από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Το σαρκοβόρο στρες ενός έρωτα από απόσταση γεννιέται όταν κοιμάσαι «εδώ», μα θα τα ‘δινες αναντίρρητα όλα για να ξυπνήσεις έστω μια φορά «εκεί». Κι εδραιώνεται όταν διαπιστώνεις ότι το «εγώ» σου εκτοπίστηκε εν αγνοία σου από το «εμείς» ή ακόμα χειρότερα, δε συμπεριλαμβάνεται αξιοπρεπώς σε αυτό. Τότε είναι που η απόγνωση μοιάζει με το να ‘χεις φιμωμένο στόμα και να πρέπει πάση θυσία να ουρλιάξεις. Τότε είναι που η μοναξιά γεμίζει το αύριο με οδύνες και αδειάζει το σήμερα από τη δύναμή του. Τότε είναι που η προσωπική σου ευτυχία γίνεται «διακόπτης» κι εξαρτάται κατά φρικτή κι ανυπόφορη αποκλειστικότητα από το τι κάνει κάποιος άλλος. Τότε είναι που αποκτάς πραγματικά άλυτο πρόβλημα. Από εκείνα τα προβλήματα που σού σπαράζουν ένα – ένα τα εσωτερικά όργανα αφήνοντας για το τέλος την καρδιά. Και ακριβώς τότε ήταν, τη Μεγάλη Πέμπτη το 1910, που ο Περικλής Γιαννόπουλος συνειδητοποίησε πως μόνο οι πεθαμένοι δεν έχουν προβλήματα, και έτσι, γυμνός, πάνω στο λευκό του άλογο μπήκε στην θάλασσα του Σκαραμαγκά. Και κάλπασε προς τον κίνδυνο γιατί δεν άντεχε να τον περιμένει με σταυρωμένα τα χέρια. Ή αλλιώς, αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι, θυμίζοντας πλοίο που βυθίστηκε, ενώ ο ουρανός ήταν γαλήνιος.
Ο σαγηνευτικά αιθεροβάμων λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος που δεν απήλαυσε μεν, συγγραφικές δόξες και τιμές, επηρέασε δε, όσο κανείς τη γενιά του ’30, έμελλε να γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του ένα μεσημέρι στην Καλλιθέα του 1899. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την εκνευριστικά πλούσια κι αθεράπευτα πεισματάρα, Σοφία Λασκαρίδου. Ωραίος, χαρισματικός, κι ετοιμόλογος αξιοποιώντας πάντα στο έπακρο τη νομική του ιδιότητα, αλλά και παθιασμένος πολέμιος της ξενομανίας, ερωτεύτηκε αμετάκλητα την πρώτη γυναίκα που φοίτησε στην Καλών Τεχνών. Θαύμαζε το δυναμισμό, την ανεξαρτησία, το ταλέντο, τις ιδέες και την άσβηστη δίψα της για ζωή. Η Σοφία Λασκαρίδου, που είχε εμπνεύσει στον Ξενόπουλο την ηρωίδα του, Στέλλα Βιολάντη, που κυκλοφορούσε με ένα ρεβόλβερ για την ασφάλεια και αυτοάμυνά της στους τότε αθηναϊκούς δρόμους και που διέπρεπε στη ζωγραφική, έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, το οξυγόνο του Γιαννόπουλου. Και με κάθε βλέμμα της τον έπειθε πως ωραία μάτια είναι μόνο αυτά που μας κοιτούν με τρυφερότητα και πόθο την ίδια στιγμή. Πώς να μη γαντζωθεί μετά πάνω της ο Περικλής; Πώς να μην πιστέψει πως με ένα της φιλί θα μπορούσε να γίνει αθάνατος;
Στους περιπάτους τους πλάι στη θάλασσα, εκείνη φορούσε ανάριχτα τον ήλιο και κρατούσε σφιχτά τον Περικλή της από το ένα χέρι, και από το άλλο της κρέμονταν πάντα τα παπούτσια της, καθώς ήθελε την υγρή άμμο να παρενοχλεί τα δάχτυλα των ποδιών της. Ο Γιαννόπουλος έπινε το καλοκαίρι μονορούφι στα φιλιά της, και χάιδευε τα μακριά μαύρα της μαλλιά με απερίγραπτη στοργή. Η Σοφία τον μυούσε όλο και βαθύτερα στον έρωτα, γελούσε με την καρδιά της στο πλάι του, και όταν έπεφτε ο ήλιος, τού ψιθύριζε ότι η αγάπη τους ήταν το αληθινό τους πεπρωμένο, κι εκείνος της έλεγε έχοντας σώας τα φρένας πως η αγάπη τους ήταν για τον ίδιο θρησκεία κι ότι θα μπορούσε ακόμα και να πεθάνει γι’ αυτήν. Πόσο δηλαδή πιο προφητικός μπορούσε να γίνει;
Κατακυριευμένος από τα συναισθήματά του για τη μελαχρινή του μάγισσα, δεν άργησε να πάει και να τη ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της. Εκείνος όμως τού αρνήθηκε κι η δικαιολογία του ήταν πως η Σοφία ήταν ακόμα πολύ μικρή και ότι σαν πατέρας δεν την είχε χορτάσει. Ο Γιαννόπουλος εκεί πήρε την πρώτη του απογοήτευση όμως δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει, γιατί ήξερε καλά πως όταν επιθυμείς διακαώς κάτι, πρέπει να έχεις τα κότσια και να διακινδυνεύσεις τα πάντα για να το αποκτήσεις, πως η αγαπημένη μεταμφίεση της όποιας ευκαιρίας είναι η δυσκολία και πως μόλις δεσμευθείς πραγματικά να κάνεις κάτι, το «πώς» θα αποκαλυφθεί ως διά μαγείας μόνο του. Όλα αυτά ήταν σωστά, όλα αυτά τον κρατούσαν στη Σοφία δεμένο, όταν όμως εκείνη πήρε το δίπλωμά της από την Καλών Τεχνών και μαζί ακόμα μια τριετή υποτροφία για το εξωτερικό, έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Αληθινός άνδρας καθώς ήταν παρόλα αυτά, δεν έδειξε τίποτα, ούτε μπήκε εμπόδιο στα όνειρά της. Τα δάκρυά του όμως χύθηκαν πικρά κι απαρηγόρητα λίγο μετά το προσωρινό – όπως αυτή τού τόνισε – αντίο τους. Πόσο προσωρινό όμως ήταν; Και πώς θα μπορούσε ο ίδιος να κάνει υπομονή; Και αν τον ξεχνούσε; Αν εκεί έβρισκε κάποιον άλλον άνδρα να αγαπήσει; Στο Μόναχο. Εκεί θα της έστελνε τα γράμματά του και όλη του την αγάπη κονσερβοποιημένη πια. Αυτό ένιωθε, αν και δεν το μετάνιωνε που είχε αρνηθεί την πρότασή της να την ακολουθήσει εκεί. «Δεν μπορώ να αφήσω τον τόπο μου», της είχε πει κοφτά.
«Θα ξανάρθω», του είχε απαντήσει εκείνη ανάμεσα στους δικούς της λυγμούς. Κι όταν πράγματι, ξαναγύρισε, ήταν ήδη αργά. Ήταν αυτή που τον έντυσε γαμπρό για να τον καταπιεί η γη. Ήταν αυτή που τού έδωσε το στερνό φιλί στα στεγνά κι άχρωμα χείλη, κι αυτή που χάιδεψε το κέρινο πια μέτωπό του όταν η ψυχή του είχε πετάξει μακριά. Ο Γιαννόπουλος με άλλα λόγια, έβαλε τέλος στη ζωή του γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε καταλάβει πως ποτέ του δε θα άνοιγε σπιτικό με τη Λασκαρίδου, όσο εκείνη ξυπνούσε κάτω από άλλον ουρανό, κι είχε συνειδητοποιήσει με το χειρότερο τρόπο πως οι επιθυμίες κι η απραξία μάς κάνουν τόσο μα τόσο θλιμμένους, πως αγάπη είναι να δίνεις κάτι σε κάποιον που δεν το θέλει, αλλά βαθιά μέσα του το χρειάζεται, και πως ο θάνατος τελικά, δεν είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ο πόνος όμως είναι. Ειδικά όταν χρονίζει. Ο Γιαννόπουλος τής έστειλε ένα τελευταίο γράμμα από την Αττική γη, και στις 10 Απριλίου 1910, αποχαιρετά εκείνη και μαζί τη ζωή. Και το έκανε αυτό γιατί, κι αντικειμενικά να το δει κανείς, η ζωή είναι εντελώς χαμένη για κάποιον που δεν νίκησε όπως ήθελε. Γιατί η απελπισία είναι η τιμή που πληρώνεις όταν επιμένεις σε έναν ακατόρθωτο στόχο. Γιατί ο έρωτας είναι μια μάχη, εκ των προτέρων, χαμένη. Η Λασκαρίδου που ερχόταν την ίδια μέρα στην Αθήνα σε ένα ταξίδι – αστραπή για να του κάνει έκπληξη, έμαθε τα νέα του θανάτου του στο τρένο. Ρίχνοντας τυχαία τα μάτια στην εφημερίδα ενός συνταξιδιώτη της. Όταν την ζήτησε για να πειστεί πως το μυαλό της δεν της έπαιζε κάποιο τραγικό παιχνίδι, άφησε μια κραυγή, στην οποία σείστηκε ο κόσμος. Το ίδιο και η υπόλοιπη ζωή της. Έμεινε πίσω σε έναν κόσμο που είχε αδειάσει ο Περικλής. Έμεινε για να επιβεβαιώνει καθημερινά πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να είναι κάποιος δυσαρεστημένος με την τύχη του. Και αυτό ως τη μέρα που έκλεισε τα θολά μάτια της, στις 13 Νοεμβρίου 1965. Άραγε, κανείς τους δε σκέφτηκε πως στην αγάπη, η απόδειξη του «μπορώ», είναι το «πράττω», και πως όταν όλα μοιάζουν να ‘ναι ενταντίον σου, πρέπει να θυμάσαι πως το αεροπλάνο απογειώνεται κόντρα στον άνεμο