από την Άρια Σωκράτους.
Τότε ο Αντώνης είδε μπροστά του εκείνη που πάντοτε περίμενε και ποτέ δεν ήρθε να του χαμογελά όμορφη όσο ποτέ άλλοτε μέσα από μια φωτογραφία πάνω στο τζάκι. Εκείνη, ο έρωτας της ζωής του καθιστή πάνω στον βράχο μιας παραλίας του χαμογελούσε ευτυχισμένη και του έδινε ξανά την υπόσχεση που κάποτε δεν κράτησε. Παράλυσε ολόκληρος. Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν όλα τα μέλη του σώματος του και τον ακινητοποίησαν στο ίδιο σημείο.
«Μπαμπά, φεύγουμε, εδώ και πέντε λεπτά στο λέμε. Μα τι έχεις πάθει; Είσαι καλά; Φαίνεσαι κατάχλωμος.»
«Τίποτα, τίποτα, καλά είμαι, μην ανησυχείς. Απλώς είμαι κουρασμένος από το ταξίδι. Δεν είμαι και στην πρώτη νεότητα βλέπεις. Ήθελα να ρωτήσω, ποιά είναι η κοπέλα στη φωτογραφία. Πού βρέθηκε πάνω στο τζάκι;» Η φωνή του ακούστηκε σπασμένη, μετά βίας έβγαινε από τα χείλη του.
«Είναι η μητέρα μου. Έχει πεθάνει εδώ και δώδεκα χρόνια. Αυτοκτόνησε. Ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και τόσο υπέροχος. Μου λείπει απίστευτα. Στην άλλη φωτογραφία δίπλα της είναι ο πατέρας μου. Τον έχασα πριν από λίγους μήνες από ατύχημα. Αισθάνομαι πως τους έχω κοντά μου έστω κι έτσι, από μια ψυχρή φωτογραφία. Αν σας ενοχλεί όμως μπορώ να τις τοποθετήσω στο δωμάτιο μας. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα.»
«Όχι, όχι παιδί μου, κάθε άλλο. Για όνομα του Θεού. Ρώτησα επειδή μου έκανε εντύπωση.», είπε ο Αντώνης προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα λυγμό. Η ζωή του έπαιζε πολύ δύσκολα και μυστήρια παιχνίδια για δυνατά και ατσάλινα νεύρα που ο ίδιος ποτέ δεν διέθετε. Η γυναίκα που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του και ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την οικογένειά του για εκείνη ήταν η μητέρα της αρραβωνιαστικιάς του γιου του και δεν υπήρχε πια στη ζωή.Ήθελε να μείνει μόνος να ουρλιάξει, να χτυπηθεί, να θρηνήσει αλλά δεν μπορούσε και αυτό τον σκότωνε. Τον διέλυε στην κυριολεξία.
«Ήταν πολύ όμορφη έτσι δεν είναι; Η μητέρα μου ήταν ένας άγγελος. Δυστυχώς η ζωή της δεν ήταν το ίδιο αγγελική. Υπέφερε πολύ, πάρα πολύ. Εγώ δεν έμαθα ποτέ τίποτα για τη ζωή της μέχρι πρόσφατα που ο πατέρας μου αποφάσισε να μου εξομολογηθεί τα πάντα. Ήταν λίγο πριν τον χάσω.»
Εκείνος ο άντρας που πήγε να τον βρει και να τον απειλήσει, ήταν ο πατέρας της. Ήθελε να τον σκοτώσει εκείνη τη μέρα που συναντήθηκαν, να τον αφανίσει. Τα λόγια του ήταν καρφιά στην καρδιά του κι εκείνος τα εκστόμιζε με περισσή χαιρεκακία και μίσος. Του είχε πάρει μακριά τον έρωτα της ζωής του επειδή ένα παιδί καρποφόρησε στην κοιλιά της. Ένα παιδί που λαχταρούσε να ήταν δικό του αλλά δεν ήταν. Αυτό το παιδί ήταν η αιτία που εκείνη τον είχε εγκαταλείψει. Κι αυτό το παιδί ήταν η νύφη του, ο μοναδικός έρωτας του γιου του. Του ήρθε να γελάσει υστερικά και να σπάσει ό,τι βρισκόταν μπροστά του. Το πρόσωπο του είχε αναψοκοκκινίσει από την έξαψη.
«Αντώνη, δεν φαίνεσαι καθόλου καλά. Πρέπει να ακυρώσουμε την ταβέρνα και να καλέσουμε ένα γιατρό. Μου φαίνεται πως είσαι έτοιμος για εγκεφαλικό», αποκρίθηκε η γυναίκα του έντρομη.
«Εσύ να το βουλώσεις και να μην ξαναμιλήσεις. Με ακούς; Μια χαρά είμαι. Πάμε όλοι τώρα στην ταβέρνα. Απόψε γιορτάζουμε.» φώναξε θυμωμένος και γύρω του απλώθηκε σιωπή.
Έφυγαν για την ταβέρνα σιωπηλοί αλλά όταν έφτασαν εκεί ξεχάστηκαν και άρχισαν να μιλάνε και να διασκεδάζουν ανέμελα. Όλοι εκτός από έναν. Εκείνον που ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις και Ερινύες. Δεν θα έλεγε απολύτως τίποτα. Το μυστικό αυτό θα το έπαιρνε μαζί του στον τάφο. Αυτό θα ήθελε κι εκείνη. Ήταν σίγουρος. Σαν να την έβλεπε μπροστά του να τον κοιτά με εκείνα τα αμυγδαλωτά, σαγηνευτικά της μάτια. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να διαλύσει την ευτυχία του γιου του ούτε της κόρης της. Τώρα το έβλεπε καθαρά. Τα σημάδια ήταν εύγλωττα. Τη ζωή που δεν έζησαν εκείνοι, θα την ζούσαν τα παιδιά τους. Ο ανολοκλήρωτος έρωτας θα έπαιρνε ολοκληρωνόταν και θα μετουσιωνόταν μέσω εκείνων.
Κατέβασε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί μονορούφι. Παρήγγειλε ακόμη ένα μπουκάλι. Εκείνη τη μέρα θα μεθούσε όχι για να ξεχάσει αλλά για να θυμηθεί όλα όσα η ζωή του στέρησε.