«Εσύ δεν ξέρεις τι έχει συμβεί. Δεν γνωρίζεις τίποτα για τη ζωή μου. Θέλω να στα πω. Ξέρω πως δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να τα βγάλω επιτέλους από μέσα μου.»

Την πήρε από το χέρι και την έβαλε να καθήσει σε μια καρέκλα. Φαινόταν πολύ φορτισμένη συναισθηματικά και ήταν σίγουρος πως η σκοτεινιά στο βλέμμα της έκρυβε κάποια τρικυμία. Την κοίταξε αμίλητος και περίμενε να ξεκινήσει εκείνη τη συζήτηση. Η Νταιάνα του άνοιξε την καρδιά της και του τα είπε όλα. Τα ξαφνικά οικογενειακά προβλήματα, τις φωνές του πατέρα της, τις απέραντες σιωπές της μάνας της, το καταφύγιο της στη σοφίτα και στα βιβλία της. Του μίλησε για τα φοιτητικά της χρόνια, για τον μυστηριώδη θάνατο της μητέρας της, τον ερχομό της στη Νέα Υόρκη, την διακοπή των σχέσεων με τον πατέρα της ο οποίος μοιραζόταν τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα λίγο μόλις καιρό μετά το θάνατο της μητέρας της, τις συνεχείς επισκέψεις της στην ψυχολόγο και στο τέλος του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την συνάντηση που είχε μαζί του στο διαμέρισμά της. Εκείνος δεν την διέκοψε, την άφησε να συνεχίσει, να διακόψει αρκετές φορές λόγω των λυγμών που την ανάγκαζαν να σταματήσει την αφήγηση και στο τέλος να πέσει εξουθενωμένη στην αγκαλιά του και να κλαίει με αναφιλητά.

«Δεν φταις εσύ καρδιά μου, για τίποτα δεν φταις. Το θύμα ήσουν σε όλη αυτή την ιστορία. Το θύμα των περιστάσεων. Σταμάτα να κλαις. Σου υπόσχομαι πως μόλις τελειώσει η περιπέτεια με τον πατέρα σου θα σε πάρω να φύγουμε μακριά. Θα πάμε στην Ελλάδα για λίγο καιρό. Είναι πανέμορφη χώρα. Θα την λατρέψεις, Θα αλλάξεις εικόνες, παραστάσεις και ψυχολογία. Θα σου γνωρίσω την οικογένεια μου, τη γιαγιά μου που λατρεύω. Δεν είναι καλά, πάσχει από Αλτσχάιμερ αλλά καταλαβαίνει τα πάντα. Εγώ κι εκείνη έχουμε ένα ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας. Εκείνη με μεγάλωσε. Έχουμε ένα κοινό παρονομαστή. Τους καυγάδες των γονιών μας. Εμένα οι γονείς μου μισεί ο ένας τον άλλο και ποτέ δεν έκαναν τίποτα για να το κρύψουν, δεν κράτησαν ούτε τα προσχήματα. Δυστυχώς είναι ακόμα μαζί και αλληλοεξοντώνονται σε καθημερινή βάση. Όταν ήμουν μικρός, κλεινόμουν στο δωμάτιο μου κι έβαζα τη μουσική σε τόσο δυνατή ένταση ώστε να μην τους ακούω καθόλου. Κάθε ένταση τους ήταν και μια βαθιά μαχαιριά. Μέχρι που βρήκα διέξοδο στο γράψιμο. Αποτύπωνα την κάθε σκέψη και συναίσθημα μου στο χαρτί και αυτό λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά για μένα. Η μητέρα μου είναι άνθρωπος κυκλοθυμικός με πολλές εξάρσεις και υστερίες. Καθόλου εύκολη στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Ο πατέρας μου από την άλλη ήταν πάντα σοβαρός και λιγομίλητος. Σιχαίνεται τους καυγάδες όσο τίποτα στον κόσμο και την μητέρα μου που τους προκαλεί. Παρόλαυτα ακόμα μένει μαζί της για λόγους που κανείς δεν έχει κατανοήσει ακόμη. Εκείνη τον κατηγορεί πως την έχει απατήσει άπειρες φορές και πως μια φορά ερωτεύτηκε σφόδρα μια Αμερικανίδα και ήταν έτοιμος να μας παρατήσει και να φύγει μαζί της. Εκείνος δεν απαντά ποτέ στις κατηγορίες της. Παραμένει σιωπηλός και ατάραχος. Όταν τους γνωρίσεις θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ. Ένας λόγος που έφυγα από την Ελλάδα και ήρθα στην Αμερική ήταν η κακή ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι. Ήθελα να ξεφύγω, να μην βλέπω και να μην ακούω τίποτα. Όμως δεν είναι πάντα εύκολο. Την ανησυχία και τον φόβο τους μεταφέρεις μαζί σου όπου και να πας, ακόμα και αν ο προορισμός σου είναι η άλλη άκρη του κόσμου. Έχω ήδη ενημερώσει τη μητέρα μου ότι θα πάω να τους δω και πως θα σε πάρω κι εσένα μαζί μου. Το ξέρω πως έδρασα αυθόρμητα και ίσως απερίσκεπτα, χωρίς να σε ρωτήσω αλλά δεν το έκανα επειδή σε αγνοώ αλλά επειδή έχω μεγάλη λαχτάρα να σε πάρω μαζί μου. Δεν σου ζητώ να απαντήσεις τώρα προς Θεού. Σέβομαι την κατάσταση του πατέρα σου. Μόλις ξεπεράσει τον κίνδυνο που είμαι σίγουρος πως θα τον ξεπεράσει, θα φύγουμε.»

Τον κοίταξε με τρυφερότητα. Γνώριζε τον Αλέξη πολύ μικρό χρονικό διάστημα αλλά ένιωθε πως ήταν μαζί του χρόνια. Το γνήσιο ενδιαφέρον του, η αγάπη του και η προστατευτικότητα του την συγκινούσαν απίστευτα. Μέσα στην θλίψη της χαμογέλασε.

«Είναι όνειρο ζωής για μένα ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Η μητέρα μου την λάτρευε αυτή τη χώρα και πάντοτε μου μιλούσε για αυτήν με τα πιο ζωηρά χρώματα. Πόσω μάλλον που μου ζητά να ταξιδέψω μαζί του ο άντρας που έχει σημαδέψει για πρώτη φορά την καρδιά μου. Μόλις τελειώσει αυτή η περιπέτεια, σου υπόσχομαι πως θα φύγουμε. Έχω μεγάλη ανάγκη να αποδράσω από αυτή την πόλη. Ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγα διακοπές. Οι γονείς σου όμως τι θα πουν για μένα; Θα τους αρέσει η ιδέα να έρθει μαζί σου μια εντελώς άγνωστη τη στιγμή που έχουν να σε δουν τόσο καιρό κι έχουν τόσα προβλήματα μεταξύ τους;»

«Δεν τους αφορά καθόλου η δική μου η ζωή. Έπαψα να τους δίνω λογαριασμό από τότε που ήμουν έφηβος. Δεν έχουν κανένα δικαίωμα άλλωστε να μου πουν το παραμικρό μετά από τα τεράστια λάθη που είχαν κάνει αυτοί με μας. Μην σε ανησυχεί καθόλου αυτό. Είναι δική μου δουλειά.», της είπε φιλώντας την στα μαλλιά.

Η Νταιάνα κούρνιασε στην αγκαλιά του κι έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ένιωθε εξουθενωμένη αλλά συνάμα ασφαλής και προστατευμένη δίπλα του. Εκείνος την χαίδεψε και την άφησε να κοιμηθεί. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Της χρειαζόταν λίγος ύπνος. Είχε περάσει πάρα πολλά εκείνη τη μέρα. Κοιμήθηκε στην αγκαλιά του για δύο ώρες περίπου όταν ξαφνικά τους πλησίασε μια γυναίκα γύρω στα σαρανταπέντε. Από το ντύσιμο και τον τρόπο που κινούνταν ο Αλέξης συμπέρανε πως δεν ήταν από τη Νέα Υόρκη. Το ντύσιμο της ήταν φτηνό, ξεπερασμένο και κάπως αταίριαστο για τον σωματότυπο της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά και η λευκή ρίζα έφτανε μέχρι τη μέση των μαλλιών της. Δεν ήταν άσχημη αλλά με καμία δύναμη δεν μπορούσε κάποιος να την αποκαλέσει όμορφη. Ούτε  καν γοητευτική δεν ήταν. Τα μάτια της είχαν μια ωραία πράσινη απόχρωση, η οποία όμως χανόταν μπροστά στα υπόλοιπα αδιάφορα χαρακτηριστικά της. Η όψη της του φάνηκε αγριεμένη και απόρησε επειδή εκείνη κατευθυνόταν κατά πάνω τους. Έχει γούστο να ήταν καμιά τρελή από τους τόσους που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτοι στη Νέα Υόρκη, σκέφτηκε ο Αλέξης.

Η Νταιάνα αναπήδησε αγουροξυπνημένη σαν να είδε κάποιο εφιάλτη και η άγνωστη γυναίκα την κεραυνοβόλησε με το πύρινο βλέμμα της.

«Πού έχουν τον πατέρα σου; Τι του έκανες; Ήμουν σίγουρη πως κάτι κακό θα γινόταν αν ερχόταν εδώ. Πάντα κακό του προκαλούσες ακόμα και μακριά του, πόσω μάλλον τώρα που ήρθε να σε βρει. Προσπάθησα να τον συγκρατήσω να μην έρθει αλλά δεν με άκουσε. Τι σου κατέβηκε και ήρθες στην Βόρεια Καρολίνα τότε και μας τάραξες; Μια ζωή προκαλούσατε την καταστροφή. Πρώτα η μάνα σου και τώρα εσύ.»

Η φωνή της ήταν στριγκή και γεμάτη κακία. Τα μάτια της εκτόξευαν φλόγες.

«Μην διανοηθείς να ξαναβάλεις στο βρωμόστομα σου τη μάνα μου επειδή θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, με ακούς; Σεβάσου το χώρο και την κατάσταση και βούλωσε το, διαφορετικά θα σε κάνω να το βουλώσεις εγώ. Παλιοσφετερίστρια που βρήκες ευκαιρία να εκμεταλλευτείς τον θάνατο της μάνας μου για να προσκοληθείς στη ζωή του πατέρα μου. Εξαφανίσου από δω να μην σε βλέπω μπροστά μου. Δεν του είσαι τίποτα. Απλά μια γκόμενα, αυτό ήσουν και είσαι. Κατάλαβες Ντόροθι;»

Η Νταιάνα είχε σηκωθεί όρθια και το πρόσωπο της ήταν παραμορφωμένο από την οργή. Κοιτούσε την γυναίκα με μίσος και αν δεν την συγκρατούσε ο Αλέξης, πιθανότατα να την χτυπούσε στο πρόσωπο.

«Δεν έχω να πάω πουθενά. Δέκα ολόκληρα χρόνια ζούμε μαζί είτε σου αρέσει είτε όχι. Και για τόλμα να με χτυπήσεις αν τολμάς και θα δεις τι έχεις να πάθεις. Θα πάρω τον Τομ και θα φύγουμε από δω και δεν θα τον ξαναδείς ποτέ στη ζωή σου. Θα σε αναγκάσω εγώ να βγεις μια για πάντα.»

«Είσαι ένα γύναιο. Φύγε από μπροστά μου να μην σε βλέπω. Και μην διανοηθείς να πας να δεις τον πατέρα μου και να τον ταράξεις. Η κατάσταση του είναι κρίσιμη»

«Δεν πρόκειται να μου πεις εσύ τι θα κάνω, κατάλαβες. Θα πάω να δω τον άντρα μου όποτε θέλω εγώ. Εσύ ευθύνεσαι για την κατάσταση του. Ένας Θεός ξέρει τι του είπες και τον σύγχυσες. Πάντα προβληματική και τρελή ήσουνα. Όπως τη μάνα σου». Η σφαλιάρα που εκτοξεύθηκε στο μάγουλο της από την Νταιάνα ήταν τόσο ηχηρή και δυνατή που άφησε τα κόκκινα αποτυπώματα της παλάμης της πάνω στο πρόσωπό της.