Γράφει ο Ερμής:

Λάτρευε τα αποκριάτικα βράδια. Της άρεσε να φορά το κουστούμι της, να ανακατεύεται με το πλήθος, να χορεύει και να διασκεδάζει. Ανυπόμονα περίμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς το καρναβάλι που της επέτρεπε να ξεχνά την καθημερινότητα και τη μεταμόρφωνε σε κάποια άλλη.

Μοδίστρα ήταν στην πραγματικότητα, η Χρυσίντα. Από φτωχή οικογένεια και αναγκασμένη να δουλεύει από παιδούλα για να κερδίζει τα προς το ζην, δεν είχε μήτε την ευκαιρία να σπουδάσει, μήτε και να σχεδιάσει το μέλλον της. Γεννημένη όμως μαχήτρια, πεισματάρα και φιλόδοξη, δεν δέχτηκε να παραδώσει τα όπλα και να μείνει έρμαιο της μοίρας της. Πάλεψε, έμαθε καλά την τέχνη του ραψίματος και με πολύ κόπο και οικονομίες άνοιξε το δικό της μαγαζάκι σε μια μικρή στοά. Οι πελάτες της στην αρχή ήταν λιγοστοί, αλλά σύντομα χάρη στο ταλέντο της και τις καλές τιμές το όνομά της έγινε γνωστό και την εμπιστεύονταν για τα ρούχα τους ακόμη και άτομα από τους κύκλους της υψηλής κοινωνίας.

Όσο η πελατεία της αυξανόταν, τόσο εκείνη εργαζόταν ασταμάτητα για να κατορθώσει να πετύχει τον σκοπό της και να ξεφύγει διαπαντός από τη φτώχεια. Μισούσε τη μιζέρια. Την απεχθανόταν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και γι’ αυτό της  άρεσαν οι αποκριάτικοι χοροί. Έραβε τις ωραιότερες στολές από ρετάλια που περίσσευαν από τα φορέματα των πελατισσών της και κρυμμένη πίσω από τη μάσκα της κατόρθωνε να τρυπώνει στα σαλόνια ανθρώπων που δεν θα καταδέχονταν ποτέ να τη συναναστραφούν ως ισάξιά τους.

Αδιάκοπο γλέντι, ξεφάντωμα, γέλιο, χορός, τραγούδι και μυστικά. Ναι, μυστικά που οι κάτοχοί τους, προφυλαγμένοι πίσω από τη μάσκα τους, όπως και η Χρυσίντα, θεωρούσαν ότι δεν θα αποκαλύπτονταν ποτέ. Τους διέφευγε όμως το γεγονός ότι μια μοδίστρα ήξερε καλύτερα από τον καθένα τα κουστούμια που είχε ράψει. Και μπορεί να υποσχόταν στους πελάτες της, ότι δεν θα μαρτυρούσε σε άλλους την παραγγελία τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ξεχνούσε και τις δημιουργίες της. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπε πιστούς συζύγους να κρύβουν τη βέρα τους στην τσέπη τους και να συμπεριφέρονται σαν ανύπανδροι ή μικροαπατεώνες να εκμεταλλεύονται την ευκαιρία της ανωνυμίας και να κλέβουν διάφορα πολύτιμα αντικείμενα από τα σαλόνια των πλουσίων για να τα πουλήσουν στη μαύρη αγορά.

Μυστικά λοιπόν που χάριζαν πρόσκαιρη απόλαυση σ’ εκείνους που τα μοιράζονταν και έναν εύκολο και γρήγορο δρόμο κέρδους στη Χρυσίντα, για να κατορθώσει επιτέλους να επεκτείνει την επιχείρησή της και να προσλάβει και υπαλλήλους.

Μην βιαστείτε όμως να συμπεράνετε ότι μετατράπηκε σε μια στυγνή εκβιάστρια. Όχι, έκανε κάτι που ήταν πολύ πιο εύκολο και συνάμα ακίνδυνο για την ίδια. Χρησιμοποίησε τη γνώση της για να υποκριθεί ότι κατείχε το ταλέντο της μαντικής τέχνης.

«Όλοι ποθούν να μάθουν το μέλλον τους», σκέφτηκε. «Ακόμα και αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν πιστεύουν. Αν παίξω σωστά τα χαρτιά μου, θα κερδίσω αρκετά χρήματα, γρήγορα και δίχως να κουραστώ».

Την επόμενη κιόλας ημέρα από έναν αποκριάτικο χορό έψησε έναν καφέ σε μια από τις πελάτισσές της και καθώς ήταν οι δυο τους στο ραφτάδικο, της πρότεινε να της τον πει. Εκείνη δέχτηκε και η Χρυσίντα εντέχνως της έβαλε υποψίες για την απιστία του συζύγου της. Η πελάτισσά της έφυγε αναστατωμένη και επέστρεψε ύστερα από λίγες ώρες έχοντας επιβεβαιώσει τα λεγόμενα της μοδίστράς της και αναζητώντας πλέον τη συμβουλή της για τις επόμενες κινήσεις της.

Η Χρυσίντα φυσικά – μη θέλοντας να γίνει η αιτία να διαλυθεί μια οικογένεια και κυρίως για να μη χάσει η πελάτισσά της το παχουλό εισόδημα του συζύγου που της επέτρεπε να διαθέτει αρκετά χρήματα κάθε μήνα για τα ρούχα της – φρόντισε να την ηρεμήσει και να συμβιβάσει την κατάσταση.

Η κυρία λοιπόν συμφιλιώθηκε με τον μετανοημένο σύζυγό της και η Χρυσίντα άρχισε πλέον να πληρώνεται από τις πελάτισσές της και για τις μαντικές της ικανότητες.

Έναν χρόνο αργότερα είχε στήσει την επιχείρηση που ονειρευόταν και είχε καταφέρει να σώσει και κάποιες οικογένειες από τη διάλυση. Όταν έφθασε λοιπόν το επόμενο καρναβάλι, εύλογα περίμενε ξανά τα δώρα που θα της χάριζε. Αυτήν τη φορά όμως ένα από τα μυστικά που θα ανακάλυπτε, όχι μόνο δεν θα ήταν αθώο, αλλά θα έθετε σε κίνδυνο και την ίδια της τη ζωή……

Συνεχίζεται…………

Συνταγή της Αμβροσίας: Οι ακτίνες του καρναβαλιού

Υλικά:

½ κιλό φύλλο Βηρυτού

Κανέλα

Ροζέτες από σαντιγί και κερασάκια για το στόλισμα

Φρέσκο βούτυρο

Για την κρέμα:

1 λίτρο γάλα

2 αυγά

1 ½ ποτήρι του κρασιού σιμιγδάλι ψιλό

½ κούπα ζάχαρη

2 κουταλιές της σούπας φρέσκο βούτυρο

Για το σιρόπι:

3 ποτήρια ζάχαρη

1 ½ ποτήρι νερό

Χυμός μισού λεμονιού

Λίγη βανίλια

Εκτέλεση:

Ετοιμάζουμε την κρέμα βάζοντας όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα και βράζοντας τα. Ανακατεύουμε διαρκώς για να μην κολλήσει. Όταν δέσει η κρέμα, αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και την αφήνουμε να κρυώσει.

Ετοιμάζουμε το σιρόπι, αντιστοίχως όπως και την κρέμα.

Κόβουμε το φύλλο σε λωρίδες και βάζουμε σε καθεμία από αυτές λίγη κρέμα. Τυλίγουμε σε μικρά, λεπτά, μακρόστενα ρολάκια και τα τοποθετούμε σε βουτυρωμένο ταψί. Ραντίζουμε με λίγο νερό και τα αλείβουμε με βούτυρο. Τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180ο C΄ μέχρι να ροδίσουν. Αφαιρούμε το ταψί από τον φούρνο και σιροπιάζουμε τα ρολάκια (κρύο σιρόπι, ζεστό γλυκό). Πασπαλίζουμε με κανέλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν. Στη συνέχεια τα τοποθετούμε σε σχήμα λουλουδιού σε μια πιατέλα και τα διακοσμούμε με ροζέτες από σαντιγί και κερασάκια.