεσε να τρώει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε να αφουγκραστεί λίγο ακόμα τους ύμνους μέσα από την εκκλησιά αλλά μια αλλόκοτη σιωπή έντυσε το χώρο.
Οι τοίχοι γυμνοί, το καντήλι με το λάδι να φωτίζει με την αδύνατη φλόγα του τον χώρο και κάποιες ακτίνες να σκορπίζουν ένα απαλό γαλάζιο χρώμα μέσα από τους φεγγίτες στον περίτεχνο τρούλο. Παναγία του Σίντη παρέα με την Ολυμπία.