από το Μάριο Αποστολίδη.

Τελευταία μέρα του χειμώνα και είχε όλα τα στοιχεία μιάς χειμωνιάτικης μέρας, η θερμοκρασία έπεσε ξαφνικά, το μολυβί χρώμα παραμέρισε το γαλάζιο του ουρανού και βροχή άρχισε να του λούζει το πρόσωπο. Θέλησε να περπατήσει λίγο στην φύση και να γεμίσει τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα και ιώδιο της θάλασσας. Ανέβηκε στο λόφο της Αυδήμου, ο αέρας βούιζε μέσα από τους χαμηλούς θάμνους, ρόζ και μώβ λαλέδες διάσπαρτοι παντού και ανάμεσα τους μικρές άγριες ορχιδέες που αψηφώντας το κρύο γέμισαν το λόφο. Μιά οχιά στην μέση του μονοπατιού, τον κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα, την ξεγέλασε το ηλιόλουστο πρωινό όπως ξεγέλασε και τον ίδιο, ή θα είχε αυπνίες…….. Πήγε μέχρι την άκρη του λόφου και θαύμασε τις δόμες με τα καταπράσινα σπαρτά που του θύμισαν λίγο από τους ορυζώνες στο μακρινό Μπαλί. Από κάτω η θάλασσα λυσσομανούσε, παίρνοντας όλες τις αποχρώσεις του μπλε και στο βάθος του ορίζοντα έπαιρνε λίγο από το χρώμα του γκρίζου ουρανού. Πίσω ο κάμπος ένας καταπράσινος καμβάς με κίτρινες ανταύγειες. Μιά ανθισμένη αμυγδαλιά προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει τα άνθη της κόντρα στις ριπές του ανέμου ραίνοντας την ατμόσφαιρα με το λεπτό τους άρωμα. Στο δρόμο γιά το χωριό του η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει, το μοναστήρι του Σταυρού περιτριγυρισμένο από ολάνθιστες αμυγδαλιές έμοιαζε να καμαρώνει στην είσοδο του χωριού. Απέναντι ερείπια ενός αρχαίου οικισμού, πέτρες χωμένες στην άγρια βλάστηση, λαλέδες και ορχιδέες. 29 Φλεβάρη Αυδήμου, Ανώγυρα.