Γράφει ο Ερμής:

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στο βασίλειο των ποντικών, ο Κορνήλιος, ένα καλό και ευγενικό ποντικάκι που συνέδραμε με όποιον τρόπο μπορούσε στην καλή λειτουργία της χώρας του.

Ο Κορνήλιος ήταν πάντοτε υποστηρικτικός και προσπαθούσε να κάνει το σωστό, αλλά είχε και μια συνήθεια που οι άλλοι θεωρούσαν ελάττωμα. Εξέφραζε τη γνώμη του και είχε άποψη που υποστήριζε με επιχειρήματα. Δεν παρασυρόταν ποτέ από μαζικές αντιδράσεις και αναζητούσε την αλήθεια πίσω από το ψέμα.

Το χαρακτηριστικό του αυτό λοιπόν ενοχλούσε όσους βρίσκονταν γύρω του γιατί εκείνοι αποζητούσαν εύκολες λύσεις που τους πρόσφεραν χαρά και διασκέδαση και αδιαφορούσαν για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.

«Ζήστε σήμερα και για εσάς και αγνοήστε τους άλλους και τις επιπτώσεις των πράξεών σας στο μέλλον», ήταν το μότο τους.

Ο Κορνήλιος όμως ανήκε στη μειονότητα εκείνων που κοίταζαν μπροστά και έχοντας έντονη αίσθηση της ευθύνης και του καθήκοντος, στενοχωριόταν με τη στάση του περίγυρού του.

Δυστυχώς μην έχοντας τη δυνατότητα να αλλάξει τις καταστάσεις, αφού και οι διοικούντες το βασίλειο κατευθύνονταν από τον εγωισμό, την αλαζονεία και την επιθυμία τους για περαιτέρω αναρρίχηση με οποιοδήποτε κόστος για τους υποτελείς τους, ο Κορνήλιος αποφάσισε να απομονωθεί και να διατηρήσει όσον το δυνατόν μεγαλύτερες αποστάσεις από τους άλλους.

Μια ημέρα, καθώς περπατούσε στο δάσος, αντίκρισε ένα πηγάδι.

«Μπα», σκέφτηκε. «Τόσες φορές έχω περάσει από εδώ και είμαι σίγουρος ότι αυτό το πηγάδι δεν υπήρχε».

Από το στόμιο του πηγαδιού ξεπηδούσε μια έντονη λάμψη και ο Κορνήλιος – ωθούμενος από την περιέργειά του – πλησίασε για να δει τι συμβαίνει.

Ένα αλλόκοτο φως αντανακλούσε πάνω σε μια πέτρα που βρισκόταν έξω από το πηγάδι και έδειχνε την εικόνα ενός υπέροχου πανηγυριού, όπου οι επισκέπτες τριγύριζαν ανάμεσα σε καρουζέλ, διάφορα παιχνίδια, και δεκάδες καροτσάκια με μπαλόνια, γλυκά και λιχουδιές.

«Τι όμορφα που είναι. Μακάρι να μπορούσα να πάω εκεί», μονολόγησε ο Κορνήλιος και πριν τελειώσει τη φράση του, βγήκε από το στόμιο του πηγαδιού μια σκάλα που οδηγούσε ακριβώς στο κέντρο του πανηγυριού.

Ο Κορνήλιος τρόμαξε.

«Κάτι δεν πάει καλά», σκέφτηκε και όντας πάντα συνετός, αντί να κατέβει τη σκάλα, απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το πηγάδι.

Στον δρόμο της επιστροφής εμφανίστηκε μπροστά του ένα σκιουράκι.

«Ποιος είσαι εσύ», το ρώτησε ο Κορνήλιος.

«Δεν έχει σημασία πώς με λένε», απάντησε εκείνο. «Ήθελα μόνο να σε συγχαρώ για την προνοητικότητά σου. Είχες δίκιο που δεν κατέβηκες στο πηγάδι. Είναι ένας μαγεμένος χώρος, όπου κρατά δέσμιους όσους τον πλησιάζουν. Ό,τι είδες είναι απλώς μια οφθαλμαπάτη και το πανηγύρι είναι στην πραγματικότητα μια φυλακή βασανιστηρίων για τους επιπόλαιους και τους ανόητους. Γεια σου».

Το σκιουράκι εξαφανίστηκε, προτού προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε ο Κορνήλιος και έτσι εκείνος γύρισε στο σπίτι του ευγνωμονώντας την καλή του τύχη που τον προφύλαξε από τις κακοτοπιές.

Την επομένη ημέρα και ενώ ήταν στη βιβλιοθήκη του βασιλείου, όπου εργαζόταν, άκουσε δυο συναδέλφους του να μιλούν για το πηγάδι.

«Είναι φανταστικό», έλεγε ο ένας. «Το είδα καθώς ερχόμουν, αλλά δεν κατέβηκα γιατί θα καθυστερούσα να έρθω στη δουλειά. Θα πάω όμως μόλις σχολάσω και αν θέλεις, έλα και εσύ».

Ο δεύτερος ποντικός συμφώνησε αμέσως και πρότεινε να καλέσουν και άλλους για να διασκεδάσουν όλοι μαζί.

Θορυβημένος ο Κορνήλιος, παρενέβη στη συζήτησή τους και τους εξιστόρησε όσα είχε ζήσει ο ίδιος την προηγούμενη ημέρα.

Εκείνοι όμως όχι μόνο δεν τον πίστεψαν, αλλά τον κατηγόρησαν ότι του αρέσει η καταστροφολογία και να πλάθει φανταστικά σενάρια.

«Άφησέ μας ήσυχους», του είπαν και ο Κορνήλιος δεν μπορούσε παρά να υπακούσει.

Οι ποντικοί έφυγαν χαρούμενοι, συνάντησαν τους φίλους τους και όλοι μαζί πήγαν στο πανηγύρι, από όπου όμως δεν επέστρεψαν ποτέ.

Ο Κορνήλιος παρακολουθούσε από μακριά και ενώ αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει, ο σκίουρος εμφανίστηκε ξανά μπροστά του και του είπε:

«Μείνε μακριά από αυτήν την ιστορία, Κορνήλιε. Εσύ έκανες το καθήκον σου και τους ειδοποίησες. Εκείνοι θα μπορούσαν να σε ακούσουν και να λάβουν τα μέτρα τους, αλλά σε αγνόησαν. Μόνοι τους επέλεξαν το μέλλον τους και θα γίνουν η αιτία καταστροφής όσων επηρεάστηκαν από αυτούς. Ο καθένας είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί σωστά το μυαλό του και να φροντίζει να μην είναι επιζήμιος για τους άλλους».

Συνταγή της Αμβροσίας: Ποντικάκια

Υλικά:

150 γραμμάρια κουβερτούρα

½ κουταλάκι του γλυκού κανέλα

1 κοφτή κουταλιά της σούπας βούτυρο

½ κούπα γάλα ζαχαρούχο (αδιάλυτο)

1 βανίλια

3 κουταλιές της σούπας ζάχαρη άχνη

Σκόνη κακάο

Χρυσά κουφετάκια, άσπρα αμύγδαλα φιλέ και χρυσό κορδονάκι για το στόλισμα

Εκτέλεση:

Σε μπαιν μαρί λιώνουμε την κουβερτούρα και ανακατεύουμε, προσθέτοντας το βούτυρο, την κανέλα, το γάλα, τη βανίλια και τρεις κουταλιές της σούπας ζάχαρη άχνη. Βάζουμε το μίγμα στη συντήρηση του ψυγείου για να πήξει. Έπειτα από μισή περίπου ώρα, ελέγχουμε εάν το μίγμα έχει πήξει αρκετά, ώστε να ζυμωθεί. Σε περίπτωση που είναι μαλακό, προσθέτουμε άχνη και το ζυμώνουμε καλά. Πλάθουμε τη ζύμη σε μικρά ποντικάκια και τα τυλίγουμε σε κακάο. Χρησιμοποιούμε τα κουφετάκια για να σχηματίσουμε τα ματάκια, τα αμύγδαλα για τα αυτάκια και το κορδονάκι για τις ουρίτσες.