Από την Ισμήνη Χαρίλα

Λένε ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελά και αυτή ακριβώς η λαϊκή ρήση φαίνεται ότι βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της στο αυτοβιογραφικό έργο της Carolina Setterwall που τιτλοφορείται «Μακάρι όλα να πάνε καλά» και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση από τα σουηδικά του Γρηγόρη Κονδύλη.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο – που είναι η πρώτη συγγραφική εμφάνιση της Setterwall – περιγράφεται η ζωή της από τον Μάιο του 2014 έως τον Οκτώβριο του 2016 και η ιστόρηση ξεκινά τη στιγμή που πεθαίνει αιφνιδίως ο σύντροφός της.

Ενώ λοιπόν η ηρωίδα διανύει τους πρώτους μήνες μητρότητας και σχεδιάζει το μέλλον της οικογένειάς της, ο σύντροφός της «φεύγει» απροειδοποίητα στον ύπνο του και όλα καταρρέουν. Υπό το βάρος της απρόσμενης αυτής απώλειας επομένως η Carolina αναγκάζεται να μάθει να ζει μόνη με το παιδί της και παρόλο που οι συγγενείς και οι φίλοι στέκονται δίπλα της από το πρώτο λεπτό και τη στηρίζουν με όποιον τρόπο μπορούν, ο πόνος και κυρίως η αίσθηση της ενοχής για όσα δεν πρόλαβε να πει στον αγαπημένο της και για όσα του ζήτησε πιεστικά τη γεμίζουν με τύψεις και τη βυθίζουν ολοένα και περισσότερο στη θλίψη.

Με κοφτές φράσεις που αποδίδουν την αίσθηση της αγωνίας και το άγχος της για την υπερπήδηση των εμποδίων και την επίλυση των προβλημάτων, ώστε να επανέλθει η ηρεμία και η ασφάλεια στην καθημερινότητά της, η συγγραφέας περιγράφει καρέ – καρέ τον αγώνα της για να ξαναβρεί τον εαυτό της, να ελπίσει σ’ ένα καλύτερο αύριο και να γίνει η μητέρα που χρειάζεται ο γιος της.

Η αφήγηση, άλλοτε γραμμική και άλλοτε αναδρομική, εναλλάσσεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και παράλληλα με τις τρέχουσες εξελίξεις, ο αναγνώστης πληροφορείται για την αρχή του δεσμού του ζεύγους και την πορεία του μέχρι τη συγκατοίκηση και τη γέννηση του παιδιού του. Συγχρόνως δε η Setterwall βιώνει το πένθος της και αποτυπώνει στο χαρτί όλα τα σημάδια που αφήνει στην ψυχή της η οδύνη της.

Όταν επιτέλους ο κύκλος της λύπης κλείνει και η ίδια η ζωή διεκδικεί να ανοίξει ένα παράθυρο φωτός και προοπτικής, ώστε να υπάρξει η φυσική της συνέχεια, η Carolina αρχίζει ξανά να ονειρεύεται. Εξαιτίας όμως της δίψας της για ευτυχία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της όλα τα δεδομένα και το αποτέλεσμα θα είναι να πληγωθεί ακόμα μια φορά.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσε ως εκ τούτου να ειπωθεί ότι το εν λόγω πόνημα είναι μια βαθειά ανθρώπινη μαρτυρία και η κατάθεση ψυχής μιας γυναίκας για μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο της ζωής της.

Ταυτόχρονα δε το κείμενο προκαλεί προβληματισμό αναφορικά με τη στάση που θα κρατούσε ο κάθε άνθρωπος απέναντι σ’ ένα παρόμοιο γεγονός και κατά συνέπεια διακρίνεται ως μια συναισθηματική παλέτα που μεταφέρει στον συγγραφικό καμβά όλες τις διαβαθμισμένες αποχρώσεις του θανάτου, της απελπισίας, της πτώσης και της αναγέννησης.