Από την Ισμήνη Χαρίλα
Είναι άραγε εφικτό να αποτυπωθεί το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης σε εκατόν πενήντα σελίδες γραπτού κειμένου;
Για έναν σπουδαίο λογοτέχνη, όπως ο Νικολάι Γκόγκολ, είναι υπεραρκετές και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με την ιστορική νουβέλα «Ταράς Μπούλμπα» που επανακυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Γκοβόστη, σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα από την προηγούμενη έκδοση και με τη σφραγίδα της άρτιας μεταφραστικής απόδοσης του Άρη Αλεξάνδρου.
Το γνωστότατο εν λόγω έργο περιελήφθη αρχικά στη συλλογή διηγημάτων «Μίργκοροντ» του 1835 και το 1842 αναπτύχθηκε σε νουβέλα.
Βασικός ήρωας είναι ο Ταράς Μπούλμπα, ένας σκληροτράχηλος Ουκρανός Κοζάκος που θεωρεί υπέρτατο καθήκον του την προστασία της πατρίδας του και της Ορθοδοξίας. Οι δυο γιοι του – ο Αντρέι και ο Οστάπ – μολονότι έχουν σπουδάσει στην ιερατική σχολή του Κιέβου και έχουν ανατραφεί με τα ίδια ιδεώδη, υιοθετούν μια ετερόκλητη φιλοσοφία ζωής. Ο μεγαλύτερος, ο Οστάπ, μοιάζει με τον πατέρα του και νοιάζεται μόνο για τον πόλεμο και το γλέντι. Εν αντιθέσει, ο Αντρέι είναι μελετηρός, περισσότερο εφευρετικός και επιτρέπει στην ψυχή του να ερωτευθεί, παρόλο που στον κόσμο των Κοζάκων η αγάπη μιας γυναίκας δεν μπορεί ποτέ να είναι προτεραιότητα. Όταν ο πόλεμος των Κοζάκων και των Πολωνών του θέτει το δίλημμα ανάμεσα στην πατρίδα και την αγαπημένη του, εκείνος επιλέγει έχοντας ως οδηγό την καρδιά του, αφού «πατρίδα είναι εκείνο που λαχταρά η ψυχή». Η απόφασή του τον φέρνει φυσικά αντιμέτωπο με τον πατέρα του και η σύγκρουσή τους έχει ολέθρια αποτελέσματα.
Μέσω της αφήγησης επομένως της ιστορίας, ο Γκόγκολ θίγει ζωτικά υπαρξιακά ερωτήματα. Κατ’ αρχάς εκτός από την ανάλυση της θεματικής του έρωτα, εστιάζει στην ανισότητα ανάμεσα στη μητέρα και τον πατέρα. Η πρώτη αγωνιά για τους γιους της και προσπαθεί να τους κρατήσει κοντά της, προκειμένου να τους προστατεύσει από την αγριότητα του πολέμου. Σε αντιδιαστολή, ο πατέρας τους νιώθει υπερήφανος για τα αγόρια του και είναι έτοιμος να τα θυσιάσει ανά πάσα στιγμή για την πατρίδα. Ως γνήσιος εκπρόσωπος του φύλου του και του λαού του περιφρονεί την ανησυχία της γυναίκας του, αφού στα μάτια του είναι υποδεέστερη, ασήμαντη και αντιστοιχεί σε μια υπηρέτρια που εξυπηρετεί απλώς τις ανάγκες του.
Εν συνεχεία με οικονομία λόγου και έξοχη λογοτεχνική μαεστρία, ο Γκόγκολ ισορροπεί ανάμεσα στην έννοια της ζωής και του θανάτου. Περιγράφει τις μάχες και αποστασιοποιημένος από την ωμότητα των πολεμιστών, εμβαθύνει στα συναισθήματά τους, ωσάν ένας φακός μικροσκοπίου που μεγεθύνει και αναλύει ό,τι είναι απαρατήρητο δια γυμνού οφθαλμού.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με τη σημερινή εποχή. Ο Ταράς ζει σε μια περίοδο, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμιά αξία, ο πόλεμος είναι καθημερινή απειλή και το σκλαβοπάζαρο μια οδυνηρή πραγματικότητα. Ό,τι αντιμετωπίζει δηλαδή και μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων στον πλανήτη σήμερα. Ενδεχομένως με διαφορετικούς τρόπους και μέσα, αλλά με κοινή βάση και με την επιβεβαίωση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και ουδείς διδάσκεται τελικά από τα λάθη του παρελθόντος.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα που αναδεικνύεται από το κείμενο σχετίζεται με τη συμπεριφορά των Κοζάκων. Ενώ ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από μια λέξη που σημαίνει ελεύθερος, εκείνοι δεσμεύονται από κανόνες και υποχρεώσεις που ορίζουν άλλοι γι’ αυτούς. Υπεραμύνονται της έννοιας της τιμής και της αξίας, όμως δεν διστάζουν να κλέψουν και να λεηλατήσουν, ρισκάροντας να ατιμαστούν μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους.
Το άτομο καταλήγει συνεπώς έρμαιο δοξασιών και απολυταρχικών αντιλήψεων που καθοδηγούν τις πράξεις του και η θρησκεία – που έχει ως υπέρτατη αποστολή την προστασία του καλού – χρησιμοποιείται ως αιτιολογία για την κήρυξη πολέμου και την κατακρεούργηση αμάχων. Εβραίοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Αρμένιοι, Μουσουλμάνοι, μπλέκονται σε ένα αέναο παιχνίδι ρόλων και ο καθένας τους επιχειρεί να αντικρούσει διαμορφωμένες αντιλήψεις για τα χαρακτηριστικά της φυλής του.
Κατά συνέπεια έξι αιώνες αργότερα από την περίοδο που εξελίσσεται το συγκεκριμένο έργο, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση, ότι ο χρόνος κυλά μεν, αλλά ό,τι φαίνεται να αλλάζει, παραμένει ουσιαστικά ίδιο. Διαχρονικότητα, λογοτεχνικότητα και ένα αφήγημα που παραμένει αναμφίβολα ζωντανό στο πέρασμα των ετών.