του Παντελή Αδαμίδη.

(Ένα ποτήρι θολό νερό. Το  πυρωμένο φωτιστικό γραφείου. Νηστικός. Ο φραπές απ’ το απόγευμα αναδεύεται ακόμα στο στομάχι. Ώρες- ώρες, 

ανεβαίνει, το νιώθει να  του καίει  τον οισοφάγο.)

( Σαξόφωνο. Κοφτές νότες. Στο στέρεο, δυνατός ρυθμός μιας ντραμς. Μπορεί να είναι ο Έλβιν Τζόουνς και το κουιντέτο του. Αυτοσχεδιασμοί. Gettin’ that Beat!  )

Κομνηνός:

Και τι με νοιάζει αν ο φοιτητής στο δεύτερο όροφο νιώθει κάψες και δεν έχει πού να εκτονωθεί; Το σαξόφωνό του δεν αντέχω! Αν 

συνεχίσει, θα ανέβω να του το βάλω… Άντε!

(Μόνος στο δωμάτιο. Παραμερίζει τις κουρτίνες. Το γραφείο είναι δίπλα στο παράθυρο. Φώτα στις πυλωτές των απέναντι πολυκατοικιών.)

 Έχω να διαβάσω γι’ αυτά τα σήματα. Είναι έντεκα το βραδύ, μέρα Πέμπτη κάποιου επικίνδυνα πληκτικού χειμώνα. Οδηγώ εδώ και δυο χρόνια μοτοσικλέτα. Χωρίς δίπλωμα. Δεν έχω πέσει ποτέ σε μπλόκο. Δεν είμαι τυχερός. Ίσως μεθοδικός και αρκετά- θα έλεγα- δικτυωμένος.

Αυτές τις μέρες, όταν βγαίνω έξω με το παλιό μηχανάκι του Τάσου, ξέρεις, αυτό που δε χρησιμοποιεί, το ψύχος μού φέρνει σκοτοδίνη. Μου κόβεται η ανάσα. Τα μάτια μου συνέχεια δακρύζουν. Είμαι σταματημένος σε κάποιο φανάρι. Κοιτώ τις εξατμίσεις που στάζουν, το κόκκινο θάμπος απ’ τα φώτα των σταματημένων αμαξιών. Όλοι έχουν πατημένο το φρένο, περιμένουν. Αυτή η εικόνα μου ‘χει εντυπωθεί, επανέρχεται συχνά, δε ξέρω γιατί.

Έχω την αίσθηση πως είμαι άρρωστος απ’ το Νοέμβριο και τώρα είναι Φεβρουάριος. Δε λέω ποτέ : άντε να ‘ρθει το καλοκαίρι. Ποτέ δε ξέρεις, ειδικά αν είναι σαν το περσινό που έτρεχα απ’ τη μια δουλειά στην άλλη με μεροκάματα του κώλου… Μαγγανοπήγαδο, που λέει κι Άσιμος… Θυμάσαι, έτσι;  

Το τελευταίο καιρό τα βράδια ονειρεύομαι ότι δε μπορώ να δω, ότι πάω ν’ ανοίξω τα μάτια και τα βλέφαρα τα πλακώνουν, σαν ένα ατελείωτο αγουροξύπνημα. Ξυπνάω   απότομα και ησυχάζω που ‘ταν όνειρο. Στα μαθήματα ,ναι, δε πολύ-πήγαινα, ο πατέρας μ’ έλεγε: «Τι σας διδάσκουν; Να πάρουν κι άλλα λεφτά θέλουν, εγώ το 76’ που ‘δωσα γι’ αμάξι ένα βράδυ διάβασα και τα πέρασα. Είχα έναν Αρμένιο δάσκαλο. Μου δίνει το βιβλίο με τα σήματα, αύριο δίνεις, μου λέει» . Τελικώς, ίσως και να τον άκουσα. 

 Μα, αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι η τύχη δεν είναι για κάποιον σαν εμένα. Θέτοντάς το πιο κλαψομούνικα  τέλος πάντων: Όσα χρόνια περιδιαβαίνω σ’ αυτές τις οδούς, μπαίνοντας και βγαίνοντας σ’ αυτή τη πόλη, όλο και πιο πολύ πιστεύω ότι είμαι μόνο για να χάνω. Μια μοίρα φοβερά ατροφική, μίζερη. Στις γκόμενες, στα μεροκάματα , στ’ οτιδήποτε. Ας το παίζω ώρες-ώρες ότι πάω να ξεφύγω. Είμαι βέβαιος ότι μια μέρα ίσως καθηλωθώ απ’ αυτήν….

Βέβαια  και πιστεύω στους winners και στους losers. Αντιπαλεύομαι φίλους με, ας πούμε, «κοινωνικές ανησυχίες», και   έτοιμους πάντα γι’ ατέλειωτες- σίγουρα- κοινωνικές θεωρητικολογίες : Η Ιστορία κινείται μέσα απ’ τη πάλη των winners και των losers, τους λέω. Ναι, κι όμως, παρ’ ότι επισημαίνουν ότι πρόκειται για ένα «capitalist way of thinking», τις περισσότερες φορές συμφωνούν μαζί μου.  

Ναι, δεν άντεχα ποτέ το διάβασμα. Από παιδί, όταν με ‘βάζαν με το ζόρι, σα να  σκουλήκιαζε ο κώλος μου. Ζωγράφιζα, έφτιαχνα σαΐτες, μαλακίες, ό,τι ήταν δυνατό. Δε το μετάνιωσα ποτέ.  Κι ας μου ‘λεγε από τότε ο πατέρας: φαίνεσαι εσύ, δεν είσαι γι’ αυτά, άσ’ το. Ποτέ δεν επιδίωξα να το διαψεύσω. Έστω, έτσι;


(Βγαίνει έξω αθόρυβα. Κατεβαίνει τις σκάλες. Το ισόγειο της πολυκατοικίας είναι σκοτεινό. Τα φώτα του δρόμου αντιφεγγίζουν απαλά στα τζάμια. Περνά την εξώπορτα. Βγάζει ένα τσιγάρο. Ο δρόμος είναι έρημος. Τα φώτα απ’ τα παράθυρα των πολυκατοικιών όλο και λιγοστεύουν. Συγκροτήματα πολυκατοικιών και από τις δυο πλευρές του δρόμου.  Πυλωτές πλακόστρωτες, ισόγειο μ’ άδεια θέση θυρωρού και ανάγλυφη επένδυση στο τοίχο. Έξω, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, υπάρχει ένα συμπαθητικό παρκάκι με κοντό γρασίδι φροντισμένο και δυο συστοιχίες από   έλατα, η μια αντικριστά από την άλλη. )


( Η τζαζ έρχεται πάλι. Υπνωτιστικά. Είναι ένα μπλουζ. Είναι Davis. Τα «σκουπάκια» τρίβονται στη κάσα. Το σαξόφωνο ακολουθεί αργά, με χαμηλότερη ένταση. Οι νότες αργόσυρτα σβήνουν σε κάθε φράση. Ακούγεται απ’ το στέρεο  η τρομπέτα να ξεχωρίζει. Σταματάει το σαξόφωνο του φοιτητή. Όλη η γειτονιά ακούει το κομμάτι. Κανείς δε διαμαρτύρεται. Όλα μοιάζουν σαν να ‘χουν στιγμιαία παγώσει.)    

(βήχει)

Τώρα όλοι κοιμούνται στα ζεστά κρεβατάκια τους. Διαβάζουν τα περιοδικά  στις σατέν πιτζάμες τους, έχουν ξαπλώσει πάνω στο μισανοιγμένο πάπλωμα. Στο κομό, χαρτί lux αρωματικό για τη βουλωμένη μύτη.

 Ωραία που παίζει ο πούστης.