Γράφει ο Ερμής:

Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό, όταν οι κάτοικοι του μικρού χωριού είδαν μια άμαξα να σταματά δίπλα στο ποτάμι.

«Πραματευτάδες θα είναι», σκέφτηκαν και πλησίασαν για να δουν τι πουλάνε.

Στην άμαξα όμως βρισκόταν μόνο μια γυναίκα. Περίπου πενήντα ετών, ψηλή, παχουλή, γεροδεμένη, με όμορφο ροδαλό, χαμογελαστό πρόσωπο και μαύρα μάτια που παρατηρούσαν σαν αστρίτες.

«Καλημέρα!», είπε στους χωρικούς, μόλις έφτασαν κοντά της.

«Καλημέρα και σ’ εσένα. Τι ζητάς στο χωριό μας; Θα μείνεις πολύ καιρό;», τη ρώτησαν αμέσως εκείνοι.

«Ω!! Είμαι απλώς περαστική. Ταξιδεύω πολλές ημέρες και σταμάτησα για να ξεκουραστούν τα άλογά μου και να αγοράσω ορισμένες προμήθειες. Φοβήθηκα κιόλας μην χιονίσει και αποκλειστώ στα βουνά. Ελπίζω ότι δεν σας ενοχλώ».

«Όχι, αλλά καλό θα ήταν να μεταφέρεις την άμαξα σε ασφαλές σημείο. Εδώ είναι εκτεθειμένη και μπορεί να πάθει ζημιά».

Την οδήγησαν λοιπόν σε μια μεγάλη σπηλιά και την βοήθησαν να ανάψει μια φωτιά για να μην κρυώνει.

«Τώρα δεν θα έχεις πρόβλημα», της είπαν και αφού η γυναίκα τους ευχαρίστησε, έφυγαν με την υπόσχεση να ξαναπεράσουν για να δουν, αν χρειάζεται κάτι.

Είχαν περάσει αρκετές ημέρες, όταν ένας βοσκός έτρεξε έντρομος στην πλατεία του χωριού.

Οι συγχωριανοί του τον ρώτησαν τι έπαθε, αλλά εκείνος ήταν τόσο φοβισμένος που δείλιαζε να μιλήσει. Ώσπου, στο τέλος τους αποκάλυψε την αιτία του πανικού του.

«Χθες το βράδυ είχε παγωνιά και καθώς άκουγα τους λύκους να ουρλιάζουν κοντά στη στάνη μου, αποφάσισα να μην κοιμηθώ και να παραφυλάξω μην τυχόν και συμβεί κάποιο κακό. Όπως ξέρετε, η στάνη μου βρίσκεται στην άλλη άκρη του βουνού και απέναντι από τη σπηλιά, όπου βάλαμε την άμαξα της άγνωστης γυναίκας. Ο ουρανός ήταν μαύρος και κατασκότεινος, όταν ξαφνικά είδα να βγαίνει από τη σπηλιά ένα περίεργο φως. «Θα κρυώνει και θα άναψε φωτιά για να ζεσταθεί», σκέφτηκα στην αρχή, αλλά το φως έγινε εντονότερο και οι σπίθες του άναψαν τα αστέρια. Ο ουρανός έλαμψε και μια γλυκιά ζεστασιά τύλιξε εμένα και τα ζώα μου. Οι λύκοι σταμάτησαν να ουρλιάζουν και τα δέντρα τίναξαν από τα κλαδιά τους τις χιονονιφάδες που έπεσαν στο έδαφος σχηματίζοντας μικρά λουλουδάκια από πάγο. Ήταν τόσο όμορφο το θέαμα, αλλά και τόσο αφύσικο που τρόμαξα, αφού κατάλαβα, ότι αυτή η γυναίκα που ήρθε στο χωριό μας δεν γίνεται να είναι ένας απλός άνθρωπος σαν και εμάς».

Η αφήγηση του βοσκού παραξένεψε τους κατοίκους. Ορισμένοι πίστεψαν τα λόγια του, άλλοι τον κορόιδεψαν και άλλοι υπέθεσαν ότι η μοναξιά και το έρεβος της νύχτας σάλεψαν το μυαλό του. Όλοι όμως συμφώνησαν, ότι θα έπρεπε να ελέγξουν τι συνέβαινε και γι’ αυτό το ίδιο κιόλας βράδυ πήγαν στη στάνη του βοσκού. Το σκηνικό με το κρύο, τη σκοτεινιά και τα ουρλιαχτά των λύκων ήταν ακριβώς όπως τα είχε περιγράψει ο βοσκός και γύρω στα μεσάνυχτα αντίκρισαν και το φως που λάμπρυνε το τοπίο.

«Μάγισσα είναι», υποστήριξαν όλοι, όταν το επόμενο πρωινό συγκεντρώθηκαν ξανά στην πλατεία του χωριού.

Οι μάγισσες όμως στο μυαλό τους ήταν συνδεδεμένες με άσχημες και αρνητικές καταστάσεις και αυτοί είχαν ζήσει κάτι συγκλονιστικά υπέροχο. Και αν τελικά το φαινόμενο προερχόταν από τη σπηλιά και η άγνωστη δεν είχε καμιά σχέση; Αν έφταιγαν οι ίδιοι που της είπαν να μείνει εκεί μέσα;

Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το νου τους, αλλά καμιά από αυτές δεν φαινόταν να λύνει το μυστήριο.

Μάταια προσπαθούσαν να βρουν απαντήσεις, όταν άξαφνα αντίκρισαν μπροστά τους την άγνωστη.

«Μην βασανίζεστε», τους είπε. «Ελάτε το βράδυ στη σπηλιά και θα τα μάθετε όλα».

Εκείνοι υπάκουσαν και όταν νύχτωσε πήγαν στη σπηλιά. Τότε η γυναίκα μπήκε στην άμαξα, πήρε μια λάμπα, την άναψε και δεκάδες φιγούρες εμφανίστηκαν επάνω στο γυαλί της. Μορφές ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών και φύλων που έμοιαζαν να υποφέρουν.

«Η λάμπα», είπε η γυναίκα, «δείχνει όλους όσους αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα στη ζωή τους. Ανθρώπους δυστυχισμένους που ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν λύσεις. Το φως της λάμπας λοιπόν τους καθοδηγεί. Αναγεννά τις χαμένες ελπίδες, φωτίζει τον δρόμο τους και θερμαίνει τις καρδιές που πάγωσαν από την κακία και τον πόνο. Η αποστολή της λάμπας δεν είναι εύκολη. Κάθε φορά όμως που πετυχαίνει τον στόχο της και κάποιος άνθρωπος ανακτά την ηρεμία, τη χαρά και το θάρρος για να συνεχίσει, ανάβει ένα αστέρι και ο ουρανός φέγγει λίγο παραπάνω».

«Κι εσύ; Ποιος είναι ο δικός σου ρόλος;» ρώτησαν οι χωρικοί.

«Εγώ είμαι απλώς εκείνη που φροντίζει να ανάψει τη λάμπα κάθε βράδυ. Μια ασήμαντη ύπαρξη που έχει την τιμή να υπηρετεί έναν υπέρτατο σκοπό».

Συνταγή της Αμβροσίας: Το χρώμα της ελπίδας

Υλικά:

15 ακτινίδια

1 ½ κούπα ζάχαρη

10 σπόροι τόνγκα

1 κιλό τσικουδιά (άοσμη, απαλή)

½ κιλό γλυκό σαμιώτικο κρασί

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε και κόβουμε στη μέση τα ακτινίδια. Σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα. Αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.