από τον Παντελή Αδαμίδη.
Ήταν πρωί, λίγο μετά τις 7. Ήρθαν ελαφρώς αγουροξυπνημένοι με τις μπλε φόρμες τους . Στο στήθος, είχαν ένα έμβλημα ξεφτισμένο: το προφίλ του αρχαίου Πατρέως, κι από κάτω, με κεφαλαία γράμματα, έβλεπες: «ΔΗΜΟΣ ΠΑΤΡΕΩΝ». Στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο κτίριο της δημόσιας υπηρεσίας, υπήρχαν οι δυο κρουνοί. Τους ξέσφιξαν με το κλειδί. Πήραν τα λάστιχά τους και τα προσάρμοσαν στα στόμια. Έριξαν ελάχιστα· ίσα για να ελέγξουν την πίεση.
Όλα ήταν έτοιμα. Αμέσως ξεκίνησαν τη δουλειά.
Το νερό πεταγόταν με πίεση πάνω στους τσιμεντένιους τοίχους. Συνθήματα πολιτικά, βρισιές, οπαδικά , ζωγραφισμένες μορφές, γκράφιτι, τηλέφωνα για πολλά υποσχόμενα ραντεβού, όλα ξεθώριαζαν, έσβηναν. Στα πυκνά γκράφιτι σημάδευαν πρώτα στο κέντρο, μετά στις άκρες. Κάποιος θα μιλούσε για χρονοβόρα τακτική, ίσως και για “αντιπαραγωγική” (μια και τώρα όλα τα μετράμε με μιαν υστερική προοπτική κέρδους). Έστω· το μεροκάματο να βγει, κι ό, τι έγινε, έγινε. Στη σκάλα, έξω απ’ τη δημόσια υπηρεσία ήλπιζαν να φανεί, έστω και λίγο, τ’ άσπρο του μαρμάρου. Η διευθύντρια πίστευε ότι έτσι θα δινόταν μια νότα ” παλαιού αστισμού” στη πολυκατοικία που στέγαζε τα γραφεία. Νερό χυνόταν άφθονο στα πεζοδρόμια. Νερό θολό και μαύρο .
Τις αφίσες στην αρχή τις κατέβαζαν με τα χέρια μία-μία. Ύστερα, για να κερδίσουν χρόνο -έπρεπε να πάνε σε 3 κεντρικούς δρόμους σήμερα- τις τσάκιζαν με το νερό . Αμέσως, γίνονταν χαλκομανία. Κομμάτια τους κόλλαγαν στο πεζοδρόμιο. Θα έπρεπε να ‘ρθει το βράδυ για να μαζέψει ό, τι έμεινε τ’ απορριμματοφόρο.
Κόλλες, φθηνό χαρτί εφημερίδας, χαρτί αφισών Α3, μελάνι φωτοτυπικής μηχανής και σκόνη. Όλα γίνονταν μια μαύρη σούπα, σχηματίζοντας ένα ρυάκι στο κράσπεδο. Τα χρώματα αφήσαν ενοχλητική τη μυρωδιά τους.
Αφίσες. Χαμόγελο
κάποιου νεκρού αγωνιστή. Πρόσκληση σε συνδικαλιστική συγκέντρωση. Φωτογραφία
ενός εξαφανισμένου σκύλου και από κάτω ένα τηλέφωνο. Δίπλα ακριβώς, σε μικρό
χαρτάκι: Αριστούχος φοιτητής παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές
μέσης εκπαίδευσης. Μπορεί ο ενδιαφερόμενος να σκίσει το χαρτάκι και να πάρει
ένα απ’ τα τηλέφωνα που δίνονται. Όλα τούτο το πρωί μουλιάζουν, σχίζονται. Οι
τοίχοι είναι καθαροί τώρα. Στάλες
κατηφορίζουν το σοβά.
Η πόλη ξυπνά. Αυτοκίνητα, περαστικοί γεμίζουν τους δρόμους και τα
πεζοδρόμια. Όσοι περάσουν από ‘δω, διστακτικοί θ’ αποφύγουν το
βρεγμένο πεζοδρόμιο.
Από μακριά, σε κάποιο σχολείο ακούγεται το κουδούνι για τη προσευχή. Είναι ήδη οχτώ και δέκα.