Από την Ισμήνη Χαρίλα
«(…) Τη σκότωσα, όπως και τις άλλες, γιατί έπρεπε. Και τούτο κανείς δεν θέλει να το καταλάβει. Θα πούνε και θα γράψουν πάλι ότι είμαι τρελός, μανιακός, σαδιστής, διεστραμμένος, πράγμα που δεν αληθεύει.
Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, τελεία και παύλα. Αν το αντιλαμβανόταν ο κόσμος, δεν θα επικρατούσε ο ηλίθιος πανικός που εμποδίζει τους ανθρώπους να βγούνε απ’ τα σπίτια και έχει πλήξει άσχημα τα εμπορικά καταστήματα (…)».
Αυτά ισχυρίζεται ο πρωταγωνιστής στο έργο του πασίγνωστου Βέλγου συγγραφέα Ζώρζ Σιμενόν – «Οι δαίμονες του πιλοποιού» – που ολοκληρώθηκε το 1949 και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Άγρα και σε μετάφραση της Αργυρούς Μακάρωφ.
Η υπόθεση του εν λόγω πονήματος – που θεωρείται ως ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά μυθιστορήματα του Σιμενόν – εξελίσσεται στην παραθαλάσσια κωμόπολη Λά Ροσσέλ, όπου δίχως εμφανή αιτία στραγγαλίζονται έξι ηλικιωμένες γυναίκες. Η Αστυνομία αναζητά μάταια τον κατά συρροή δολοφόνο και εκείνος προαναγγέλλει ότι θα υπάρξει έβδομο θύμα, το οποίο θα είναι κατά δήλωσή του και το τελευταίο. Η ανακοίνωσή του εντείνει, όπως είναι φυσικό, την ανησυχία των αρχών και των κατοίκων και καθορίζει από εκείνη τη στιγμή και έπειτα μια ανατρεπτική εξέλιξη.
Εν αντιθέσει με τη συνήθη τακτική των αστυνομικών μυθιστορημάτων που εστιάζουν τη λύση του γρίφου στην ταυτότητα του δολοφόνου, ο Σιμενόν αποκαλύπτει ευθύς εξαρχής το άτομο που κρύβεται πίσω από τα εγκλήματα και μεταθέτει το βάρος του αινίγματος στην αιτία της διάπραξης και επιλογής συγκεκριμένων θυμάτων.
Χρησιμοποιώντας εντέχνως τα στοιχεία της φύσης, όπως είναι η βροχή, το κρύο του χειμώνα, το σκοτάδι και η ερημιά της νύχτας, ο δημιουργός κορυφώνει την αγωνία των πολιτών που αναγκάζονται άξαφνα και εξαιτίας του φόβου που πλανάται γύρω τους να αλλάξουν τις συνήθειές τους.
Βασισμένο δε στην τριτοπρόσωπη γραφή, το κείμενο ακολουθεί μια ρυθμικότητα που συντονίζεται αρμονικά με το tempo της βροχής που ξεκινά τη νύχτα της πρώτης δολοφονίας και διαρκεί συνολικά είκοσι ημέρες.
Οι κύριοι πρωταγωνιστές είναι δυο. Ο δολοφόνος που είναι ένας πιλοποιός και ένας ράφτης που είναι ο μοναδικός γνώστης και μάρτυρας των τεκταινομένων. Ο πρώτος είναι ένας ευυπόληπτος άνδρας, εύρωστος οικονομικά, φίλος των αρχών του τόπου και κατά συνέπεια υπεράνω υποψίας. Αυτοβιογραφείται, εξηγεί διεξοδικά τις πράξεις του και παραμένει ουσιαστικά ο ρυθμιστής του παιχνιδιού και της μοίρας του από την αρχή ως το τέλος.
Ο δεύτερος ήρωας είναι ένας Αρμένιος μετανάστης και γείτονας του πιλοποιού που προσπαθεί να περνά απαρατήρητος και να διατηρεί αποστάσεις από όλους. Είναι μια μορφή που μιλά και δρα μέσω της σιωπής του και της φαινομενικής απραξίας του, αφού ενώ θα μπορούσε να σταματήσει τον πιλοποιό, μετατρέπεται ουσιαστικά σ’ έναν άβουλο συνένοχό του. Παράλληλα όμως καθίσταται συγγραφικά ισχυρότερος χαρακτήρας, διότι εξυπηρετεί την αφήγηση, διατηρείται σταθερός και η στάση του υπονοεί τις προθέσεις του.
Μέσω αυτών των δυο ατόμων λοιπόν ο Σιμενόν ψυχογραφεί την κοινοτυπία μιας επαρχιακής πόλης που τρομάζει από οτιδήποτε διαταράσσει την ηρεμία της, ιντριγκάρεται από τα γεγονότα που φωτίζουν τη ρουτίνα της και επιχειρεί να συγκαλύψει όσα τείνουν να διασπάσουν την πλασματική ενότητά της. Ακριβώς δηλαδή σαν μια θάλασσα που είναι άλλοτε ήρεμη και άλλοτε ταραγμένη και κρατά κρυμμένα στον βυθό της τα μυστικά της. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η υπόθεση εξελίσσεται σε μια παραθαλάσσια πόλη και πιθανότατα η επιλογή αυτή να μην είναι τυχαία.
Ο αναγνώστης αναρωτιέται επομένως συχνά εάν θα επέλθει η κάθαρση και ποιο είναι τελικά το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί σε όλους τους εμπλεκόμενους και ιδίως σε αυτούς που καλούνται να αναλύσουν τα δεδομένα και να ελέγξουν τις ενδείξεις που καταμαρτυρούν τον δολοφόνο. Όλα όμως μοιάζουν προαποφασισμένα και ακόμα και οι ανατροπές φαίνονται να ορίζουν τον τρόπο που θα κλείσει η αυλαία, δίχως καμιά περαιτέρω δυνατότητα παρέκκλισης.