Ο Αντώνης την κοίταξε αμίλητος για λίγα λεπτά. Η γυναίκα του είχε πάθει μια ακόμη νευρική κρίση όπως τόσες άλλες φορές προηγουμένως, όμως ποτέ ξανά δεν του είχε πει να φύγει από το σπίτι. Η Μαίρη ήταν ψυχολογικά και συναισθηματικά εξαρτημένη από αυτόν. Σε πολλές εξάρσεις της το είχε παραδεχτεί. Πάντοτε μάλιστα στο τέλος κάθε καυγά τους τον παρακαλούσε να μην την εγκαταλείψει ποτέ επειδή δεν θα το άντεχε. Τι συνέβη; Τι άλλαξε στη ζωή της;

«Αν αυτό θες, αυτό ακριβώς θα κάνω αμέσς κιόλας. Δώσε μου μόνο λίγα λεπτά να μαζέψω τα πράγματα μου. Όλα τα υπόλοιπα αντικείμενά μου θα στείλω να τα μαζέψουν πιο μετά. Ξέρεις κάτι Μαίρη; Χαίρομαι πολύ που πήρες αυτή την απόφαση. Ίσως είναι η πιο σωστή απόφαση που έχεις λάβει ποτέ στη ζωή σου. Με απελευθερώνεις από τα δεσμά σου επειδή ειδικά τώρα τελευταία  κατέβαλλα τεράστιες προσπάθειες για να συμβιώνω μαζί σου στο ίδιο σπίτι. Το μοναδικό μου μέλημα είναι η Ιφιγένεια. Θα της εξηγήσω όμως και θα καταλάβει. Κάνε μου μόνο μια τελευταία χάρη. Μην της μιλήσεις εσύ, μην της πεις τίποτα. Άσε με να αναλάβω εγώ. Άλλωστε εσύ κι εκείνη δεν τα πηγαίνατε ποτέ ιδιαίτερα καλά. Με το ζόρι ανέχεστε η μία την παρουσία της άλλης μέσα στο σπίτι.»

«Φεύγεις λοιπόν; Βέβαια, ευκαιρία έψαχνες κι εγώ σου την έδωσα στο πιάτο. Φύγε λοιπόν, τι περιμένεις; Μην μπεις στον κόπο καν να μαζέψεις τα πράγματά σου. Θα το κάνω εγώ για σένα ως μια τελευταία πράξη συζυγικής αλληλεγγύης», είπε χρωματίζοντας τη φωνή της κοροιδευτικά.

«Αγνοώ επιδεικτικά την ειρωνία σου Μαίρη. Ακόμη και την ύστατη στιγμή αδυνατείς να επιδείξεις στοιχειώδη ψήγματα αξιοπρέπειας. Αυτή ήταν και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσά μας.»

Απομακρύνθηκε από κοντά της χωρίς να γυρίσει καν να την κοιτάξει. Για εκείνον η γυναίκα αυτή αποτελούσε πια παρελθόν. Ανάμικτα τα συναισθήματα που είχε μέσα του αλλά κανένα δεν είχε ως άμεσο αποδέκτη εκείνη. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα του πια. Δεν αισθανόταν τίποτα. Ούτε καν συμπάθεια ή μια στοιχειώδη συμπόνια για μια γυναίκα με την οποία έζησε μια ολόκληρη ζωή και έκανε μαζί της δύο υπέροχα και χαρισματικά παιδιά. Η συμπεριφορά της απέναντί του όλα αυτά τα χρόνια τον είχε ωθήσει να διαγράψει μέσα του κάθε ίχνος συναισθήματος. Τον κούραζε αφάνταστα η ατελείωτη γκρίνια της και το ανυπόφορο μελόδραμά της. Ποτέ δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι εκείνη τον οδήγησε στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής του που έχασε για πάντα. Κάθε φορά που την σκεφτόταν κάτι σκιρτούσε μέσα του όπως την πρώτη εκείνη φορά που την είχε δει σ’εκείνο το καλοκαιρινό μπαρ στο κέντρο της Αθήνας που τη θέση του τώρα είχε πάρει ένα συνοικιακό σουβλατζίδικο της σειράς. Ήταν μια θεότητα, μια οπτασία αιθέρια με γκριζογάλανους ωκεανούς για μάτια κι ένα χείμαρρο από ξανθοκάστανες μπούκλες. Όταν χαμογελούσε έμοιαζε σαν άγγελος που μόλις κατέβηκε από τους ανοιχτούς ουρανούς. Αυτό που τον μάγευε και τον έλκυε σαν μαγνήτης πάνω της όμως δεν ήταν μόνο η εξωτερική της εξαίσια ομορφιά αλλά ο συνδυασμός ενός οξύτατου, καλλιεργημένου πνεύματος με μια αυθόρμητη καλοσύνη κι ένα παρορμητισμό που του έκοβε την ανάσα.

Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν την Ελλάδα και αφορμή υπήρξε ένα διεθνές συνέδριο συγκριτικής λογοτεχνίας. Η κλασική λογοτεχνία ήταν το πάθος της. Εκείνος δεν μπορούσε να πει το ίδιο αλλά θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε για τη λογοτεχνία. Φωτίζονταν τα μάτια της, έλαμπε το πρόσωπό της ολόκληρο. Την ερωτεύτηκε παράφορα, την αγάπησε με όλη του τη ψυχή. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όλα για χάρη της. Ακόμα και τα παιδιά του που σήμαιναν τα πάντα γι’αυτόν. Εκείνη ήταν η ζωή του, ο μεγάλος έρωτας του που δυστυχώς έμεινε ανεκπλήρωτος. Η σχέση τους κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια με μεγάλα και παρατεταμένα διαλείμματα ενδιάμεσα. Εκείνη ήταν Καθηγήτρια σε Αμερικανικό πανεπιστήμιο και παντρεμένη με κάποιον που ανεχόταν αλλά δεν αγαπούσε. Μια μόνιμη σκιά θλίψης στα μάτια της ήταν η συντροφιά της κι ένα ανομολόγητο μυστικό που δεν του αποκάλυψε ποτέ. Απλά προτίμησε να χαθεί μια μέρα από τη ζωή του το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί. Δεν έμαθε ποτέ το πως και το γιατί. Απλώς έφυγε μακριά χωρίς ποτέ να δώσει σημεία ζωής αφήνοντας τον πίσω απορημένο και δυστυχισμένο με ένα «γιατί» μόνιμα αποτυπωμένο στο βλέμμα του.

Μια οπτασία ήταν που δεν άνηκε στον κόσμο τούτο. Του χάρισε ζωή και μετά του την πήρε απότομα. Ένας ζωντανός νεκρός ήταν χωρίς εκείνη κι ας είχαν περάσει εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να του δώσει πλέον χαρά.Την αγαπούσε ακόμα με την ίδια ένταση και πίστη. Πολλές φορές αναρωτήθηκε πού ήταν και τι έκανε. Προσπάθησε να την βρει, την έψαξε επανειλημμένως. Βρήκε μια πρόφαση για δουλειά και ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανακάλυψε πως εκείνη ζούσε πλέον στη Νέα Υόρκη. Από το πανεπιστήμιο στο οποίο εργαζόταν, τον ενημέρωσαν πως είχε πλέον παραιτηθεί και μετακομίσει σε άλλη Πολιτεία. Δεν γνώριζαν όμως να τον πληροφορήσουν σε ποιά. Ένιωσε να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια του. Παρατηρούσε τους ουρανοξύστες, τη φωταγωγημένη κοσμοπολίτικη μητρόπολη, τους πολυάσχολους να πηγαινοέρχονται σαν μυρμήγκια και να τον προσπερνάνε αδιάφορα και αισθάνθηκε σαν πρωταγωνιστής στο θέατρο του παραλόγου. Μια ασήμαντη απειροελάχιστη οντότητα που έψαχνε το άπιαστο στο κέντρο του σύμπαντος. Το βράδυ στο ξενοδοχείο ξυπνούσε κάθιδρος και την αναζητούσε στο σκοτάδι. Μετά από δύο βδομάδες άσκοπης αναζήτησης επέστρεψε στην Ελλάδα, η σκιά του παλιού εαυτού του. Το κεφάλαιο της σχέσης τους έκλεισε προτού καν προλάβει να αρχίσει.

Μάζεψε λίγα πράγματα του βιαστικά και τα έριξε όπως όπως σε μία βαλίτσα. Βιαζόταν να φύγει από εκεί μέσα το συντομότερο δυνατό. Δεν άντεχε να βλέπει λεπτό παραπάνω το πρόσωπο της Μαίρης. Αν ήταν δυνατόν δεν θα ήθελε να το ξαναέβλεπε ποτέ.

Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες έτοιμος να αντιμετωπίσει ακόμα μια κρίση της. Ευτυχώς δεν ήταν εκεί. Δεν ήξερε πού πήγε ούτε και τον ενδιέφερε. Καλύτερα να μην αντάλλαζαν άλλες πικρές κουβέντες. Ήταν πολύ αργά για ο,τιδήποτε πια.