από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Στην εμβληματική «Άννα Καρένινά», του ο Λ. Τολστόι ισχυρίζεται πως όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο. Κι αυτό δεν είναι μεγάλη λογοτεχνία μονάχα, αλλά και τρανή πραγματικότητα, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Έτσι είναι, άλλωστε. Η δυστυχία ούτε ρωτάει, ούτε προειδοποιεί όταν φτάνει. Σου χτυπάει απλώς την πόρτα και σε υποχρεώνει να την φορτωθείς. Είτε για λίγο, είτε για πάντα. Κι όταν πρόκειται για τον οικογενειακό πυρήνα, ισχύει συνήθως το δεύτερο, κι από φιλοξενούμενη, γίνεται παράσιτο που δε μπορείς εύκολα να αποβάλλεις.

                       Στο νέο βιβλίο της Μαρίας Πέττα, «Ελισσώ, η ορφανή κόρη» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έξη και πρόκειται για πραγματική ιστορία, όλα ξεκινούν με φόντο το Γεωργιανό εμφύλιο πόλεμο που ετοιμάζεται να ξεσπάσει κι οδηγούν στο σπίτι της οκτάχρονης Ελισσώς λίγο προτού το εγκαταλείψει μαζί με την οικογένειά της για μια καλύτερη τύχη στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυς περιστατικών και συμπεριφορών, τα οποία τραυματίζουν την παιδική ψυχή, την πλημμυρίζουν αναπάντητα ερωτηματικά, νοθεύουν τη μνήμη και παγιώνουν μια φοβική και ανασφαλή στάση απέναντι στη ζωή. Καθώς επίσης και μιαν αβεβαιότητα, που, ως επί το πλείστον, είναι χειρότερη από την απογοήτευση. Με μάνα τη Σύλβα που δείχνει να αγαπάει περισσότερο τον Κωστάκη από την Ελισσώ, κι έναν πατέρα που αδιαφορεί για όλα εκτός από το αλκοόλ και την καλοπέρασή του, πώς η μικρή να πείσει τον εαυτό της και τον αναγνώστη πως η παιδική μας ηλικία είναι και η αληθινή μας πατρίδα; Αντιθέτως, αυτά που αντιλαμβάνεται κανείς από τις πρώτες κιόλας σελίδες, είναι ότι εχθρός του ανθρώπου συχνά γίνεται ο ίδιος του ο εαυτός, ότι η αίσθηση του να μη σε θέλουν και να περισσεύεις είναι η χειρότερη φτώχεια, κι ότι το να έχεις παιδιά δε θα σε κάνει περισσότερο γονιό από όσο το να έχεις πιάνο θα σε κάνει πιανίστα.

                     Όλα αυτά θα αλλάξουν. Για την ακρίβεια, όσο η Ελισσώ θα κοιμάται, η τύχη της θα δουλεύει. Στην κυριολεξία. Το παιδί, όπως όλα τα παιδιά αυτής της γης, αξίζει να αγαπηθεί κι αυτή την αγάπη θα του την προσφέρει μια γυναίκα που την έχει σε μεγάλα αποθέματα μέσα στην καρδιά της. Η Ουρανία. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αν και θα έχουν προηγηθεί αυτές οι απώλειες, με τις οποίες κανείς δε συμβιβάζεται όσα χρόνια και αν περάσουν, η ζωή παίρνει άλλη τροπή. Αρχίζει όμως και μοιάζει επικίνδυνα με παζλ, του οποίου λείπουν τα βασικά του κομμάτια και μένει ανολοκλήρωτο. Τα ερωτηματικά συνεχίζουν να υπάρχουν, και κανείς θα έλεγε μάλιστα πως γιγαντώνονται. Όσο η πλοκή γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα, κι όσο η ιστορία καταπίνει τον αποδέκτη στον άρτια πλεγμένο λογοτεχνικό της ιστό, ισχύουν τα εξής δεδομένα: πως ό,τι γίνεται από αγάπη είναι πέρα από το καλό και το κακό, πως η αλήθεια σε απελευθερώνει αν και πρώτα σε τσατίζει πολύ, και πως ο Θεός δε μπορεί να είναι πανταχού παρών και γι’ αυτό έπλασε τις μητέρες. Βιολογικές και μη.

Σφυρηλατώντας με προσοχή κι απροκατάληπτα τους ήρωές της και τις επιμέρους περιπέτειές τους στην αναζήτηση της ευτυχίας, της γαλήνης κι εντέλει εκείνης της κάθαρσης που όλοι τους έχουν άμεση ανάγκη, η Μαρία Πέττα αποδεικνύει πως το να γραφεί ένα βιβλίο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Με συνειδητή έμπνευση, τεκμηριωμένα στοιχεία και την αρμονική σύνδεσή τους με την αστείρευτη φαντασία της, παραδίδει ένα βιβλίο, καθ’όλα συγκινητικό. Ένα οδοιπορικό στα βάθη της ανθρώπινης αντοχής, έναν χάρτη που μονάχα αν τον διαβάσεις σωστά, θα καταλάβεις πως η αλήθεια είναι η κόρη του χρόνου και όλοι εμείς η μαμή της, πως το να κάνεις λάθη είναι ανθρώπινο, αλλά το να τα συγχωρείς είναι διαδικασία θεϊκή, και πως πρέπει να λέμε στους ανθρώπους πόσο τους αγαπούμε και πόσο ευγνωμόνες είμαστε για όσα κάνουν για ‘μας για να μην καταλήξουμε μια μέρα να πούμε πικρά «θα ‘θελα να είχα πει στους γονείς μου πως τους αγαπώ, ακόμα μία φορά προτού πεθάνουν». Ελισσώ, λοιπόν. Ένα βιβλίο που κλείνοντάς το, ξέρεις ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να σκέπτεται λογικά και να πράττει παράλογα, ότι το πιο μεγάλο ανθρώπινο κουσούρι είναι η κενή καρδιά κι ότι όπως θα έλεγε κι ο Ντοστογιέφσκι, όλα περνούν και στο τέλος μένει μονάχα η ορφανή αλλά ατόφια αλήθεια.