Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Αλλά το δέντρο τούτο στην αυλή, το δέντρο που το είχαν πελεκήσει οι άνθρωποι… το δέντρο που του ‘βαλαν φωτιά για να καεί η ρίζα του, τούτο το δέντρο ζούσε!
Ζούσε! Και τίποτα δεν μπορούσε να το καταστρέψει».
Με οδηγό την παραπάνω σημειολογική αναφορά του δέντρου της ζωής, η συγγραφέας Μπέττυ Σμιθ περιγράφει στο πόνημά της «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» – που κυκλοφόρησε το 1943 – τη ζωή μιας οικογένειας που διαμένει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης κατά τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Μέσα από τα μάτια της μικρούλας Φράνσης Νόλαν, που είναι η πρωτότοκη κόρη και βασική ηρωίδα του έργου, η συγγραφέας αποτυπώνει την πολιτισμική, ιδεολογική και κοινωνική ταυτότητα της Αμερικανικής μεγαλούπολης που προσπαθεί να μορφοποιηθεί και να εξισορροπήσει τα ετερόκλητα χαρακτηριστικά των κατοίκων της που – είτε εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας, είτε λόγω της μεταναστευτικής καταγωγής – έχουν υιοθετήσει μια διαφορετική άποψη για τις καταστάσεις.
Δεδομένου ότι ο Τζόνυ, ο πατέρας της Φράνσης, βρίσκει περιστασιακά μεροκάματα ως τραγουδιστής και σερβιτόρος και το μεγαλύτερο διάστημα βυθίζεται στον αλκοολισμό του, η οικογένεια επιβιώνει χάρη στον αγώνα και τις αιματηρές οικονομίες της μητέρας, της Κέιτι, που εργάζεται ως θυρωρός και καθαρίστρια, αλλά και τη μικρή συμβολή των δυο παιδιών – της Φράνσης και του μικρότερου αδελφού της, του Νήλυ – που κερδίζουν λίγες πενταροδεκάρες μαζεύοντας σκουπίδια και πουλώντας τα στους παλιατζήδες.
Με ρεαλιστικές, αδρές και λεπτομερείς περιγραφές, η Σμιθ σχηματίζει άπειρες εικόνες και ψυχογραφεί τους πρωταγωνιστές της ιστορίας της. Από τη μια πλευρά επομένως στέκει η μητέρα που διαθέτει δύναμη, κουράγιο, θέληση, επιμονή και υπομονή για να φροντίσει τον άνδρα της και τα παιδιά της, να τους στηρίξει και να βοηθήσει ιδίως τα τελευταία να αποκτήσουν μια καλύτερη ζωή. Ως παιδί μεταναστών η ίδια και επηρεασμένη από τη δικιά της μητέρα ξέρει ότι η μόρφωση είναι το διαβατήριο της εξόδου από την φτώχεια και τη μιζέρια. Γι’ αυτό ακριβώς παλεύει να φοιτήσουν τα παιδιά της στο σχολείο και να προχωρήσουν όσον το δυνατόν περισσότερο στις εκπαιδευτικές βαθμίδες.
Τη δική της άποψη ενστερνίζεται και ο Τζόνυ, ο οποίος – παρά τον αλκοολισμό του – αγαπά την οικογένειά του, δεν τους κακοποιεί και ποθεί την ευτυχία τους. Και αυτή η αγάπη που εκδηλώνεται μεταξύ τους, αλλά και προς τα παιδιά τους – που από την πλευρά της μητέρας γέρνει κυρίως προς τον γιο της και από αυτήν του πατέρα προς την κόρη, παραπέμποντας στο σύνδρομο του Οιδίποδα και της Ηλέκτρας αντίστοιχα – είναι το βασικό συνδετικό στοιχείο που κρατά ενωμένους αυτούς τους δυο ανθρώπους, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ανόμοιοι.
Η Κέιτι είναι ρεαλίστρια και μαχητική, ενώ ο Τζόνυ ευαίσθητος, ρομαντικός και πλημμυρισμένος από τύψεις για την ανεπάρκειά του να προσφέρει στα παιδιά του αυτά που τους αξίζουν. Όμως η αγάπη, η κατανόηση, η συγχώρεση και κυρίως το δέσιμο της οικογένειας είναι εκείνα που θα θρέψουν στο σπιτικό τους την ελπίδα, παρόλα τα καθημερινά προβλήματα που θα ενταθούν μετά τον θάνατο του Τζόνυ και τη γέννηση ενός τρίτου παιδιού.
Μέσω συνεπώς μιας μακροσκελούς αφήγησης η δημιουργός θέτει επί τάπητος πλήθος θεμάτων που ταλανίζουν τους ανθρώπους πολλών εποχών.
Πρώτος και βασικότερος εχθρός αναδεικνύεται η φτώχεια που οδηγεί σε έξαρση της εγκληματικότητας, της παραβατικότητας και της εκμετάλλευσης και διαλύει εκείνους που δεν έχουν το σθένος να παραμείνουν πιστοί στα όνειρά τους. Μοναδικά όπλα αντοχής ενάντια στα παραπάνω αποτελούν η φαντασία που ευνοεί τη νοερή φυγή από το εξαθλιωμένο παρόν και η ελπίδα πως κάπου, κάποτε και με κάποιον τρόπο θα υπάρξει μια ευκαιρία αλλαγής.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό συναντάται η ιδέα του αμερικανικού ονείρου και η πίστη ότι όποιος θέλει και προσπαθεί, μπορεί να πετύχει το ακατόρθωτο.
Η Σμιθ βέβαια μήτε στήνει μια ουτοπία, μήτε εθελοτυφλεί σε φαινόμενα μισαλλοδοξίας, φθόνου και αδικίας. Αντιθέτως περιλαμβάνει στην ιστόρησή της κάθε αρνητικό φαινόμενο που σχετίζεται με ψυχική ή σωματική κακοποίηση, όπως επί παραδείγματι περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, βιασμών, δολοφονιών, ταξικών διακρίσεων και ρατσισμού. Ταυτόχρονα όμως επισημαίνει τα βήματα προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας που βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης και στοχεύουν στην ανάπτυξη και στη συνεπαγόμενη αύξηση της αγοραστικής δύναμης που θα συμβάλει στην καταπολέμηση της πείνας και των ασθενειών.
Κατά συνέπεια αν αποσυνδέαμε το εν λόγω μυθιστόρημα από το χρονικό του πλαίσιο, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια μικρογραφική ανάλυση των κοινωνιών των τελευταίων δεκαετιών, όπως αυτές δρουν και εξελίσσονται στα μεγάλα αστικά κέντρα του πλανήτη.