από την Άρια Σωκράτους.
Η Νταιάνα έτρεξε αμέσως σαν να είχε φτερά στα πόδια. Το νοσοκομείο ήταν τεράστιο και αχανές και έπρεπε να διαχίσει πέντε πτέρυγες για να φτάσει στον προορισμό της. Ο πατέρας της βρισκόταν στα επείγοντα περιστατικά στην μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Αφού ρώτησε τρεις νοσοκόμες ακόμα για το που μπορούσε να βρει τον γιατρό και αφού τις ρώτησε σε παρακλητικό τόνο αν μπορούσαν να τον καλέσουν για να ζητήσει πληροφορίες για τον πατέρα της, τελικά στάθηκε τυχερή και η τρίτη νοσοκόμα, μια λεπτεπίλεπτη, νεαρή κοπέλα, την διαβεβαίωσε πως θα ενημέρωνε αμέσως τον γιατρό μόλις ολοκλήρωνε μια επέμβαση που έκανε. Μετά από μισή ώρα που της φάνηκε χρόνος, εμφανίστηκε επιτέλους ο γιατρός, ο δρ. Τζόναθαν Μπάουερ. Της έκανε εντύπωση το νεαρό της ηλικίας του καθώς δεν φαινόταν περισσότερο από σαράντα ετών. Ήταν μετρίου αναστήματος, με αθλητικό σώμα και ένα ευγενικό και συνάμα σοβαρό πρόσωπο.
«Η κυρία Άλλεν; Έμαθα ότι με ζητήσατε. Η κατάσταση του πατέρα σας κρίνεται ως κρίσιμη δυστυχώς αλλά κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να ξεφύγει τον κίνδυνο. Έχει ένα διατροχαντήριο κάταγμα στο δεξί μηριαίο οστό αλλά δεν είναι αυτό που μας απασχολεί καθώς το αντιμετωπίσαμε ταχέως χειρουργικά. Όλοι οι ασθενείς υποβάλλονται σε αντιπηκτική θεραπεία για διάστημα έξι εβδομάδων και συνήθως χρειάζεται σίδηρος για αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής-μετακαταγματικής αναιμίας. Μετά από τέτοιο κάταγμα ο ασθενής χάνει περίπου τρεις με τέσσερις φιάλες αίμα. Σ΄ αυτή την ηλικία την οποία βρίσκεται ο πατέρας σας, η αιφνίδια απώλεια τέτοιας ποσότητας αίματος είναι επικίνδυνη για τη ζωή του ανθρώπου. Αυτό που μας απασχολεί είναι η εσωτερική αιμορραγία στην θωρακική κοιλότητα που προσπαθούμε να σταματήσουμε αυτή τη στιγμή.»
Ο τόνος της φωνής του διακρινόταν εκτός από αυστηρό επαγγελματισμό και από μια χροιά έντονου ενδιαφέροντος για τον ασθενή, γεγονός σπάνιο στη χώρα αυτή όπου οι γιατροί ήταν με εξαιρετικοί επαγγελματίες αλλά είχαν τη φήμη πως αντιμετώπιζαν τους ασθενείς εντελώς ψυχρά και υπηρεσιακά σαν να μην πρόκειται για οντότητες με σάρκα και ψυχή αλλά ως στατιστικές μονάδες στις επιστημονικές τους έρευνες.
«Πόσο σοβαρή είναι δηλαδή η κατάσταση του γιατρέ; Θέλω να τον δω. Δεν θα τον ενοχλήσω καθόλου, ούτε και θα του μιλήσω. Απλώς να τον δω.»
«Λυπάμαι αλλά αυτή τη στιγμή είναι αδύνατον. Μόλις υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και βρίσκεται στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Απόψε είναι αδύνατον να τον δείτε. Ίσως αύριο να είστε πιο τυχερή αλλά και πάλι δεν μπορώ να σας εγγυηθώ τίποτα. Πραγματικά λυπάμαι.», της είπε κοιτάζοντας την με συμπάθεια.
«Σας παρακαλώ. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να τον δω έστω και από μακριά χωρίς να τον αγγίξω και να του μιλήσω. Έστω κι έξω από το δωμάτιο για μερικά μόνο κλάσματα του δευτερολέπτου, εμένα θα μου είναι αρκετά.», του είπε σε παρακλητικό τόνο.
Εκείνος την κοίταξε διαστακτικός για λίγη ώρα χωρίς να μιλήσει και τελικά της είπε να τον ακολουθήσει. Μπήκε μαζί του στο ανσανσέρ και ανέβηκαν στον 3ο όροφο, όπου βρισκόταν η μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Τα δωμάτια ήταν όλα πανομοιότυπα, μικρά, λευκά και φώναζαν από μακριά αποστειρωμένο άρωμα θανάτου. Μια ανατριχίλα διέτρεξε όλο το κορμί της κάνοντας τη σκέψη αυτή και την έδιωξε γρήγορα μακριά από το μυαλό της. Ο γιατρός σταμάτησε στο πρότελευταιο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.
«Εδώ βρίσκεται ο πατέρας σας. Μπορείτε να τον δείτε μόνο μέσα από το τζάμι. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να ανοίξετε την πόρτα. Θα σας παρακαλούσα να μείνετε μόνο πέντε λεπτά και να φύγετε επειδή απαγορεύεται αυστηρά από τη νομοθεσία του νοσοκομείου να παρευρίσκονται επισκέπτες εδώ. Πρέπει να φύγω επειδή έχω κι άλλους ασθενείς. Όπως είπαμε κυρία Άλλεν. Όχι περισσότερο από πέντε λεπτά. Αντίο.», της είπε κι έφυγε βιαστικά.
Η Νταιάνα κόλλησε το πρόσωπο της στο διαφανές τζάμι. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του πατέρα της. Το μόνο που έβλεπε ήταν μια άμορφη μάζα περιστοιχισμένη από καλώδια και πολύπλοκα ιατρικά μηχανήματα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Μια έντονη παρόρμηση την ωθούσε να ανοίξει την πόρτα και να πλησιάσει το κρεβάτι του. Οι οδηγίες του γιατρού ήταν σαφείς και την είχε εμπιστευτεί αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να τις ακολουθήσει. Κοίταξε με προσοχή αριστερά και δεξιά της. Μια νοσοκόμα πήγαινοερχόταν βιαστική στο διάδρομο χωρίς ευτυχώς να της δίνει καμία σημασία. Μόλις εκείνη την προσπέρασε, άνοιξε την πόρτα με μεγάλη προφύλαξη και μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο. Ευτυχώς ο γιατρός είχε προνοήσει και της είχε δώσει μάσκα. Πλησίασε το κρεβάτι του πατέρα της και τον κοίταξε συγκινημένη. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο, έμοιαζε σαν πεθαμένο σαν να του είχαν ρουφήξει κάθε χυμό ζωής. Τα μάτια του ήταν κλειστά και τα χείλη του διέγραφαν μια λεπτή, διάφανη γραμμή. Λίγες μόλις ώρες πριν ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν στο σπίτι της, ήταν υγιής και της μιλούσε, προσπαθούσε να της δώσει κάποιες εξηγήσεις που εκείνη δεν δεχόταν καν να ακούσει. Άγγιξε δειλά το παγωμένο του χέρι και το έκλεισε μέσα στην παλάμη της.