από την Βούλα Αντωνίου.

Δεν ήξερε αν το ονειρευόταν τόσο καιρό ή αν το είχε ζήσει στ’ αλήθεια.

Τα χρόνια που πέρασαν ήταν πολλά. Δεν ήταν καν σίγουρη αν ήταν αυτό. Μα ναι, ναι, αυτό ήταν! Τα βράχια, η λιμνοθάλασσα ανάμεσά τους. Πόσες φορές είχε βρέξει, εκεί, τα ποδαράκια της. Είχε βαρεθεί. Είχε βαρεθεί να βρίσκεται  σε αυτή την θέση. Άλλη έπρεπε να ήταν η θέση της, εκεί, ψηλά στο μπαλκόνι αυτού του σπιτιού, του σπιτιού δίπλα στη θάλασσα.

 Και να μην υπήρξαν άλλες θάλασσες στη ζωή της… Υπήρξαν. Μα σαν αυτή καμία! Έριξε μια ματιά στα γυαλιστερά βότσαλα. «Πιάσε μας», της έλεγαν ρίχνοντάς της λοξές ματιές. Κι αυτή αντιστεκόταν. Τι; Παιδούλα ήταν να μαζεύει βότσαλα; Μα ήταν τα βότσαλά της. Φυσικά και θα τα μάζευε και μετά θα κατέβαινε στο λιμανάκι με το απογευματινό λεωφορείο να τα απλώσουν στο τραπεζάκι μαζί με τον Άδωνι και τα άλλα παιδιά να τα πουλήσουν. Θα έπαιρναν κανένα σελίνι για κείνο το ζαχαρωτό που έμοιαζε με αυγό, αλλά ήταν πιο νόστιμο από το αυγό που της έφτιαχνε η μαμά. Φυσικά, αυτό δεν θα το έλεγε ποτέ στη μαμά μη στεναχωρηθεί.

 Η μαμά… Ντιμέντια. Αυτή ήταν η αρρώστια. Ντιμέντια. Όχι αλτσχάιμερ, όχι αυτό αλλά αυτή η άλλη λέξη η πιο παράξενη, η πιο άγνωστη. Την επόμενη φορά θα την έφερνε. Τώρα, που σιγουρεύτηκε ποιο είναι το σπίτι θα την έφερνε. Τώρα που σιγουρεύτηκε…

Να, και η κούνια. Τα σίδερα της είχαν σκουριάσει και κανένα κάθισμα  δεν την έκανε πραγματική κούνια. Δυο άχαροι σιδερένιοι πάσσαλοι σφηνωμένοι στη  γη. Αυτό είχε απομείνει από την κούνια. Κρυφοκοίταξε στον κήπο. Μανία που έχουν αυτά τα φυτά να μην καταλαβαίνουν τίποτα από κατακτητές, από νικημένους, από απώλεια, από εγκατάλειψη. Αυτά επέμεναν, εκεί, να φυτρώνουν και να βγάζουν καινούργια κλωνιά και να φουντώνουν. Επέμεναν, εκει, σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Όχι, δεν ήθελε να μείνει άλλο. Η λαχτάρα η παιδική, εκείνο το φτερούγισμα της ψυχής που ένιωσε μόλις αντίκρισε το δρομάκι και μετα τη θάλασσά, πέρα από το δρομάκι, και μετα το σπίτι, δεξιά από το δρομάκι, εκεί… δίπλα στη θάλασσα, είχε αντικατασταθεί από ένα βάρος.

Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Το όνειρο τόσων ανθρώπων. Που αυτή και η οικογένεια της το είχε και το έχασε. Βίαια. Ρίχνει μια ματιά στο βουνό. Ρίχνει ακόμα μια στη θάλασσα. Εκεί από όπου ήρθαν Ποιοι; Ποιοι αλήθεια; Η προδοσία. Το πούλημα. «Ήταν όλα πουλημένα.» Λέξεις και έννοιες που άκουγε τόσο συχνά, τότε, στα οκτώ της χρόνια που καλά καλά δεν καταλάβαινε το νόημά τους, αλλά ναι, πρέπει να ήταν κακά όλα αυτά διότι αυτά την κράτησαν μακριά. Μακριά… Τώρα όμως ήταν κοντά. Εκεί δίπλα. Στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάλι μακριά. Πόσο μακριά; Πιο μακριά από ποτέ ίσως. Θα το αγοράσει! Ναι, ναι, θα το αγοράσει. Θα μάθει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης τώρα, και θα το αγοράσει. Μα πόσο πελώριες είναι οι συκιές. Θα ξανα ’ρθει όταν ψηθούν τα σύκα. Τότε, όλα μπορεί να είναι διαφορετικά. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Τα πόδια θα καίνε στην άμμο. Οι γείτονες, στο διπλανό ανακαινισμένο σπίτι μάλλον θα έχουν εγκατασταθεί. Θα πάει να τους συστηθεί: «Εγώ είμαι… ήμουν… είμαι το κορίτσι που κατοικούσα σε αυτό το σπίτι πριν… Πριν… πριν γίνει το κακό.» Μα, μια στιγμή, γι’ αυτούς μάλλον δεν θα είναι κακό, δεν θα το αποκαλούν έτσι, εκείνο που συνέβηκε και την πήρε μακριά. Καλύτερα  να μην τους μιλήσει, καλύτερα όχι. Θα κόψει όμως σύκα από τη συκιά και θα φάει. Θα βουτήξει κιόλας στα γαλανά αστραφτερά νερά. Θα μαζέψει και βότσαλα και θα ζήσει ακόμα μια μέρα εκεί ανέμελη σε κείνη την παραλία, την παραλία του σπιτιού της. Του σπιτιού δίπλα στη θάλασσα. Του πόθου τόσων ανθρώπων. Τώρα και δικού της πόθου. Προσωπικού, πονεμένου. Το αεράκι είναι λυτρωτικό. Οι ψαράδες δεξιά σαν σιλουέτες μαζί με τα καλάμια τους. Το βουνό πίσω σιωπηλό και η θάλασσα μπροστά απέραντη. Ίσως, κάποτε, όταν πια δεν θα ζει σε αυτή τη γη, όταν θα μείνει μόνο ψυχή να διαλέξει να τριγυρνά για πάντα εδώ, σε αυτό το μέρος. Τότε, δεν θα υπάρχει δικό σου και δικό μου. Δεν θα υπάρχει δικό σου και δικό μου… Κατάλαβες; Το σπίτι δίπλα στην θάλασσα… δεν θα ανήκει κανενός.