Γράφει ο Ερμής:
Είχε βραδιάσει και καθώς το μεγάλο ρολόι στην πλατεία σήμανε την ώρα έναρξης της γιορτής, οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν για να υποδεχθούν τους καλεσμένους της τελευταίας νύχτας της Αποκριάς.
Η Χρυσίντα – έτοιμη από νωρίς – έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Παρόλο που δεν την ένοιαζε πλέον το κόστος της στολής της και θα μπορούσε να ράψει το ωραιότερο κοστούμι από όλες τις γυναίκες της πόλης, προτίμησε να περάσει ξανά απαρατήρητη και να χαθεί ανάμεσα στην ανωνυμία του πλήθους.
Έτσι επέλεξε ένα απλό μαύρο ντόμινο, μια μαύρη μάσκα κεντημένη με παγιέτες που κάλυπτε σχεδόν το μισό πρόσωπό της και ένα ζευγάρι μαύρα μεταξωτά γάντια.
«Απλή, κομψή και κυρίως κρυμμένη», μονολόγησε βάζοντας πίσω από τα αυτιά της δυο σταγόνες από ένα καινούργιο άρωμα.
Προσέχοντας να μην τη δει κανείς, βγήκε από την πόρτα του κελαριού που οδηγούσε σ’ ένα ερημικό στενό στην πίσω πλευρά του σπιτιού, προχώρησε προς τον κεντρικό δρόμο και εκεί μπλέχτηκε με μια μεγάλη παρέα καρναβαλιστών που χόρευαν και τραγουδούσαν καλώντας τους περαστικούς στη συντροφιά τους.
Οι ώρες κύλησαν ευχάριστα και η Χρυσίντα ένιωσε ότι ήταν η ωραιότερη νύχτα της ζωής της. Όταν τα πόδια της δεν βαστούσαν πλέον να συνεχίσουν να χορεύουν, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι της. Ούτως ή άλλως είχε διασκεδάσει όσο ποτέ και είχε συγκεντρώσει ένα σωρό πληροφορίες. Άλλες αστείες, άλλες πικάντικες και άλλες επίβουλες που αφορούσαν εξαπατήσεις αθώων και διάφορες οικονομικές παγίδες.
Χαρούμενη και ικανοποιημένη λοιπόν πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήταν τρεις τα ξημερώματα και παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που περπατούσε μόνη τόσο αργά, κάτι την τρόμαζε. Ένα παγερό συναίσθημα, ένα ίχνος φόβου την ωθούσε να βιαστεί για να βρεθεί όσον το δυνατόν πιο σύντομα στην ασφάλεια του σπιτιού της. Τα πόδια της όμως την πονούσαν πολύ και ήταν αδύνατο να τρέξει, όσο κι αν το ένστικτό της χτυπούσε το καμπανάκι κινδύνου.
«Εντάξει. Ηρέμησε», καθησύχασε τον εαυτό της. «Τρία ακόμα τετράγωνα και φθάσαμε. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας».
Προτού προλάβει όμως να αποτελειώσει τη φράση της ο ήχος μερικών ψιθύρων διέλυσαν την αισιοδοξία της. Ασυναίσθητα κόλλησε την πλάτη της στην εσοχή ενός κτιρίου και κοίταξε γύρω της.
Λίγο πιο μακριά από εκείνη στέκονταν δυο άνθρωποι και από τις κινήσεις τους φαινόταν ότι διαφωνούσαν για κάτι. Η Χρυσίντα προσπάθησε να ακούσει τη συνομιλία τους, αλλά εκείνοι μιλούσαν σιγά, προφανώς για να μην ξυπνήσουν τους περίοικους.
Άξαφνα και ενώ η Χρυσίντα αναρωτιόταν πώς έπρεπε να αντιδράσει η ίδια και πώς θα έφευγε χωρίς να τη δουν, ο ένας από τους δυο σήκωσε το χέρι του και πυροβόλησε τον άλλο. Το θύμα έπεσε κάτω και ο δολοφόνος το έσκασε τρέχοντας περνώντας ακριβώς μπροστά από το σημείο που ήταν κρυμμένη η Χρυσίντα, δίχως ευτυχώς να αντιληφθεί την παρουσία της.
Εκείνη όμως μέσα στο φως των αστεριών διέκρινε δυστυχώς τη μικρή λεπτομέρεια που δεν της άφησε κανένα περιθώριο να αμφιβάλλει για την ταυτότητά του και έγινε αυτομάτως ο μάρτυρας ενός φονικού που θα μπορούσε να βρει τη συνέχειά του στην ίδια.
Συνεχίζεται…………
Συνταγή της Αμβροσίας: Σταγόνες αμφιβολίας
Υλικά:
1 κιλό φραγκοστάφυλα
1 ½ κιλό τσικουδιά (άοσμη και απαλή)
2 λοβοί βανίλιας
1 ½ κούπα ζάχαρη
10 σπόροι κόλιανδρο
Εκτέλεση:
Κόβουμε τους λοβούς και σπάζουμε τους σπόρους. Βάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στη συνέχεια στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε μποτίλια.