Από την Ισμήνη Χαρίλα

Έχει ειπωθεί ότι ο Σαίξπηρ δεν ήταν ο άνθρωπος του σπουδαστηρίου, αλλά ο δραματουργός που συγκέντρωνε τις γνώσεις του απ’ όσα έβλεπε και άκουγε με μια απαράμιλλη δύναμη παρατηρητικότητας που μετέπειτα μετέφερε στα έργα του.

Ένας άνθρωπος του πνεύματος που, όπως ανέφερε ο Χάξλεϋ, «μπόρεσε να βγάλει από τις λέξεις καθετί που οι λέξεις μπορούσαν να δώσουν». Ένας μεγάλος ποιητής που κατάφερε να προσπελάσει τις αναστολές της εποχής του και να αφήσει ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές σπουδαία έργα που ακόμα και σήμερα παρασύρουν τους αναγνώστες στον μαγικό μυθικό κόσμο που ιστορούν.

Ένα από αυτά είναι και το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», μια ρομαντική κωμωδία πέντε πράξεων που γράφτηκε το 1595 και περιγράφει τις ερωτικές περιπέτειες τεσσάρων νέων στο δάσος τη βραδιά των γάμων του Θησέα και της Ιππολύτης. Η ιστορία ξεκινά με την Ερμία που, όντας ερωτευμένη με τον Λύσανδρο, αρνείται να παντρευτεί τον Δημήτριο που είναι η επιλογή του πατέρα της. Έτσι, ο τελευταίος την απειλεί μ’ έναν αρχαίο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, αν δεν σεβαστεί την επιθυμία του, θα αντιμετωπίσει είτε τον θάνατο, είτε την ισόβια υπηρεσία στη θεά Άρτεμη. Εγκλωβισμένη και μην έχοντας άλλη εναλλακτική, η Ερμία κρύβεται με τον Λύσανδρο στο δάσος, όπου τους ακολουθούν όμως ο Δημήτριος και η Ελένη η οποία, παρόλο που είναι επιστήθια φίλη της Ερμίας, πρόδωσε το μυστικό για να κερδίσει την αγάπη του Δημήτριου.

Εκτός από τους τέσσερις νέους, στο δάσος έχει καταφύγει μια ομάδα μαστόρων που κάνουν πρόβα για το θεατρικό τους έργο, αλλά και ο βασιλιάς των ξωτικών, ο Όμπερον, με τη βασίλισσα Τιτάνια που έχουν τσακωθεί εξαιτίας της άρνησης της τελευταίας να του παραχωρήσει έναν ακόλουθό της. Ο Όμπερον ζητά από ένα ξωτικό, τον Πουκ, που έχει τον χυμό ενός άνθους που γεννά τον έρωτα, να τον βοηθήσει και τότε προκαλείται αναστάτωση, αφού το κατεργάρικο ξωτικό ρίχνει κατά λάθος τον χυμό στα μάτια του Λύσανδρου που ερωτεύεται την Ελένη.

Από εκείνο το σημείο και μετά διαδραματίζεται επομένως μια κωμωδία παρεξηγήσεων κατά τη διάρκεια της οποίας ο Σαίξπηρ έχει την ευχέρεια να αναδείξει τα βασικά θέματα του έργου, ξεκινώντας από την επιλογή των προσώπων που συναντώνται στην ελληνική μυθολογία και η οποία σχετίζεται τόσο με το έντονο ενδιαφέρον που παρατηρείται τον 16ο αιώνα για την κλασική αρχαιότητα, όσο και κατ’ επέκταση με το ρεύμα του αναγεννησιακού ουμανισμού που καλούσε το άτομο σε μια ενδοσκόπηση και αναθεώρηση των πραγμάτων. Ο Σαίξπηρ απέχει φυσικά από μια πουριτανική οπτική και αποτυπώνει την ελευθερία του πνεύματος μέσω και της ερωτικής έκφρασης που σε ορισμένα σημεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και προκλητική για την εποχή, αφού δεν περιορίζεται απλώς σε σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά θίγει τις έννοιες της ομοφυλοφιλίας και της ανταλλαγής συντρόφων, πάντοτε ασφαλώς μέσα σ’ ένα σκηνικό που φιλοξενεί το παιχνίδι, τη φαντασία και το σφάλμα.

Εν συνεχεία θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο αναγνώστης – θεατής παρακολουθεί το αντικαθρέφτισμα διπόλων. Από τη μια πλευρά η αγάπη για τον σύντροφο μάχεται την αγάπη για τον πατέρα και οδηγεί την υπάκουη Ερμία στην επανάστασή της. Από την άλλη, η πολύχρονη φιλία και η εμπιστοσύνη των δυο κοριτσιών θυσιάζονται στον βωμό του προσωπικού συμφέροντος και της πραγμάτωσης ιδιοτελών σκοπών.

Επιπρόσθετα η μετακίνηση από την πόλη στο δάσος, έναν χώρο δηλαδή που υπερθεματίζει την ελευθερία της ανθρώπινης φύσης πέρα από κοινωνικές συμβάσεις, παραπέμπει στη φυγή από την πραγματικότητα και συνάμα από τον ρεαλιστικό κόσμο σε αυτόν του φανταστικού όπου όλα είναι δυνατά. Γεγονός που ενισχύεται εξάλλου και από την εναλλαγή της νύχτας με την ημέρα και του φωτός με το σκοτάδι που τονίζουν την αντιπαραβολή πραγματικότητας και ονείρου και δίνουν την αίσθηση ενός υπερρεαλιστικού γεγονότος που δεν έχει συμβεί.

Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψη τη συγκεκριμένη παράμετρο πολλοί μελετητές σχολίασαν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου ο Σαίξπηρ επιχείρησε εσκεμμένα να δημιουργήσει αμφιβολίες, προκειμένου να διατηρήσει αποστάσεις από όποια παρεκκλίνουσα ή προκλητική βεβαιότητα της υπόθεσης που θα μπορούσε ενδεχομένως να τον εμπλέξει σε δυσάρεστες καταστάσεις, εξαιτίας ηθικολογικών αντιδράσεων.

Τέσσερις περίπου αιώνες αργότερα πάντως ο Σαίξπηρ εξακολουθεί να ανήκει στον κύκλο των δραματουργών που τα έργα τους αξίζουν να μελετηθούν από μικρή ηλικία. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει πάντοτε μέριμνα από τους ανθρώπους που ασχολούνται με το βιβλίο, ώστε να είναι προσιτά και από τα παιδιά, όπως και το εν λόγω πόνημα που κυκλοφορεί για ηλικίες από τεσσάρων ετών και άνω από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε διασκευή της Αγγελικής Δαρλάση και εικονογράφηση της Σάντρας Ελευθερίου.

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας λοιπόν. Ένα όνειρο που χάνεται στις σκιές, όπως λέει και ο Πουκ και ένα όνειρο μέσα στο όνειρο για ό,τι ζει μέσα στη σφαίρα του μυθικού, απλώς επειδή φοβάται ή δεν μπορεί να γίνει αληθινό.